συνέντευξη στην Μαρία Γεωργακοπούλου
Παρά τις αντιδράσεις από το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας, η κυβέρνηση της ΝΔ τον Φεβρουάριο του 2021 προχώρησε στην ψήφιση του νόμου Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη, που μεταξύ άλλων περιλάμβανε και την ίδρυση της ΟΠΠΙ (Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων). Χιλιάδες φοιτητές/-τριες, καθηγητές/-τριες και εργαζόμενοι/-ες των πανεπιστημίων πήραν ξεκάθαρη θέση ενάντια στον νόμο της κυβέρνησης, μιλώντας χαρακτηριστικά για ένα αυταρχικό μέτρο.
Ο νόμος 4777/2021 «για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και την αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος» στηρίχθηκε πάνω στο αφήγημα της ΝΔ περί ανομίας και εγκληματικότητας στα πανεπιστήμια, το οποίο επί της ουσίας υποβαθμίζει τον ρόλο και την αξία των δημοσίων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Είναι σαφές, άλλωστε, ότι η κυβέρνηση και πόσω μάλλον το υπουργείο Παιδείας, έχουν κλιμακώσει με μια σειρά από νόμους την επίθεση απέναντι στον δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημίων ήδη από τις πρώτες μέρες ανάληψης της κυβέρνησης.
Μόλις λίγους μήνες μετά την ψήφιση του νόμου Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη η πανεπιστημιακή κοινότητα αξιοποίησε κάθε «όπλο» που διέθετε προκειμένου να ακυρωθεί αυτός ο νόμος. Για τον λόγο αυτό, ο φοιτητικός σύλλογος και οι καθηγητές του Παντείου κατέθεσαν το καλοκαίρι του 2021 ένσταση αντισυνταγματικότητας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η οποία πρόκειται να εκδικαστεί στις 11 Μαρτίου. Με αυτό τον τρόπο, οι φοιτητές ένωσαν τις φωνές τους με τα μέλη ΔΕΠ του Παντείου, του ΕΜΠ, του Παν. Δυτικής Αττικής, του Πανεπιστημίου Αιγαίου, του Παν. Θεσσαλίας, του Παν. Ιωαννίνων και εκατοντάδες μεμονωμένους διδάσκοντες.
Για το ζήτημα της πανεπιστημιακής αστυνομίας, μίλησε στην Μαρία Γεωργακοπούλου η Σοφία Βιδάλη, καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
- Έναν χρόνο μετά την ψήφιση του νόμου Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη, πώς αντιδρά η πανεπιστημιακή κοινότητα στην συγκρότηση της ΟΠΠΙ;
Η ίδρυση των ΟΠΠΙ συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις από την πανεπιστημιακή κοινότητα και έχει γίνει σαφές πλέον, ότι ο λόγος για τον οποίο ιδρύονται αυτές οι ομάδες δεν είναι η όποια αποκατάσταση της ευταξίας ή η πρόληψη των εγκλημάτων, αλλά μια εμμονική σχεδόν εχθρότητα απέναντι στο δημόσιο πανεπιστήμιο, τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και την έκφραση ιδεών. Αυτή η εχθρότητα συσκοτίζει κατά τη γνώμη μου και μικροπολιτικές επιλογές «συλλογής» ψήφων. Η πανεπιστημιακή κοινότητα αντέδρασε με την προσφυγή στο ΣτΕ (10 σύλλογοι ΔΕΠ και διοικητικών υπαλλήλων 22 καθηγητές και ορισμένοι φοιτητικοί σύλλογοι) που ζητά ως γνωστόν την ακύρωση της απόφασης του υπουργού Προστασίας του Πολίτη και την πράξη του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. για την προκήρυξη του διαγωνισμού πρόσληψης ειδικών φρουρών που θα στελεχώσουν τις ΟΠΠΙ, επειδή είναι αντίθετη σε σειρά συνταγματικών διατάξεων, ιδίως για το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ, την ελευθερία έρευνα και διδασκαλίας αλλά και στα άρθρα 18 έως 20 του νόμου 4777/2021 για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και την αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος.
- Τι σηματοδοτεί η προσφυγή στο ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας;
Κατ΄ αρχήν σηματοδοτεί την αντίθεση πολύ μεγάλου μέρους της πανεπιστημιακής κοινότητας απέναντι στις παραπάνω επιλογές. Αλλά κυρίως σηματοδοτεί κατά τη γνώμη μου, την απόφαση της πανεπιστημιακής κοινότητας να προστατέψει κεκτημένα ακαδημαϊκής ελευθερίας στα ελληνικά ΑΕΙ, να αντιδράσει στη διεύρυνση των αστυνομικών λειτουργιών σε χώρους που μέχρι σήμερα η είσοδος της αστυνομίας ήταν υπό την αίρεση της ύπαρξης εγκληματικών ενεργειών και όχι προληπτικά, όπως γίνεται τώρα. Γενικά, σηματοδοτεί την άρνησή μας να αντιστοιχηθεί το πανεπιστήμιο με έναν οποιονδήποτε άλλο χώρο.
Το αφήγημα της ανομίας και της εγκληματικότητας ακόμα και τώρα, παρά τις προβοκάτσιες, τις στημένες ειδήσεις και τη συνεχή προπαγάνδα, έχει καταρρεύσει σε κάθε περίπτωση. Και έχει καταρρεύσει επειδή αφενός η αστυνομία μπορούσε ούτως ή άλλως κατά περίπτωση να παρέμβει εφόσον διαπράττονταν εγκλήματα, επειδή έχουμε δείξει ότι η έκταση της εγκληματικότητας στα πανεπιστήμια δεν δικαιολογεί παρουσία αστυνομίας και μάλιστα με προανακριτικά καθήκοντα και αρμοδιότητες ελέγχων κλπ και τέλος, το αφήγημα της ανομίας έχει καταρρεύσει επειδή όλα αυτά οδηγούν σε μια ευρύτατη παρακολούθηση νεανικών πληθυσμών, στη συλλογή «ζωντανών» δεδομένων που δεν είναι συμβατά με το χώρο των ΑΕΙ και δεν έχουν σχέση με την όποια εγκληματικότητα. Όλα αυτά σηματοδοτεί η προσφυγή συλλόγων και συναδέλφων στο ΣτΕ.
- Παρά τις αντιδράσεις και την απόρριψη του νόμου από την συντριπτική πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας η κυβέρνηση προχώρησε στην εκπαίδευση 400 αστυνομικών. Τι δηλώνει και ποιους κινδύνους εγκυμονεί για το δημόσιο πανεπιστήμιο η επιμονή της κυβέρνησης στην «εγκατάσταση» της αστυνομίας εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων;
Νομίζω ότι ήδη ανέφερα μερικά στοιχεία. Η εμμονή της κυβέρνησης είναι δηλωμένη πολιτική θέση και μια γενικότερη αντίληψη για το πώς πρέπει να είναι η κοινωνία. Πώς πρέπει να λύνονται τα όποια προβλήματα, αλλά είναι και μια πρακτική διάλυσης των όποιων συνεκτικών κρίκων θα διασφάλιζαν ένα ενιαίο αστυνομικό σώμα, όπως επιβάλλει μια σοβαρή και εξορθολογισμένη πολιτική ανάπτυξης της αστυνομίας.
Η παρουσία της αστυνομίας μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους εγκυμονεί πραγματικούς κινδύνους κατάχρησης εξουσίας, συγκρούσεων για ασήμαντες αφορμές, καλλιέργειας εχθρότητας ανάμεσα στους νέους και την αστυνομία. Απέναντι σε αυτό η προστασία που καλείται να παρέχει η αστυνομία είναι μάλλον προσχηματική. Από την άλλη, δημιουργείται ένα είδος «παρα-αστυνομίας» που δεν έχει ούτε τις προϋποθέσεις, ούτε την εκπαίδευση που έχουν οι κανονικοί αστυνομικοί και αυτό στρέφεται «προς τα μέσα»: δημιουργείται δηλαδή μια ακόμα αστυνομία μέσα στην αστυνομία και διευρύνεται η αστυνομία πολλών ταχυτήτων, που ιστορικά την προτιμά το πολιτικό πελατειακό σύστημα στην Ελλάδα.
Εκτός τούτων παραβιάζονται έτσι συνταγματικά και ιστορικά πολιτισμικά και πολιτικά κεκτημένα στην Ελλάδα, ενώ ενισχύεται μια οικονομία ασφάλειας που στερεί πόρους από άλλες ανάγκες.
- Ποια είναι τα μέτρα εκείνα που χρειάζονται στην πραγματικότητα για την ουσιαστική αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης;
Νομίζω ότι είναι γνωστό πλέον, ότι τα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τα βλέπει διαφορετικά ένα μέρος του πολιτικού συστήματος, που θεωρεί ότι τα ΑΕΙ πρέπει να δουλεύουν ως επιχειρήσεις και διαφορετικά ένα άλλο, που θεωρεί πως τα ΑΕΙ είναι χώροι διαμόρφωσης ελεύθερων ανθρώπων ως πολιτών (και όχι ως ανθρωποφάγων), ανάπτυξης και καλλιέργειας γνώσης, επιστήμης, έρευνας με σκοπό να ζουν οι άνθρωποι καλύτερα.
Επειδή ακριβώς επικρατεί ως τώρα η πρώτη θεώρηση, τα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σχετίζονται με την προσπάθεια μετάλλαξής της από δημόσιο αγαθό σε ιδιωτική παροχή εμπορικής υπηρεσίας. Η υποστελέχωση σε διοικητικό προσωπικό, η υποστελέχωση σε μέλη ΔΕΠ και ερευνητές, η εξάρτηση της χρηματοδότησης από κριτήρια αποτελεσματικότητας που αντιστοιχούν στην αγορά, οι αναχρονιστικές και παρωχημένες (αλλά εύηχες και εύκολα συνδεόμενες με κάποια προαιώνια τάχα ιδεώδη) απόψεις περί της αριστείας, δύσκολα κρύβουν την αριστοκρατική αντίληψη περί των ΑΕΙ, την απέχθεια στη δημόσια λαϊκή εκπαίδευση και στη μόρφωση των λαϊκών στρωμάτων (π.χ. τρόπος εισαγωγής στα ΑΕΙ, Μεταπτυχιακά με δίδακτρα) και γενικά, την απέχθεια στο κοινωνικό κράτος δικαίου.
Στην ίδια κατηγορία προβλημάτων εντάσσονται και τα προβλήματα υποδομών, ιδίως κτιριακών σε κάποια ΑΕΙ, αλλά και τα προβλήματα ώθησης των ΔΕΠ προς τον ιδιωτικό τομέα: οι χαμηλοί μισθοί (οι πανεπιστημιακοί έχασαν σχεδόν το 40% του μισθού τους με την κρίση), οι αυξημένες απαιτήσεις μιας πανεπιστημιακής εξέλιξης (π.χ. δαπάνες συμμετοχής σε συνέδρια, μικρών ερευνών, μετακινήσεων, αγοράς βιβλίων), και ας σημειωθεί ότι είμαστε ο μόνος κλάδος που εκλεγόμαστε για την επόμενη βαθμίδα (και ορθά), όλα αυτά έχουν απαιτήσεις.
Επίσης, ειδική πολιτική χρειάζεται για τα περιφερειακά πανεπιστήμια: εδώ θα είχα να πω πολλά λόγω της εμπειρίας μου, αλλά περιορίζομαι να πω, ότι κατά την προσωπική άποψή μου χρειάζονται ορθολογικές πολιτικές που να υπερβαίνουν τα αφηγήματα των πολυεδρικών ΑΕΙ και την λειτουργία των ΑΕΙ ως αποκλειστικών εργαλείων ανάπτυξης των περιοχών, που οδηγούν συχνά σε προβληματικές κατανομές Τμημάτων και ερήμωση παραγωγικών τομέων, μια που γύρω από τους φοιτητές δημιουργούνται επικερδείς τοπικές αγορές. Επίσης, η ουσιαστική ενίσχυση της φοιτητικής μέριμνας σε πολλά επίπεδα όπως και παροχών σε φοιτητές για να σπουδάζουν με ηρεμία και μακριά από τα περίφημα φοιτητικά δάνεια, αποτελούν μερικά από τα βασικά προβλήματα των ΑΕΙ κατά τη γνώμη μου.
Πηγή: Left