Στην πρόσφατη κοινοβουλευτική συζήτηση για το εκλογικό σύστημα, ο υπουργός Επικρατείας, καθηγητής κ. Γεραπετρίτης, αναλώθηκε, αδικώντας τις ικανότητές του, σε μια εμπαθή καταδολίευση των θέσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπέρ της απλής αναλογικής. Δεν γίνεται, άλλωστε, να χαρακτηριστεί διαφορετικά η απόφανσή του περί «θεωρητικού απολιθώματος». Ωστόσο, τα πράγματα δεν φαίνεται να είναι τόσο απλά. Πίσω από την αφοριστική εμμονή και τον διασυρμό της πρότασης υπέρ της απλής αναλογικής έχει συνταχθεί ένα επιχείρημα το οποίο αμφισβητεί την μείζονα προκείμενη εκ της οποίας συνάγεται η αναγκαιότητα για την καθιέρωση του αναλογικού συστήματος. Η εν λόγω αμφισβήτηση, εκ μέρους του κ. υπουργού, καταφαίνεται στη σχετική αποστροφή του λόγου του, ότι, δηλαδή, δεν είναι δυνατόν το εκλογικό ποσοστό να καθορίζει τον αριθμό εδρών. Σύμφωνα με τον κ. υπουργό, το να αντιστοιχεί το ποσοστό ψήφων, όπως καταγράφεται στο εκλογικό αποτέλεσμα, στον αριθμό των εδρών στο Κοινοβούλιο είναι μια αδιανόητη προϋπόθεση.
I
Ωστόσο, καμία προϋπόθεση δεν είναι ανεξάρτητη από τα αποτελέσματά της. Μια προϋπόθεση είναι πάντοτε «για να…» και η προϋπόθεση την οποία ο κ. υπουργός αμφισβήτησε ως αδιανόητη, δηλαδή η αντιστοιχία εκλογικού ποσοστού ψήφων και αριθμού κοινοβουλευτικών εδρών, αμφισβητεί όντως την απλή αναλογική ως αποτέλεσμα αυτής της προϋπόθεσης. Μόνο που δεν πρόκειται για μια απλή παραδοχή, η οποία τίθεται ως προϋπόθεση, αλλά για μια αρχή. Και αυτή δεν είναι άλλη από την αρχή της πολιτικής ισότητας. Αμφισβητώντας, δηλαδή, την ισότητα της ψήφου, αμφισβητεί την ίδια την αρχή της πολιτικής ισότητας. Ας το δούμε, όμως, πιο συγκεκριμένα: η κυβερνητική πρόταση παραβιάζει την αρχή της πολιτικής ισότητας, καταστρατηγώντας την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Αυτό συνάγεται ευθέως -και κατά τρόπο απονομιμοποιητικό της συνταγματικής τάξης, η οποία δεν νοείται χωρίς την αρχή της πολιτικής ισότητας- από την προνομιακή μεταχείριση των αυτοτελών κομμάτων έναντι των κομματικών συνασπισμών, όπως αυτό φαίνεται από την ενίσχυση του αυτοτελούς κόμματος κατά πενήντα έδρες. Αυτό είναι ευθεία βολή κατά του πολιτικού πλουραλισμού, άρα και παραβίαση κύριων αρχών του πολιτικού φιλελευθερισμού, χωρίς τον οποίον δεν υφίσταται κανονιστικό πλαίσιο, ικανό να ρυθμίζει ισοτίμως τη συμμετοχή στον πολιτικό ανταγωνισμό. Από αυτό, όμως, συνάγεται πλήρης παραβίαση της αρχής της ισότητας και για τον ακόλουθο λόγο: η αρχή της ισότητας επιτελεί και ρυθμιστική λειτουργία. Η ισότητα είναι ίση ρύθμιση. Ίση ρύθμιση, όμως, σημαίνει και ίση μεταχείριση. Αυτή η ίση μεταχείριση είναι προϋπόθεση, για να ικανοποιείται και η αρχή της αντιπροσώπευσης και η κοινοβουλευτική αρχή. Η αυτοδυναμία, που εξασφαλίζεται με κάτι περισσότερο από το 1/3 των ψήφων, παραβιάζει την ισότητα της ψήφου. Αυτή η παραβίαση απορρέει από μια όντως αδιανόητη προϋπόθεση: να ενισχύεται το πρώτο κόμμα, απλώς και μόνο επειδή είναι πρώτο και, άρα, ανεξάρτητα από το πόσο απέχει από την αυτοδυναμία. Αυτή η ταυτολογία παραχωρεί ένα αδικαιολόγητο προνόμιο στο πρώτο κόμμα. Αυτό το προνόμιο αντιβαίνει στη δημοκρατική συνταγματική τάξη και παράδοση. Τα προνόμια αντίκεινται στα ίσα δικαιώματα. Συνεπώς, ο βαθμός παραβίασης της ισότητας της ψήφου συναρτάται ευθέως με το μέγεθος της ενίσχυσης του πρώτου κόμματος. Η παρεπόμενη συνέπεια είναι ο περιορισμός των μικρότερων κομμάτων. Αυτός είναι περιορισμός και του πολιτικού πλουραλισμού. Έτσι, ακυρώνεται η αρμονική ισορροπία ανάμεσα στη σύνθεση του Κοινοβουλίου και το εκλογικό σώμα, όπως επιτάσσει η αντιπροσωπευτική και πολυκομματική διάσταση του πολιτεύματος.
II
Είναι λοιπόν φανερό ότι η μείζων διακύβευση είναι η σχέση της ισότητας της ψήφου, καθώς και η καθολικότητά της, με την πολιτική ισότητα και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Εδώ, όμως, θα πρέπει να γίνουν οι αναγκαίες εννοιολογικές διακρίσεις: Εάν αναγάγουμε, προς θεμελίωσή της, την ισότητα της ψήφου στην αρχή της ισότητας, με το γενικό της περιεχόμενο, εν ταυτώ με το να την συνδέσουμε με την αρχή της καθολικότητας της ψήφου, δηλαδή ότι ο καθένας και η καθεμιά έχουμε μία ψήφο, τότε δεχόμαστε ως πιθανό, θεμιτό αποτέλεσμα τη σχετική κάμψη αυτής της αρχής, προς ικανοποίηση του γενικού συμφέροντος, έτσι όπως αυτό διαγιγνώσκεται ερμηνευτικώς κάθε φορά. Αυτή είναι η μία δυνατότητα, που απορρέει από το πώς θα ορίσουμε την έννοια της ισότητας της ψήφου, μέσω της σύνδεσής της με τη γενική αρχή της ισότητας. Αυτήν, για λόγους εννοιολογικής και επιχειρηματολογικής συνοχής, θα πρέπει, τώρα, να την διακρίνουμε από μια άλλη αρχή, η οποία μπορεί να αποτελέσει θεμελιωτική αρχή ως προς την ισότητα της ψήφου, άρα και να καθορίσει αναλόγως τη σημασία της. Αυτή η άλλη αρχή είναι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που αποτελεί και τον πυρήνα της δημοκρατικής αρχής, λογιζομένης ως σύνθεσης ελευθερίας και ισότητας. Συνεπώς, η θεμελίωση της ισότητας της ψήφου στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας θα συνεπαγόταν απόλυτη αριθμητική ισότητα των ψήφων. Από τα παραπάνω συνάγονται, αντιστοίχως, δύο διαφορετικές σημασιολογήσεις της ισότητας της ψήφου. Εάν δεχθούμε τη θέση ότι η ισότητα της ψήφου θεμελιώνεται στην αρχή της ισότητας ως γενικής ισότητας, τότε, κατ’ ανάγκην, δεχόμαστε ότι η ισότητα της ψήφου υπάγεται στην αναλογική ισότητα. Έτσι, όμως, δεχόμαστε, κατ’ ανάγκην πάλι, ότι είναι θεμιτό το να κάμπτεται ο απόλυτος χαρακτήρας της ισότητας της ψήφου, όταν αυτό το επιβάλλουν συγκεκριμένες, δικαιολογημένες σταθμίσεις του επιδιωκόμενου γενικού συμφέροντος, οπότε δικαιολογούνται αντίστοιχες διαφοροποιήσεις και αποκλίσεις από αυτήν. Εάν, τώρα, δεχθούμε τη θέση ότι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας επιτάσσει το να υπαγάγουμε την εκλογική ισότητα στην αριθμητική ισότητα, τότε, κατ’ ανάγκην, θα δεχθούμε και το αναλογικό, εκλογικό σύστημα ως το μόνο ουσιωδώς συμβατό με το δημοκρατικό σύνταγμα και πολίτευμα. Κανένα από τα δύο δεν αναγνωρίζεται ως δημοκρατικό, χωρίς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Εάν λοιπόν δεχθούμε ως προκείμενη του επιχειρήματος την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, τότε αναγκαίως θα συναγάγουμε από αυτήν την απλή αναλογική ως το ουσιωδέστερα προσιδιάζον -προς το δημοκρατικό σύνταγμα- εκλογικό σύστημα.
Ας δούμε, όμως, την πρώτη περίπτωση, δηλαδή το να θεμελιώσουμε την ισότητα της ψήφου στην αρχή της γενικής ισότητας. Σε αυτή την περίπτωση, είναι δυνατόν να υπάρξει συγγνωστή απόκλιση από την αρχή της ισότητας, σύμφωνα με συγκεκριμένες ερμηνευτικές σταθμίσεις του γενικού συμφέροντος, όπως θα ήταν η διασφάλιση της κυβερνησιμότητας. Αυτή δεν επιτυγχάνεται με την παραβίαση της αρχής της αντιπροσώπευσης και της κοινοβουλευτικής αρχής. Η σημασία της έννοιας του γενικού συμφέροντος, καθώς και η επίκλησή του προς δικαιολόγηση διαφοροποιήσεων και αποκλίσεων από τη γενική αρχή της ισότητας, σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε τη συνταγματική ισχύ της έννοιας. Αυτές οι αποκλίσεις δικαιολογούνται, μόνο εάν αναγνωρίζεται ότι συντρέχουν συγκεκριμένοι, ειδικοί λόγοι, αναγόμενοι σε ένα γενικότερο ή υπέρτερο συμφέρον, όπως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα ήταν η επιδιωκόμενη κυβερνητική σταθερότητα. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, δεν συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, διότι το γενικό συμφέρον, εξειδικευόμενο ερμηνευτικώς, σε σχέση με την επίτευξη κυβερνητικής σταθερότητας, δεν υπηρετείται, επειδή η σύνθεση του Κοινοβουλίου δεν θα αντιπροσωπεύει τη σύνθεση του εκλογικού σώματος.
III
Το εριζόμενο λοιπόν θέμα αφορά την ισότητα της ψήφου. Και αυτό το ζήτημα βρίσκεται στον πυρήνα του δημοκρατικού συντάγματος, διότι η ισότητα της ψήφου είναι συνταγματική αρχή. Ως τέτοια, λοιπόν, θα υπάγεται και στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία, ως προς την αρχή της ισότητας της ψήφου, θα λειτουργεί και ως νοηματοδοτική αρχή. Η ισότητα της ψήφου νοηματοδοτείται διά της υπαγωγής της στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και, ως εκ τούτου, έχει και δεοντολογική σημασία, με την έννοια ότι τείνει διαρκώς προς την επίτευξη του μέγιστου δημοκρατικού σκοπού, που δεν είναι άλλος από το να αποτελεί η ισότητα της ψήφου, ως ισοδυναμία της ψήφου, τη συνθήκη που καθιστά δυνατή την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση όλων των πολιτικών δυνάμεων, ακόμη και των πλέον ασθενών. Αυτή είναι η δεοντολογική της διάσταση. Υπάρχει, βεβαίως, και η πραγματική, η οποία έγκειται στο απολύτως καθορισμένο αριθμητικό όριο των κοινοβουλευτικών εδρών. Αυτό, όμως, ούτε μειώνει ούτε και εξασθενεί την κανονιστική -αλλά και βαθιά ιστορική- αξία της ισότητας της ψήφου ως αρχής που αξιώνει την όλο και μεγαλύτερη ισοδυναμία της ψήφου, δηλαδή την όλο και μεγαλύτερη πραγμάτωση της δημοκρατικής συνθήκης. Συνεπώς, η εγγυητική εξασφάλιση της αρχής της ισότητας της ψήφου είναι εκ των ων ουκ άνευ. Επιπλέον, η ίδια η αρχή της ισότητας της ψήφου είναι συμφυής προς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, που είναι και η νοηματοδοτική της συνθήκη.
Με βάση τα παραπάνω, ας επιστρέψουμε στο υπό διακύβευση κοινοβουλευτικό ζήτημα και τον χαρακτηρισμό της ισότητας της ψήφου ως αδιανόητης προϋπόθεσης από τον υπουργό Επικρατείας. Καταρχήν, δεν μπορεί παρά να είναι συζητήσιμη οποιαδήποτε πρόταση και θέση υπέρ της αποδοχής μιας θεμιτής απόκλισης από την αρχή της ισότητας της ψήφου. Το ζήτημα είναι, όμως, υπό ποια προϋπόθεση μπορεί να προταθεί μια τέτοια απόκλιση και με ποιο επιχείρημα μπορεί αυτή να δικαιολογηθεί ως θεμιτή. Τέτοια προϋπόθεση είναι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, στο πεδίο της οποίας νοηματοδοτείται και η αρχή της ισότητας της ψήφου ως διεκδικούμενης ισοδυναμίας της ψήφου. Συνεπώς, το επιχείρημα που θα δικαιολογούσε απόκλιση από την αρχή της ισότητας θα έπρεπε να μπορεί να δικαιολογήσει πρωτίστως ότι μια τέτοια πρόταση δεν αντιβαίνει στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Και αυτό, διότι, εφόσον η αρχή της ισότητας της ψήφου υπάγεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, από την οποία αντλεί και το νόημά της, αυτή η σύμφυση των δύο αρχών επιφέρει ένα απροσμάχητης ισχύος αποδεικτικό στοιχείο υπέρ της αδιαμφισβήτητης διασφάλισης της αρχής της ισότητας της ψήφου. Ως εκ τούτου, κάθε πρόταση για απόκλιση από αυτή την αρχή υπέχει την υποχρέωση, έναντι της συνταγματικής, δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής τάξης, να προβεί στην πλήρη -συνταγματική και πολιτική- θεμελίωση και δικαιολογητική στήριξη των λόγων που καθιστούν θεμιτή την προτεινόμενη απόκλιση. Στην αντίθετη περίπτωση, όχι μόνο αντιβαίνει προς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά και την προσβάλλει -με την έννοια ότι την πλήττει- και μάλιστα ως έκφραση και της αντιπροσωπευτικής και της κοινοβουλευτικής αρχής, άρα και του ίδιου του πολιτικού πλουραλισμού.
Τώρα, μπορούμε να δούμε πιο καθαρά τι ακριβώς διακυβεύτηκε στην πρόσφατη κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για το εκλογικό σύστημα: Η πραγματική αδιανόητη προϋπόθεση, που γι’ αυτό δεν την διανοήθηκε ο υπουργός Επικρατείας, είναι ότι αυτή η σχέση, ανάμεσα στην αρχή της ισότητας της ψήφου και της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, καθιστά την απλή αναλογική ως το πλέον αρμόζον, προς τη συνταγματική τάξη και τις αρχές του πολιτεύματος, εκλογικό σύστημα. Σαφώς και δεν είναι το μόνο λειτουργικό. Είναι, όμως, το μόνο που επιτρέπει τη νοηματική πληρότητα της αρχής της ισότητας της ψήφου. Είναι επίσης το μόνο υπέρ του οποίου συνηγορεί το προαναφερθέν απροσμάχητο αποδεικτικό στοιχείο, όπως αυτό προκύπτει από την εγγραφή της αρχής της ισότητας της ψήφου στο εννοιολογικό και κανονιστικό πεδίο της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Και είναι και το μόνο που συστοιχεί πλήρως στην αξίωση να ικανοποιείται η συνθήκη της αριθμητικής σχέσης ψήφων και εδρών, ώστε να εναρμονίζονται, άρα και να επιτυγχάνεται, διά της αναλογικής εκπροσώπησης των κομμάτων, η ικανοποίηση της αντιπροσωπευτικής αρχής. Το αναλογικό σύστημα είναι το πλέον καλώς συνταιριασμένο και προς τη δημοκρατική και προς την αντιπροσωπευτική αρχή.
Τώρα λοιπόν φτάνουμε στην πραγματικά αδιανόητη, για τον υπουργό Επικρατείας, προϋπόθεση: δηλαδή ότι μπορεί η απλή αναλογική να είναι όλα τα παραπάνω, χωρίς να είναι το μόνο θεμιτό εκλογικό σύστημα. Συνεπώς, θα είναι δυνατόν να προταθεί και κάποιο άλλο εκλογικό σύστημα, όπως αυτό που πρότεινε η κυβέρνηση, το οποίο να συνιστά απόκλιση από την αρχή της πολιτικής ισότητας. Αυτή η πρόταση, όμως, θα πρέπει να στηρίζεται σε επαρκώς ισχυρούς δικαιολογητικούς λόγους, οι οποίοι να εξαρτώνται από τις θεμελιώδεις αξιακές και οργανωτικές αρχές του δημοκρατικού, κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος. Αυτή είναι η πραγματικά αδιανόητη προϋπόθεση για τον κ. υπουργό Επικρατείας και το κόμμα του, το οποίο, αντί να εξελιχθεί σε μια πολιτικά φιλελεύθερη και ρεπουμπλικανικά δημοκρατική Κεντροδεξιά -αναγκαία και χρήσιμη για τη χώρα-, επιμένει να παραμένει μια Δεξιά που δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά. Και αυτό, από την άλλη, μας οδηγεί και στον ρόλο τού ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, που, ως αξιωματική αντιπολίτευση και μελλοντική κυβερνητική δύναμη, οφείλει να ενεργεί, όπως και κάνει, ως δύναμη θεσμικής ευθύνης, έχοντας τις αποσκευές του γεμάτες με την κοινοβουλευτική, πολιτική παρακαταθήκη του Ηλία Ηλιού και του Αλέξανδρου Σβώλου. Και μας τιμά -και μας δοκιμάζει- το να σηκώνουμε το βάρος τέτοιων αποσκευών.
Ο Στέφανος Δημητρίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Πηγή: Η Αυγή