Η ολιγοπωλιακή θέση που κατέχουν παίκτες όπως η Google και η Meta στο παγκόσμιο ψηφιακό οικοσύστημα εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους και σε πολιτικό επίπεδο, ιδίως για τη διάδοση της πληροφορίας και τη δημόσια συζήτηση, όπως καταδεικνύει περίτρανα η πρόσφατη κατάσταση στον Καναδά.
Η αλματώδης άνοδος της Google και της Meta από μικρές νεοφυείς επιχειρήσεις σε παγκόσμιους τεχνολογικούς ομίλους μέσα σε δύο δεκαετίες συγκέντρωσε αναπόφευκτα, αν και με μεγάλη καθυστέρησης, την προσοχή των αρχών ανταγωνισμού και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στις ΗΠΑ, ένα κύμα αντιμονοπωλιακών αγωγών, που ξεκίνησε κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ και εντάθηκε υπό τον Μπάιντεν, επιχειρεί τώρα να αμφισβητήσει την κυριαρχία τους και ενδεχομένως να αναδιαμορφώσει το τοπίο της Silicon Valley. Αυτές οι νομικές ενέργειες είναι αποτέλεσμα της διακομματικής συναίνεσης που διαμορφώθηκε σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του 2010 στις ΗΠΑ σχετικά με την υπερβολική δύναμη αυτών των ολιγοπωλιακών κολοσσών. Ωστόσο τα αποτελέσματα τους περιπλέκονται από τον πολιτικό κυνισμό του Τραμπ και τις συνέπειες του εμπορικού πολέμου που έχει κηρύξει
Οι αγωγές κατά της Google
Ένας από τους στόχους αυτής της νομικής επίθεσης είναι η Google, η οποία αντιμετωπίζει δύο μεγάλα μέτωπα. Το πρώτο αφορά την κυριαρχία της στον τομέα της διαδικτυακής αναζήτησης. Μια απόφαση-ορόσημο τον Αύγουστο του 2024 διαπίστωσε ότι η Google διατήρησε παράνομα μονοπώλιο δαπανώντας δισεκατομμύρια δολάρια σε πληρωμές στην Apple και την Samsung για να εξασφαλίσει ότι ήταν η προεπιλεγμένη μηχανή αναζήτησης στα smartphones και τα προγράμματα περιήγησης. Ο δικαστής Amit Mehta κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Google ενήργησε αθέμιτα για να διατηρήσει την κυρίαρχη μονοπώλιακή θέση της.
Η τρέχουσα φάση της δίκης επικεντρώνεται στην αποκατάσταση αυτής της κατάστασης, με το Υπουργείο Δικαιοσύνης (DOJ) να ζητά δραστικά μέτρα, όπως η πώληση του προγράμματος περιήγησης Chrome, που θεωρείται σημαντική πύλη για την αναζήτηση, και ενδεχομένως του λειτουργικού συστήματος Android. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης υποστηρίζει ότι τα μέτρα αυτά είναι απαραίτητα για την αποκατάσταση του ανταγωνισμού σε μια αγορά διαδικτυακής αναζήτησης που θεωρείται ότι βρίσκεται πλήρως υπό τον έλεγχο της Google. Η Google, από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι η επιτυχία της οφείλεται στην ανωτερότητα της μηχανής αναζήτησης που διαθέτει και ότι τα διορθωτικά μέτρα που προτείνει η κυβέρνηση θα ευνοήσουν υπερβολικά τους ανταγωνιστές της. Η εταιρεία του Mountain View ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ασκήσει έφεση κατά της αρχικής απόφασης.
Η δεύτερη σημαντική υπόθεση κατά της Google αφορά στην τεχνολογία της διαδικτυακής διαφήμισης. Τον Απρίλιο του 2025, μια άλλη δικαστική απόφαση έκρινε ότι η Google κατείχε παράνομα μονοπώλια στις αγορές των διακομιστών διαφημίσεων για τους εκδότες (ad servers) και των πλατφορμών ανταλλαγής διαφημίσεων (ad exchange). Η δικαστής Leonie Brinkema διαπίστωσε ότι η συμπεριφορά της Google όχι μόνο είχε καταπνίξει τον ανταγωνισμό, αλλά είχε επίσης βλάψει σημαντικά τους πελάτες της.
Η απόφαση αυτή ανοίγει το δρόμο για μια περαιτέρω ακρόαση για τον καθορισμό διορθωτικών μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την εκποίηση τμημάτων της διαφημιστικής της επιχείρησης, ιδίως του Google Ad Manager, που περιλαμβάνει το AdX και το διακομιστή διαφημίσεων DFP. Η Google ανακοίνωσε επίσης την πρόθεσή της να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής, τονίζοντας παράλληλα ότι κατάφερε να πείσει το δικαστήριο ότι ορισμένα από τα επιχειρήματά της ήταν βάσιμα.
Η υπόθεση κατά της Meta
Ταυτόχρονα με αυτές τις νομικές μάχες κατά της Google, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (FTC) διεξάγει μια έρευνα κατά της Meta, της μητρικής εταιρείας των Facebook, Instagram και WhatsApp. Η έρευνα, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, υποστηρίζει ότι η Meta περιόρισε παράνομα τον ανταγωνισμό στην αγορά των κοινωνικών δικτύων εξαγοράζοντας το Instagram το 2012 και το WhatsApp το 2014. Σύμφωνα με την FTC, η Meta προτίμησε να αγοράσει αυτούς τους δυνητικούς ανταγωνιστές παρά να τους αντιμετωπίσει στην αγορά. Ως αποδεικτικά στοιχεία παρουσιάστηκαν εσωτερικές επικοινωνίες του Μαρκ Ζούκερμπεργκ, οι οποίες αναφέρονταν στην ανάγκη εξουδετέρωσης του Instagram.
Το αποτέλεσμα αυτής της δίκης θα μπορούσε να αναγκάσει τη Meta να πουλήσει το Instagram και το WhatsApp. Η εταιρεία του Μαρκ Ζούκερμπεργκ, από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι οι εξαγορές αυτές ήταν προς όφελος των καταναλωτών και ότι αντιμετωπίζει ήδη σημαντικό ανταγωνισμό από άλλες εφαρμογές όπως το TikTok, το X και το YouTube. Ωστόσο, αυτή η δίκη καταδεικνύει τα όρια του αντιμονοπωλιακού δικαίου καθώς αφορά μια εταιρική εξαγορά που έλαβε χώρα πριν από αρκετά χρόνια, σε μια εποχή που η κοινωνική δικτύωση αποτελούσε σημαντική λειτουργία, ενώ σήμερα η τεχνολογική μάχη έχει μετατοπιστεί στην τεχνητή νοημοσύνη.
Οι πολιτικοί κίνδυνοι του ολιγοπωλίου
Η ολιγοπωλιακή θέση που κατέχουν παίκτες όπως η Google και η Meta στο παγκόσμιο ψηφιακό οικοσύστημα εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους και σε πολιτικό επίπεδο, ιδίως για τη διάδοση της πληροφορίας και τη δημόσια συζήτηση, όπως καταδεικνύει περίτρανα η πρόσφατη κατάσταση στον Καναδά. Η απόφαση της Meta να αποκλείσει την πρόσβαση σε ειδησεογραφικό περιεχόμενο από επαγγελματικά ΜΜΕ στις πλατφόρμες της στο Facebook και το Instagram το 2023, ως απάντηση σε έναν νέο καναδικό νόμο που επιβάλλει φόρο στη δημοσίευση του περιεχομένου τους, είχε άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στο τοπίο πληροφόρησης της χώρας.
Το κενό που δημιουργήθηκε από την απόσυρση των δημοσιογραφικών πηγών αύξησε την επιρροή σελίδων και ομάδων, ιδίως της ακροδεξιάς, όπως η Canada Proud. Η σελίδα αυτή είδε τη δημοτικότητά της να αυξάνεται σημαντικά ενώ δημοσιεύει τακτικά παραπλανητικό περιεχόμενο και παραπληροφόρηση. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η νέα πολιτική του Meta που ανακοίνωσε ο Ζούκερμπεργκ μετά την εκλογή του Τραμπ για εγκατάλειψη του προγράμματος συνεργασίας με επαγγελματίες δημοσιογράφους για την επαλήθευση της πληροφορίας (fact checking), κάτι που αφήνει ελεύθερο χρόνο για τη διόγκωση της παραπληροφόρησης.
Η αμφιθυμία του Τραμπ
Σε αυτό το ήδη πολύπλοκο νομικό πλαίσιο, η κυβέρνηση Τραμπ προσθέτει ένα ακόμη παράγοντα αβεβαιότητας και πολιτικής ασάφειας. Παρόλο που οι οπαδοί του MAGA επιδεικνύουν έντονη εχθρότητα απέναντι στους γίγαντες της Silicon Valley, που θεωρούνται σύμμαχοι του Δημοκρατικού Κόμματος και υπέρμαχοι της “woke” κουλτούρας, ο πρόεδρος Τραμπ φαίνεται να βλέπει αυτές τις αντιμονοπωλιακές υποθέσεις περισσότερο ως διαπραγματευτικό μοχλό πίεσης παρά ως πραγματική ευκαιρία να περιορίσει τη δύναμη τους. Έτσι υπάρχουν συζητήσεις σχετικά με τη χαλάρωση των αντιμονοπωλιακών μέτρων με αντάλλαγμα παραχωρήσεις από τη Meta. Ο σύμβουλος του Τραμπ, Μάικ Ντέιβις, πρότεινε ότι θα ήταν σοφότερο για τον πρόεδρο να περιμένει τις ετυμηγορίες των υποθέσεων αντιτράστ προτού παρέμβει, προκειμένου να μεγιστοποιήσει τη διαπραγματευτική του δύναμη. Αυτή η καιροσκοπική προσέγγιση δημιουργεί κλίμα αβεβαιότητας, καθώς οι προτεραιότητες του Τραμπ παραμένουν ασαφείς. Η απόλυση δύο επιτρόπων της FTC έχει επίσης εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία του οργανισμού και τον κίνδυνο πολιτικής παρέμβασης στις αποφάσεις του. Αυτά συμβαίνουν καθώς ο Τραμπ εκβιάζει την κινεζική εταιρεία ByteDance να πουλήσει τη αμερικανική θυγατρική του TikTok σε συμμάχους του, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα ακόμη περισσότερη συγκέντρωση τεχνολογικής και πολιτικής δύναμης.
Η ευρωπαϊκή προσέγγιση
Η προσέγγιση που υιοθετείται στην Ευρώπη είναι διαφορετική. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες προτιμούν τη λήψη νομικών μέτρων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν στη διάλυση ή την αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων των εν λόγων εταιρειών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επιλέξει την επιβολή σημαντικών προστίμων κατά της Google για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της. Τα πρόστιμα αυτά, συνολικού ύψους αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, αποσκοπούσαν στην τιμωρία των αντιανταγωνιστικών πρακτικών σε βασικούς τομείς όπως η αναζήτηση, το Android και η διαδικτυακή διαφήμιση. Η Google αμφισβήτησε ένα πρόστιμο ρεκόρ ύψους 4,3 δισ. ευρώ για το λειτουργικό της σύστημα Android στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι ουσιαστικά ττιμωρήθηκε για την επιτυχία και την καινοτομία της. Το 2022, η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε την Πράξη για τις Ψηφιακές Αγορές (DMA), ένα ρυθμιστικό εργαλείο που αποσκοπεί στην εποπτεία της συμπεριφοράς των εταιρειών που ορίζονται ως “gatekeepers” σε βασικές αγορές πλατφορμών όπως Google, Apple, Meta, Microsoft και Αmazon.
Η DMA επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις σε αυτούς τους παίκτες, προκειμένου να καταστήσει τις αγορές πιο ανταγωνιστικές και πιο δίκαιες. Μόλις οι κανόνες αυτοί τέθηκαν σε ισχύ τον Μάρτιο του 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε τις πρώτες έρευνες σχετικά με τη μη συμμόρφωσης της Google που αφορούσε την ευνοϊκή μεταχείριση της μηχανής αναζήτησης προς τις άλλες υπηρεσίες της ίδιας εταιρείας και τους περιορισμούς που επιβάλλονται στους προγραμματιστές εφαρμογών στο Google Play. Η ΕΕ έχει επίσης δείξει την αποφασιστικότητά της να δράσει στον τομέα της διαδικτυακής διαφήμισης, με την Google να προσφέρει ακόμη και την πώληση μέρους της επιχείρησής της AdX σε μια προσπάθεια να κλείσει μια αντιμονοπωλιακή έρευνα, προσφορά που θεωρήθηκε ανεπαρκής από τους Ευρωπαίους εκδότες.
Ο εμπορικός πόλεμος πλήττει τα μέτρα της ΕΕ
Αυτές οι ευρωπαϊκές ενέργειες καταδεικνύουν την επιθυμία της Ευρώπης να διεκδικήσει την ψηφιακή της κυριαρχία και να προωθήσει έναν πιο ισορροπημένο ανταγωνισμό απέναντι στην κυριαρχία των αμερικανικών κολοσσών. Αν και οι προσεγγίσεις διαφέρουν, με τις ΗΠΑ να προτιμούν τα αντιμονοπωλιακά μέτρα και την Ευρώπη την εκ των προτέρων ρύθμιση μέσω της DMA, ο κοινός στόχος είναι να περιοριστεί η ισχύς των Big Tech και να προωθηθεί ένα πιο ανταγωνιστικό ψηφιακό οικοσύστημα, παρά τις διατλαντικές εντάσεις που μπορεί να προκαλέσουν οι πρωτοβουλίες αυτές.
Ωστόσο, οι δράσεις αυτές περιπλέκονται από τον εμπορικό πόλεμο που εξαπέλυσε ο Τραμπ. Τον Φεβρουάριο του 2025, για παράδειγμα, ο Λευκός Οίκος δημοσίευσε ένα μνημόνιο με τίτλο «Υπεράσπιση των αμερικανικών εταιρειών και των καινοτόμων από τους υπερπόντιους εκβιασμούς και τα αθέμιτα πρόστιμα και κυρώσεις» (Defending American Companies and Innovators From Overseas Extortion and Unfair Fines and Penalties), το οποίο αμφισβητεί τα ευρωπαϊκά αντιμονοπωλιακά και ρυθμιστικά μέτρα κατά των αμερικανικών εταιρειών. Σύμφωνα με την κυβέρνηση Τραμπ, οι κανόνες της ΕΕ ισοδυναμούν με μη δασμολογικούς περιορισμούς και αθέμιτη μεταχείριση των αμερικανικών εταιρειών και παρεμβαίνουν στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Στο μνημόνιο τονίζεται ότι η Ουάσινγκτον δεν θα διστάσει να επιβάλει δασμούς και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για τον μετριασμό της ζημίας που προκαλείται στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατά την άποψη της ΕΕ, τέτοιες ενέργειες θα ισοδυναμούσαν με οικονομικό εξαναγκασμό και θα παραβίαζαν τη νομοθετική της κυριαρχία να αποφασίζει υπό ποιους όρους θα προσφέρονται υπηρεσίες στο ευρωπαϊκό έδαφος. Το 2022, πιθανότατα εν όψει μιας πιθανής δεύτερης προεδρίας Τραμπ, η ΕΕ θέσπισε το λεγόμενο «μέτρο κατά του εξαναγκασμού» (Anti-Coercion Instrument ACI) , το οποίο επιτρέπει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επιβάλει ένα ευρύ φάσμα «αντίποινων», συμπεριλαμβανομένων δασμών και περιορισμών στις εισαγωγές, τις εξαγωγές, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, τις άμεσες ξένες επενδύσεις και την πρόσβαση σε δημόσιες συμβάσεις. Τέτοια αντίποινα θα μπορούσαν να επιβληθούν στις ψηφιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ.