Μια παλιά παμπ είναι ό,τι απόμεινε από μια μικρή βρετανική κωμόπολη στην οποία πριν από 30 χρόνια υπήρχε μια ακμάζουσα κοινότητα ανθρακωρύχων. Σήμερα πλέον κυριαρχούν η παρακμή, η φτώχεια και η ανεργία. Ο Τι Τζέι Μπαλαντάιν, ο ιδιοκτήτης της παμπ «H παλιά βελανιδιά», παλεύει με νύχια και με δόντια να την κρατήσει ανοιχτή, καθώς αποτελεί τον μοναδικό δημόσιο χώρο που έχει απομείνει και αποτελεί σημείο συνάντησης των κατοίκων. Όταν μια ομάδα προσφύγων από τη Συρία έρχεται για να εγκατασταθεί εκεί, μια σημαντική μερίδα κατοίκων δεν θα δει με θετικό μάτι την άφιξή τους. Κάποιοι άλλοι όμως, όχι μόνον τους καλοδέχονται αλλά συμμετέχουν ενεργά στο κίνημα αλληλεγγύης. Ανάμεσά τους και ο Τι Τζέι, ο οποίος μάλιστα θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη φιλική σχέση με τη νεαρή Γιάρα, που έχει φτάσει στην Αγγλία με τη μητέρα και τα αδέλφια της, ενώ ο πατέρας της είναι φυλακισμένος από το καθεστώς Άσαντ. Και ενώ η κοινότητα είναι διχασμένη ο Τι Τζέι μαζί με κάποιους άλλους αλληλέγγυους αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια κοινή κουζίνα σε έναν αχρησιμοποίητο χώρο της παμπ, ώστε οι ντόπιοι και οι πρόσφυγες να έρθουν πιο κοντά. Αυτό όμως σε κάποιους δεν αρέσει.
Βλέποντας την ταινία του Κεν Λόουτς «Η τελευταία παμπ» (The old oak) αντιλαμβάνεσαι δύο πράγματα. Το πρώτο, τι σημαίνει πολιτικός-κοινωνικός κινηματογράφος και το δεύτερο, τι σημαίνει μαρξιστής σκηνοθέτης. Γιατί ο Λόουτς δεν παραμένει απλώς στην ανθρωπιστική προσέγγιση του θέματός του. Δεν αρκείται στην ευαίσθητη κοινωνική ματιά αναφορικά με το προσφυγικό ζήτημα. Προχωρά ακόμη πιο πολύ, ακόμη πιο βαθιά. Αποκαλύπτει τις κοινωνικές ανισότητες στην πατρίδα του, τα ερείπια που άφησε πίσω της η διακυβέρνηση της Θάτσερ και των επιγόνων της. Ό,τι ακολούθησε την ήττα σε εθνική κλίμακα του εργατικού κινήματος και ιδίως του κινήματος των ανθρακωρύχων. Και το πώς οι απλοί άνθρωποι έχοντας χάσει την περηφάνια και την αυτοπεποίθησή τους, χάνουν σιγά-σιγά και την ταξική τους συνείδηση και οδηγούνται σε ακροδεξιές απόψεις φορτώνοντας την ευθύνη για την κατάντια τους σε εκείνους που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα από αυτούς.
Η διεισδυτική ματιά του Κεν Λόουτς δεν επιτρέπει ευκολίες και αφορισμούς. Δεν υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί αλλά οι άνθρωποι και οι συνθήκες. Και όπως οι πρόσφυγες δεν έρχονται στον ευρωπαϊκό παράδεισο, ούτε η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο αλλά ζει στη νεοφιλελεύθερη κόλαση.
Μη νομίζετε όμως πως κάπου εδώ όλα τελειώνουν. Δεν θα μπορούσε ένας κομμουνιστής να περιοριστεί στη διαπίστωση και την καταγγελία. Αλλά συνεχίζει, πηγαίνει παραπέρα, προτείνει διέξοδο. Και επειδή δεν είναι μαξιμαλιστής, δεν προτείνει την έφοδο στον ουρανό ούτε την αναμονή της ωρίμανσης. Αλλά την αμεσότητα της αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας, η δύναμη της αντίστασης που βοηθά να ξεπεραστούν οι δυσκολίες και οι άνθρωποι να βρεθούν μαζί. Βρετανοί και Σύριοι, εργάτες και άνεργοι, άνδρες και γυναίκες. Και να οργανώσουν τους πυρήνες εκείνους που έχουν ως στόχο το τρίπτυχο σύνθημα των ανθρακωρύχων: Δύναμη-Αλληλεγγύη-Αντίσταση.
Αυτός είναι ο Κεν Λόουτς. Ο σκηνοθέτης που μπαίνει βαθιά μέσα στα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα. Που κινηματογραφεί την πραγματικότητα, που κάνει το ντοκιμαντέρ μυθοπλασία και τούμπαλιν. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς δίνοντάς τους τη δυνατότητα να ανακαλύψουν οι ίδιοι τον τρόπο που θα εκφραστούν.
Ο 87χρονος Κεν Λόουτς σκηνοθετεί με απόλυτο ρεαλισμό, χωρίς μισόλογα. Η θέση του είναι ξεκάθαρη όπως σε όλες τις ταινίες του. Και φυσικά με την Τελευταία παμπ, την τελευταία πιθανόν ταινία του, κατά δική του δήλωση, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό.
Στράτος Κερσανίδης