Macro

Στόχος η σύνδεση με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας

Επτά χρόνια μετά την ψήφιση του πρώτου νόμου 4019/11 για την κοινωνική οικονομία και σχεδόν δύο χρόνια μετά την ψήφιση του ισχύοντος νόμου 4430/16, τα στοιχεία της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας (ΚΑΛΟ) παραμένουν απογοητευτικά.
Με στοιχεία του αρμόδιου υπουργείου (26/2/2018), 656 φορείς φαίνεται να έχουν οριστική βεβαίωση εγγραφής στο μητρώο κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Από αυτούς δεν γνωρίζουμε πόσοι έχουν κύκλο εργασιών, σε τι μέγεθος και σε ποια αντικείμενα. Κάποιοι, όμως, αυτοοργανωθήκαμε, γνωριστήκαμε με σκοπό να δημιουργήσουμε δίκτυα και συστάδες (clusters) για να καταστεί δυνατόν η κοινωνική και συνεργατική οικονομία να κάνει τα απαραίτητα βήματα στην κατεύθυνση της δημιουργίας βιώσιμων και επιδραστικών, στο σύνολο της οικονομίας, επιχειρηματικών σχημάτων.

«Μοδούσα»: Από 9 γίναμε 70

Πίσω από την πραγματική κοινωνική οικονομία, βρίσκονται άνθρωποι με τις αγωνίες τους και τις απόψεις τους. Άνθρωποι που προσπαθούν να κάνουν το όραμά τους πραγματικότητα.
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αυτών αποτελεί η «Μοδούσα Κοιν.Σ.Επ.», με έδρα τη Λέσβο, που δραστηριοποιείται στο χώρο της πρωτογενούς παραγωγής και της εμπορίας τοπικών αγροτικών προϊόντων. «Φτάνοντας κανείς στη Λέσβο, και αρχίζοντας την εξερεύνηση με κατεύθυνση είτε το Βορρά είτε το Νότο, θα εκπλαγεί από τον τεράστιο ελαιώνα που θα συναντήσει. Υπολογίζεται σε περίπου 11 εκατομμύρια ελαιόδεντρα. Στο 90% ο ελαιώνας είναι ξερικός και στην πλειοψηφία του ημιορεινός. Για να συγκρατηθεί το λίγο έδαφος που απαιτεί η ελιά, στις βουνοπλαγιές οι πρόγονοι μας έκαναν ξερολιθιές και μπόλιασαν τις αγριλιές. Τα λιόδεντρα τα λέμε μποξάδες, τις ελιές που μαζεύουμε τις μετράμε με μόδια, γιατί οι ελιές μας είναι αιώνων, όταν ακόμα μονάδα μέτρησης είχαν το μόδιον και Μοδούσα είναι το δένδρο που θα μας δώσει καρπό ένα μόδι (640 κιλά)», περιγράφει ο Κώστας Αρτακιανός, πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής, για το πώς πήρε το όνομά του το εγχείρημα.
Η «Μοδούσα» ιδρύθηκε το 2014 από 9 συνεταίρους, με σκοπό να αναδείξουν τις ιδιαίτερες ομορφιές του ελαιώνα, το μοναδικό -με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά- ελαιόλαδο της Μυτιλήνης και τα αυτοφυή φαρμακευτικά αρωματικά φυτά που συνυπάρχουν μαζί με τις ελιές. «Για να πετύχει η προσπάθεια, πρέπει να ενεργοποιηθεί η τοπική κοινωνία. Στα τέσσερα χρόνια λειτουργίας καταφέραμε να πείσουμε άλλους 70 συντοπίτες μας», εξηγεί ο πρόεδρος και προσθέτει: «Καταφέραμε να τυποποιούμε και να πουλάμε εμείς το προϊόν μας. Νοικιάσαμε ένα μεγάλο βιομηχανικό χώρο και εκεί στήσαμε και λειτουργούμε το πρατήριο Μοδούσα, για να προωθούμε τοπικά, συνεταιριστικά, ελληνικά προϊόντα και σε λίγες μέρες θα εγκαινιάσουμε το δικό μας τυποποιητήριο».
Επιδίωξη της Μοδούσας είναι φέτος να διοργανώσουν ένα φεστιβάλ ελιάς για την καλύτερη προώθηση των σκοπών τους, και να αναλάβουν τη διαχείριση ενός εγκαταλελειμμένου κτήματος του δημοσίου, με στόχο την επιμόρφωση των αγροτών σε καλές καλλιεργητικές πρακτικές. Τα κέρδη από τη διαχείριση του κτήματος πρόκειται να διανεμηθούν σε άπορες οικογένειες της περιοχής.
«Το συμπέρασμα μετά από τέσσερα χρόνια είναι ότι κανένας δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Δύσκολα συνεργαζόμαστε, όμως -εφόσον υπάρχει κοινό συμφέρον- το επόμενο βήμα είναι η απόκτηση εμπιστοσύνης. Αυτό το πετύχαμε με τακτικές ανοικτές συναντήσεις, συνεχή απολογισμό, συμμετοχή και ομοφωνία στις αποφάσεις. Βάλαμε λίγο πίσω το εγώ μας και προσπαθούμε να ακούμε. Και το σύνθημα μας είναι «κρατάμε αυτά που μας ενώνουν και πετάμε αυτά που μας χωρίζουν»», σύμφωνα με τον Κώστα Αρτακιανό.

Αγροδιατροφικός τομέας: κοιμώμενος γίγαντας

Από έναν άλλο ελαιοπαραγωγό νομό, ο Γιώργος Κόκκινος, πρόεδρος της ομάδας παραγωγών πιστοποιημένων αγροτικών προϊόντων Νηλέας, με έδρα την Χώρα Μεσσηνίας, και μέλος της Φιλόεργος Κοιν.Σ.Επ., καταθέτει τις απόψεις του σχετικά με την ωριμότητα που του δίνει η πολύχρονη ενασχόλησή του με την πρωτογενή παραγωγή και τα προβλήματά της: «Ο αγροδιατροφικός τομέας θεωρείται από πολλούς ειδικούς ο κοιμώμενος γίγαντας της ελληνικής οικονομίας, λόγω της υψηλής ποιότητας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών. Η ποιότητα αποδίδεται στα υψηλά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων χάρη στη συγκεκριμένη γεωγραφική θέση και στις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν. Δηλαδή αυτή είναι μια «προίκα» που έχουμε ως κάτοικοι αυτού του τόπου χωρίς να έχει χρειαστεί να κάνουμε κάτι. Στις σημερινές συνθήκες, όμως, αυτό δεν αρκεί. Ο σύγχρονος τρόπος που λειτουργούν οι αγορές χρειάζεται περισσότερα πράγματα από τη γεύση, για να εξασφαλιστεί η διακίνηση των προϊόντων».
Αναλύει δε γιατί οι επιδόσεις του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα δεν είναι ανάλογες των προσδοκιών. Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό οφείλεται:
1. Στην έλλειψη οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής και της διασύνδεσης με το χώρο της μεταποίησης και εμπορίας
2. Στο μικρό μέγεθος των ελληνικών μεταποιητικών και εμπορικών επιχειρήσεων
3. Στην αδυναμία χάραξης εθνικής στρατηγικής στον αγροδιατροφικό τομέα
Πίσω από τις πρώτες δυο αδυναμίες υπάρχουν πάρα πολλά -μικρά και μεγάλα- χρόνια προβλήματα που ταλανίζουν το χώρο. Τα περισσότερα των οποίων κατά την εκτίμηση του Γιώργου Κόκκινου αφορούν τον αγροτικό τομέα. Επιγραμματικά τα προβλήματα του αγροτικού χώρου συνοψίζονται ως:
1. Μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος
2. Μεγάλη μέση ηλικία του έλληνα αγρότη
3. Ανύπαρκτη εκπαίδευση, με αποτέλεσμα η νέα γενιά να μαθαίνει από την παλαιότερη, ακολουθώντας τα λάθη της και αδυνατώντας να παρακολουθήσει τις τάσεις και εξελίξεις
4. Ανεπαρκείς, υποτυπώδεις και μικρές σε μέγεθος συνεταιριστικές επιχειρήσεις
5. Υποτυπώδης ή και ανύπαρκτη διασύνδεση ερευνητικών ιδρυμάτων με τον πρωτογενή τομέα
«Το παρήγορο είναι ότι μέσα σ΄ αυτή την απογοητευτική εικόνα, υπάρχουν διάσπαρτα φωτεινά παραδείγματα που δείχνουν το δρόμο. Πρόκειται για πολύ μικρές καθετοποιημένες επιχειρήσεις-βιοτεχνίες-οικοτεχνίες, οικογενειακής μορφής συνήθως, που καταφέρνουν να στέκονται και να αγωνίζονται. Αυτό το πετυχαίνουν κυρίως διότι στα πλαίσια της οικογένειας επιτυγχάνεται μια αρμονική συνεργασία και καταμερισμός εργασίας. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, το μικρό μέγεθος μόλις και μετά βίας εξασφαλίζει θέσεις εργασίας για τους απασχολούμενους», σημειώνει ο πρόεδρος της ομάδας παραγωγών.
Από την άλλη, όμως, το μικρό μέγεθος δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα, υπογραμμίζει, όπως:
1. Περιορισμένη πρόσβαση σε κεφάλαια
2. Αδυναμία πρόσβασης σε δίκτυα διανομής
3. Αδυναμία σύγχρονης και αποτελεσματικής οργάνωσης και marketing
4. Αδυναμία εφαρμογής προτύπων στην παραγωγή και μεταποίηση που αποτελούν διαβατήριο για κάποιες αγορές
5. Υψηλό κόστος παραγωγής λόγω μικρής κλίμακας

Λύση οι συνέργειες

Ένα άμεσο και εύλογο ερώτημα που θέτει, είναι πώς θα μπορούσαν αυτές οι επιχειρήσεις να επιλύσουν τα προβλήματα που δημιουργεί το μικρό μέγεθος και να γίνουν σύγχρονες και ανταγωνιστικές, παραμένοντας όμως μικρές μιας και αυτό έχει σημαντικά πλεονεκτήματα, που θα χαθούν σε μια ενδεχόμενη αύξηση του μεγέθους, με παράλληλη αύξηση των κινδύνων.
«Η λύση δεν είναι καινούργια, καινούργια ίσως είναι τα διαθέσιμα εργαλεία, που φαίνεται να αναδύονται μέσα από το χώρο της κοινωνικής και συνεργατικής οικονομίας. Οι στοχευμένες συνέργειες μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να δώσουν λύση σε μια σειρά από προβλήματα που ταλανίζουν τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Οι συνέργειες μπορούν να λειτουργήσουν είτε με συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων, είτε με δημιουργία φορέα που θα αναλάβει αντικείμενα, που αδυνατεί να λειτουργήσει μόνη της η κάθε επιχείρηση προσφέροντας επιπλέον δυνατότητες με μικρό κόστος» επισημαίνει.

Μια ελπιδοφόρος ένωση

Οι απόψεις που παραθέσαμε, είναι μόνο δύο παραδείγματα εκ των δεκάδων που συγκεντρώθηκαν με πρωτοβουλία της Φιλόεργος Κοιν.Σ.Επ. από τη διοργάνωση της έκθεσης κοινωνικής οικονομίας στο Σύνταγμα το Φεβρουάριο, όπου οι συμμετέχοντες δήλωσαν τη διάθεσή τους για συνέργειες και δικτυώσεις με κοινούς στόχους, κοινή οργάνωση, με βάση την επίτευξη αυτών των στόχων και ομαδικότητα-ενεργοποίηση και συμμετοχή των μελών/εταίρων.
Αναμένουμε να γεννηθούν πολλά από αυτή την ένωση, με κεντρικό στόχο τη δημιουργία πανελλήνιου καταναλωτικού συνεταιρισμού, μέσω του οποίου θα συνδεθεί ο χώρος της Κοινωνικής-Συνεργατικής Οικονομίας με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, που ελάχιστες δυνατότητες έχει να έλθει σε επαφή με τα ποιοτικά προϊόντα που παράγονται από τον τρίτο πυλώνα της οικονομίας. Γιατί σε όλη την Ευρώπη πλάι στην ιδιωτική οικονομία και τον κρατικό τομέα συναντάμε την Κοινωνική-Συνεργατική Οικονομία, που κατά μέσω όρο κινείται σε ποσοστά που αντιστοιχούν στο 6,5% του ΑΕΠ, ενώ σε στις χώρες του μεσογειακού Νότου προσεγγίζει το 10-12%, στην χώρα μας το αντίστοιχο ποσοστό είναι 3,5%.

Αθηνά Λιαπίκου, Μάρκος Χαρίτος

Πηγή: Η Εποχή