Macro

Στο Μιλάνο στα χρόνια του Μουσολίνι

Αουγκούστο Ντε Άντζελις «Η δολοφονία του τραπεζίτη», μετάφραση: Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Οκτάνα, 2021
 
Πατέρας του ιταλικού (ή και του μεσογειακού, κατά κάποιους) νουάρ θεωρείται ο Αουγκούστο Ντε Άντζελις. Συγγραφέας και δημοσιογράφος, έγραψε κυρίως τις δεκαετίες του 1930 και στα πρώτα χρόνια του 1940, υπό το φασιστικό καθεστώς δηλαδή, το οποίο έβλεπε πάντα με καχυποψία την αστυνομική λογοτεχνία (επειδή βλάπτει τη νεολαία…), μέχρι «τον Ιούνιο του 1943 [που] απαγόρευσε διά ροπάλου τα αστυνομικά μυθιστορήματα και προχώρησε στην κατάσχεση όσων ήδη κυκλοφορούσαν», όπως διαβάζουμε στον πρόλογο του Κάρλο Λουκαρέλι στην ελληνική έκδοση.
 
«Η δολοφονία του τραπεζίτη», το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα του Ντε Άντζελις, κυκλοφόρησε το 1935 και είναι ένα κλασικό whodunit. Πρωταγωνιστής, ο αστυνόμος Ντε Βιντσέντζι, ένας αστυνομικός που διαβάζει κρυφά λογοτεχνία και κρύβει τα βιβλία ενοχικά στα συρτάρια του, όταν μπαίνουν στο γραφείο του οι συνάδελφοί του, και ο οποίος προσπαθεί με τη σκέψη και το μυαλό του να σπάσει τα μυστικά που κρύβει το έγκλημα. Στο μυθιστόρημα αυτό, ο Ντε Βιτσέντζι βρίσκεται μπροστά σε ένα πολύ παράξενο έγκλημα και σε μια πολύ παράξενη συμπεριφορά του βασικού υπόπτου. Και ενώ αναρωτιέται διαρκώς γιατί αποφάσισε να γίνει αστυνομικός, θα καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει τις κρυφές πλευρές και να αποδείξει ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου όπως φαίνονται από πρώτη ματιά.
 
Αποφεύγοντας άμεσες πολιτικές νύξεις, το μυθιστόρημα αναπτύσσεται δίνοντας έμφαση στους χαρακτήρες, καθώς στην αποκωδικοποίηση κάποιων συμπεριφορών κρύβονται πολλά μυστικά, αλλά και σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που αποτυπώνει πλευρές της ζωής στο Μιλάνο εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
 
Ο Ντε Άντζελις, ως δημοσιογράφος, είχε πάρει συνεντεύξεις από τον Μουσολίνι, οι οποίες με τις ερωτήσεις τους δεν ενθουσίασαν τον δικτάτορα. Το 1943 φυλακίστηκε ως αντιφασίστας και όταν βγήκε από τη φυλακή, τον επόμενο χρόνο, δέχτηκε επίθεση από έναν φασίστα, με αποτέλεσμα να πεθάνει από τα τραύματά του, σε ηλικία 56 ετών.
 
Κώστας Αθανασίου
 
Πηγή: Η Εποχή