ΣΥΡΙΖΑ

ΣΥΡΙΖΑ: Τα βαρίδια της ηγεσίας, των ενδιάμεσων στελεχών, των μελών

Κόμμα μάχης ή κόμμα παραγωγής πολιτικής; Κόμμα ανοιχτό ή κλειστό; Κόμμα γερασμένο ή κόμμα νεανικό; Κόμμα αρχηγικό ή κόμμα μελών; Κόμμα με αποφασιστικό ή υποστηρικτικό ρόλο; Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις με πειστικό τρόπο είναι γιατί έχει βαρίδια που δεν του επιτρέπουν να πραγματοποιήσει ούτε καν τις συλλογικά εκπεφρασμένες επιθυμίες του. Άλλα βαραίνουν την ηγεσία, άλλα το ενδιάμεσο στελεχιακό δυναμικό και άλλα τα μέλη.

 

Τα βαρίδια των μελών

Ένα ολιγομελές κόμμα θέλει να είναι ταυτόχρονα και κόμμα μάχης και κόμμα παραγωγής πολιτικής. Δε γίνεται. Στο τέλος δε θα κάνει τίποτα από τα δύο. Ένα μεγάλο κομμάτι των μελών ήδη δουλεύει για την κυβέρνηση, ενώ συνολικά το κόμμα είναι γερασμένο και μοιάζει με σύναξη παλαιών πολεμιστών παρά ετοιμοπόλεμων οπλιτών/πολιτών. Πώς θα γίνει η μάχη; Από την άλλη, ο κόσμος της αριστεράς διαθέτει ακόμα ισχυρά εξαρτημένα αντιπολιτευτικά αντανακλαστικά και δυσκολεύεται να εστιάσει στις μέριμνες, τις πειθαρχίες και τα κόστη που απαιτεί αντικειμενικά η διακυβέρνηση. Είναι σαφές πλέον ότι δεν φτάνει το μαγικό ραβδί της πολιτικής βούλησης για να γίνονται τα πράγματα αποτελεσματικά, γρήγορα και χωρίς λάθη. Αλλά, όταν έχουμε μπροστά μας ένα μείζον ερώτημα, μια μεγάλη πρόκληση, τα περισσότερα μέλη έχουν την τάση να απευθύνουν στην ηγεσία μια υπενθύμιση, μια ανησυχία και μια προειδοποίηση, αντί οποιασδήποτε απάντησης. Πώς θα παραχθεί έτσι αριστερή πολιτική;

Από τη μια, λοιπόν, έχουμε ανθρωπότυπους που παράγουν οι εμπεδωμένες στην αριστερά νοοτροπίες, συνήθειες και πρακτικές, και δυσχεραίνουν τη μετάβαση από το φαντασιακό της αρνητικής αντίστασης στο φαντασιακό του θετικού μετασχηματισμού και από τη ρουτίνα των χαμηλού ανθρώπινου κόστους εφήμερων κινητοποιήσεων στη μακροχρόνια δέσμευση σημαντικών ανθρώπινων πόρων για μη ηρωικά εγχειρήματα. Από την άλλη, έχουμε την αδυναμία ενός γερασμένου και ολιγομελούς κόμματος, που βρίσκεται συνεχώς σε απολογία και γι’ αυτό αδυνατεί να ξανακερδίσει το ρόλο του μέσα στο κίνημα, ανάμεσα στα άλλα κόμματα και οργανώσεις μάχης που μοιάζουν πλέον πιο αυθεντικά. Όταν όμως τα μέλη δεν θέλουν ουσιαστικά να παράγουν πολιτική με μέριμνες, πειθαρχίες και κόστη, αλλά ούτε μπορούν να παίξουν τον αντιπολιτευτικό ρόλο που ξέρουν (μιας και η αντιπολίτευση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι πάντα καθυστερημένη, θεματική και ήπια και γι’ αυτό προκαλεί θυμηδία στην κοινωνία), δια της διολισθήσεως και της αδράνειας περιορίζονται σε ρόλο θεατή που πότε επιδοκιμάζει και πότε αποδοκιμάζει, αλλά πάντα αναθέτει.

 

Τα βαρίδια των ενδιάμεσων στελεχών

Ένα κόμμα γερασμένο και κλειστό θέλει να είναι κόμμα νεανικό και ανοιχτό. Πριν προσπαθήσουμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο, ας δούμε μερικά βασικά πράγματα. Ζούμε σε μια εποχή που το κύριο πολιτικό χαρακτηριστικό της παγκοσμίως είναι η κρίση αντιπροσώπευσης. Το διαδίκτυο και οι νέες μορφές επικοινωνίας έχουν ήδη καταστήσει τη διαμεσολάβηση περιττή και μη επιθυμητή. Όλοι/ες επικοινωνούν μεταξύ τους, κοινωνικοποιούνται, ενημερώνονται, λένε την άποψή τους, κουβεντιάζουν (ή και ψηφίζουν ακόμα) αδιαμεσολάβητα, χωρίς να υφίστανται ούτε τις χρονοβόρες και βαρετές διαδικασίες των πολιτικών οργανώσεων ούτε τις τυπικές και άτυπες ιεραρχίες τους που τους καθιστούν μέλη δεύτερης κατηγορίας. Ο κόσμος του ιντερνετικού καφενείου βιώνεται ως μια απελευθερωτική εμπειρία, ύστερα από την οποία κανείς και καμιά δε θέλει να επιστρέψει στις ελεγχόμενες διαδικασίες των κομματικών ή πολιτικών οργανώσεων, όπου η φωνή τους χάνεται και ποτέ δεν φτάνει στο στόχο της, παρά μόνο ως αίσθηση ενός ενδιάμεσου στελέχους.

Εδώ ίσως είναι απαραίτητη μια διευκρίνιση. Οι εξελίξεις αυτές δεν αφορούν στον ίδιο βαθμό όλες τις ηλικίες. Αφορούν βασικά τις νέες γενιές και τα δυναμικά στρώματα της κοινωνίας. Αυτά δηλαδή που εξασφάλισαν το εκλογικό εκτόπισμα του ΣΥΡΙΖΑ, που σήκωσαν το βάρος της αντιπληροφόρησης στον ακήρυχτο πόλεμο της ενημέρωσης μεταξύ socialmedia και massmedia (κανάλια, εφημερίδες), που βοήθησαν το ΣΥΡΙΖΑ να μετατρέψει την κινηματική του συνέπεια σε εκλογική νίκη, που αποτελούν την καλή έξωθεν μαρτυρία της χώρας και τη δυνατότητά της να ανασυγκροτηθεί παραγωγικά. Παρόλα αυτά στα ενδιάμεσα σώματα του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχούν συντριπτικά οι μεγάλες ηλικίες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται το παράδοξο που έχω υποδείξει και πριν τις εκλογές του Γενάρη 2015: «ψηφίζειν μέχρι τα 40, ψηφίζεσθαι από κει και πάνω» (με εξαιρέσεις φυσικά). Πώς είναι δυνατόν να πιστεύουν κάποιοι και κάποιες ότι σε περίοδο γενικευμένης κρίσης αντιπροσώπευσης αυτό το κόμμα μπορεί να μετατραπεί σε νεανικό και ανοιχτό; Όσο ηγούνται οι παλιές γενιές και παίρνουν αποφάσεις για τις νέες γενιές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει την τύχη του συνδικαλιστικού κινήματος, όπου οι παλιότεροι εργαζόμενοι καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000 καταδίκασαν τις νέες γενιές εργαζομένων να υποστούν τις επιπτώσεις από τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις για να γλυτώσουν οι ίδιες από αυτή τη μέγγενη.

Κρίση αντιπροσώπευσης την εποχή του διαδικτύου δε σημαίνει λοιπόν ότι δε θέλω αυτόν για αντιπρόσωπο αλλά θέλω αυτήν. Σημαίνει ότι δε θέλω να με αντιπροσωπεύει κανένας. Θέλω να συμμετέχω αυτοπροσώπως σε οριζόντιες δομές. Η οριζοντιότητα, όμως, έπαψε να αποτελεί μέριμνα για το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο το γεγονός ότι αποτελεί ένα από τα εμφανή αιτήματα των κινημάτων και των νέων ανθρώπων της εποχής μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στις παλιές και γνώριμες οργανωτικές μορφές, γνώριμες στους παλιούς και γνώριμους. Το παλιό DNA δε φαίνεται να δέχεται επανακωδικοποίηση. Οι αριστεροί/ες σαν άτομα, ειδικά οι νέοι και οι νέες, επικοινωνούν με άλλους κώδικες πλέον, τη στιγμή που οι πολιτικοί τους φορείς εμμένουν σε πείσμα των καιρών στους παλιούς.

Έγραφα παλιότερα, με αφορμή την αποτυχία της δημοκρατικής επανάστασης στην Αίγυπτο, ότι δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς δημοκράτες. Ομοίως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ανανέωση, όταν στριμώχνεται τόσος κόσμος στην επετηρίδα για να γίνει κάποια στιγμή κομισάριος. Όταν όλοι οι παλιοί μαζεύονται για να πουν ότι χρειάζεται ανανέωση, δεν έχει καμία σημασία τι λένε, μιας και λείπουν όλοι/ες όσοι/ες θα μπορούσαν να την πραγματοποιήσουν αυτή την αλλαγή. «Τα γέρικα σκυλιά δε μαθαίνουν καινούργια κόλπα». Τα λόγια αυτά μπορεί να είναι σκληρά (ίσως και άδικα για κάποιους/ες), όμως θεωρώ πως κουβαλούν την αίσθηση του κατεπείγοντος.

Ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας», διατυπωμένος εδώ και 100 χρόνια από τον Robert Michels, ακόμα ταλανίζει τα μαζικά κόμματα και τις οργανώσεις. Πάρα πολλοί από αυτούς/ές που αποκτούν θέσεις φροντίζουν να αναπαράγονται ως στελέχη και να αναπαράγουν μηχανισμούς για να αναπαράγονται και αυτοί, μέχρι να μην μπορούν να ζήσουν μακριά από αυτές τις θέσεις. Και γίνονται γραφικοί/ες, όταν μιλούν για ένα ανοιχτό και ανανεωμένο κόμμα, ενώ την ίδια στιγμή φροντίζουν να μην αφήνουν ζωτικό χώρο για άλλους/ες, λειτουργώντας σα θυροφύλακες που κάνουν facecontrol, απωθώντας αυτούς που θα έπρεπε να προσπαθούν να προσελκύσουν και αναπαράγοντας την κρίση αντιπροσώπευσης. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται σαφές γιατί οι δομές διαβούλευσης με την κοινωνία και η χρήση των θεματικών δικτύων δεν μπορούν να προωθηθούν χωρίς δυσκολίες: γιατί απλούστατα θα μπορούσαν να αλλάξουν το συσχετισμό δύναμης μεταξύ οργανωμένων και ανοργάνωτων, νέων και παλιών. Γι’ αυτό και επιχειρείται η συνάντηση με το «πραγματικό» κόμμα, τους εκατοντάδες χιλιάδες δραστήριους προοδευτικούς Έλληνες και Ελληνίδες που θέλουν ν’ αλλάξουν τα πράγματα, μόνο μέσα από ασύνδετες πρωτοβουλίες σε κυβερνητικό επίπεδο.

 

Τα βαρίδια της ηγεσίας

Ένα κόμμα που θέλει να είναι κόμμα των μελών του κάνει όλο και πιο ευδιάκριτα βήματα προς τη μετατροπή του σε αρχηγικό κόμμα. Ένα κόμμα που διεκδικεί αποφασιστικό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας κάνει όλο και πιο αποφασιστικές αναδιπλώσεις σε ρόλους υποστηρικτικούς και συμπληρωματικούς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, το κόμμα δε λειτούργησε με τη δικαιολογία (από την πλευρά της ηγεσίας) ότι αφενός δεν υπήρχε χρόνος λόγω έκτακτων συνθηκών και αφετέρου η διάσταση μεταξύ κόμματος και κυβέρνησης θα τορπίλιζε τις προσπάθειες της ελληνικής πλευράς. Αυτή είναι η γενικότερη δικαιολογία.

Προσωπικά συμμερίζομαι τις εν λόγω αιτιάσεις. Ωστόσο, ανακύπτουν ορισμένες απορίες. Πότε πρέπει να παρέμβει το κόμμα, αν όχι στις κρίσιμες καταστάσεις; Στα δευτερεύοντα ζητήματα; Πότε θα πάψουν να είναι οι συνθήκες έκτακτες, δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε κρίση και μετάβαση; Ποτέ; Αφήνω δε ασχολίαστη την έξη κάθε ηγεσίας να ισχυρίζεται ότι οι συνθήκες είναι έκτακτες και δεν υπάρχει χρόνος, προκειμένου να αποφασίζει χωρίς δημοκρατική διαβούλευση. Μένω απλώς στο προφανές: εάν ισχυριστούμε όσα οι ηγεσίες συνηθίζουν να ισχυρίζονται για το χρόνο και τις συνθήκες, δεν μένει πρακτικά κανένας σημαντικός ρόλος για το κόμμα, ούτε τώρα ούτε ποτέ. Έτσι φτάνουμε να παραιτούμαστε ακόμα και από το «ο λαός οδηγεί τους οδηγητές του» (Michelet). Και μη χειρότερα, θα μου πείτε: «ο λαός είναι μεν κυρίαρχος, αλλά όχι και αλάνθαστος» (Γεώργιος Παπανδρέου, και όχι μόνο αυτός). Όταν η ηγεσία δεν αλλάζει τις αποφάσεις της ακόμα και όταν τα μέλη της το υποδεικνύουν, αλλά τα μέλη οφείλουν να αλλάζουν τις αποφάσεις τους, όταν τους το υποδεικνύει η ηγεσία (γιατί δεν κατάλαβαν), τότε το κόμμα λέγεται «αρχηγικό», όχι «κόμμα μελών». Και δεν προσελκύει μέλη, αλλά κλακαδόρους του αρχηγού.

Ο καθένας λοιπόν έχει τις δικές του ευθύνες. Ξεκίνησα από τη βάση, προχώρησα στα ενδιάμεσα σώματα και κατέληξα στην ηγεσία. Οι πρωτοβουλίες όμως για αλλαγή μπορούν να ξεκινήσουν από οπουδήποτε και να συναντηθούν στη συνέχεια. Αρκεί απλώς να εγκαταλείψουμε αυτό που στην κοινωνική ψυχολογία ονομάζουμε «θεμελιώδες σφάλμα»: τα σωστά οφείλονται σε μένα και τα λάθη στους άλλους/ες.

 

O Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης

Πηγή: Η Αυγή