Η πολύχρονη στεγαστική κρίση –αποτέλεσμα αρκετών παθογενειών του οικονομικού μοντέλου της χώρας– παραμένει κυρίαρχο πρόβλημα. Η τελευταία έκθεση της Alpha Bank διαπιστώνει πως οι ενοικιαστές ακινήτων δαπανούν από 30% έως 60% του εισοδήματός τους για το «δικαίωμα στη στέγη». Η ίδια έκθεση, μεταξύ πολλών άλλων, καταδεικνύει πως το κόστος στέγασης αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από την αύξηση των εισοδημάτων. Εν καιρώ πολύχρονης πληθωριστικής ακρίβειας η κατάσταση οξύνεται.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες ινστιτούτων και τραπεζικών ομίλων, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα έχει μειωθεί άρδην σε σχέση με το προ κρίσης παρελθόν, δεδομένο που ανατρέπει ένα δομικό χαρακτηριστικό του μεταπολιτευτικού κοινωνικού ιστού. Η κρίση στέγης συμπυκνώνει οικονομικές πολιτικές των τελευταίων χρόνων και δεν θα απεμπλακούμε εύκολα από αυτήν τη στρέβλωση εάν δεν υπάρξει «δέσμη μέτρων» και ολιστικό σχέδιο.
Τα χρόνια της δημοσιονομικής ύφεσης, οι οικοδομικές δραστηριότητες είχαν μηδενιστεί. Παράλληλα, εκτινάχθηκε το ποσοστό της βραχυχρόνιας μίσθωσης, μαζί με τα πολλαπλά ρεκόρ του τουρισμού. Σήμερα, τα τουριστικά αστικά κέντρα και τα νησιά καταγράφουν μεγαλύτερη ζήτηση όλο το χρόνο, αλλά διαθέτουν γερασμένα κτίρια και ένα δεκαετές «κενό» οικοδομικής δραστηριότητας. Καθοριστικής σημασίας και η κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, το 2012, που έχει «παγώσει» όποια περιθώρια κρατικής παρέμβασης υπήρχαν προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν έχει καταφέρει να περιορίσει το στεγαστικό πρόβλημα. Αντιθέτως, ορισμένες πολιτικές της τροφοδότησαν τη στεγαστική κρίση και όξυναν την κατάσταση. Ο νέος πτωχευτικός κώδικας οδήγησε στην αύξηση των πλειστηριασμών και στην ασύδοτη δράση των funds που διαχειρίζονται χιλιάδες «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια. Σήμερα, σημαντικό ποσοστό των «άδειων σπιτιών», όπως τα λέμε, ανήκουν σε servicers. Είναι γνωστό, επίσης, πως εταιρείες διαχείρισης δανείων ασκούν πιέσεις σε δανειολήπτες, προκειμένου να βγει «συναινετικά» το σπίτι προς πώληση και να διατεθεί στην αγορά, με μοναδικό στόχο το μεγαλύτερο κέρδος …της εταιρείας.
Επιβαρυντικό και βαθιά αντικοινωνικό αποδείχθηκε και το μέτρο της golden visa, με το οποίο οι κυβερνήσεις των μνημονίων προσπάθησαν να φέρουν ρευστό στην αγορά. Αποτέλεσμα ήταν να εξαγοραστούν «κοψοχρονιά» ολόκληρες γειτονιές της πρωτεύουσας, τα σπίτια των οποίων τώρα ανήκουν σε κεφαλαιούχους του εξωτερικού και τα διαχειρίζονται real estate γραφεία, αλλάζοντας πλήρως τη σχέση σπιτονοικοκύρη και ενοικιαστή. Οι ξένοι επενδυτές ενίοτε πουλάνε τα ακίνητα, λίγα χρόνια μετά, σε υπερπολλαπλάσια τιμή και φεύγουν από την ελληνική αγορά έχοντας κάνει μία πολύ κερδοφόρα «ξεπέτα».
Κυβερνητικές, πομπώδεις εξαγγελίες για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης ήταν και τα προγράμματα «Σπίτι μου 1» και «Σπίτι μου 2», το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη. Το μέγεθος της ζήτησης φανερώθηκε εξαρχής με το ρεκόρ αιτήσεων σε μία διαδικασία περιορισμένων αποθεμάτων. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, στις τράπεζες έχουν ήδη κατατεθεί πάνω από 100.000 αιτήσεις –χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα εγκριθούν και θα προχωρήσουν στο επόμενο βήμα ή πως υπάρχει ακίνητο για να διατεθεί.
Αρχικά, τα κριτήρια επιλεξιμότητας ακινήτων που μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» αφήνουν εκτός πολλά νέα κτίρια, προμοτάροντας τα παλιότερα, συχνά σε περιοχές ήδη χωροταξικά και περιβαλλοντικά επιβαρυμένες.
Ο τρόπος που η κυβέρνηση ανακοίνωσε το πρόγραμμα εν μέσω πληθωριστικής κρίσης, συνέβαλε στην περαιτέρω άνοδο των τιμών. Επί της ουσίας αυξήθηκε η ζήτηση χωρίς να αυξηθεί αντίστοιχα και η προσφορά ακινήτων. Άρα, δημιουργήθηκαν «ιδανικές» συνθήκες για όσους ψάχνουν μεγαλύτερο κέρδος. Πολλά παλιά σπίτια, λοιπόν, έχουν καταλήξει να πωλούνται πανάκριβα και με απαραίτητες τις πρόσθετες ανακαινίσεις για να κατοικηθούν αξιοπρεπώς.
Τροχοπέδη καθίσταται και η ηλεκτρονική ταυτότητα κτιρίου –αναγκαία προϋπόθεση για να προχωρήσει η αίτηση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, τα ακίνητα πανελλαδικώς που διαθέτουν ηλεκτρονική ταυτότητα είναι λιγότερα από το 20% του συνόλου, ενώ η διαδικασία για να εκδοθεί η ταυτότητα απαιτεί χρόνο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η μεγάλη ζήτηση και οι πανάκριβες τιμές δεν βοηθούν πρόσωπα με το κατώτατο όριο εισοδήματος που μπορεί να επιθυμούν να απεμπλακούν, επιτέλους, από το «βάσανο» του ενοικίου και τη διαρκή αβεβαιότητα αυτής της συνθήκης. Έχει καταλήξει το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» να είναι προνομιακό πεδίο αναζήτησης κατοικίας για τους πιο ευκατάστατους. Δεν σχεδιάστηκε με ταξική συνείδηση, αλλά με τους κανόνες μιας στρεβλής, στενής αγοράς, μεγάλο μέρος της οποίας επηρεάζουν τα αισχροκερδή «κοράκια» των funds.
Η στέγη σχετίζεται άμεσα με την ποιότητα ζωής κάθε ανθρώπου. Η απουσία ενός κρατικού οργανισμού, όπως ήταν ο ΟΕΚ, περιορίζει τα διαθέσιμα ακίνητα, αλλά και τα «όπλα» του κράτους για να συγκρατήσει πιο χαμηλά και ανταγωνιστικά τις τιμές. Η στεγαστική κρίση είναι η μία όψη ενός αδιέξοδου τραπεζικού μοντέλου και μιας κρατικοδίαιτης «ελεύθερης αγοράς» που είναι αδύνατο να «αυτορυθμιστεί».