Στη Ρουάντα γεννημένη (το 1956) και μεγαλωμένη, η Σκολαστίκ Μουκασονγκά αναγκάστηκε, λόγω της εμφύλιας σύγκρουσης που ξεσπούσε τότε, να καταφύγει στο Μπουρούντι και από εκεί, αργότερα, στη Γαλλία. Στη δεύτερή της πατρίδα εργάστηκε για δεκαετίες ως κοινωνική λειτουργός, ενώ κατά τη διάρκεια της τελευταίας γενοκτονίας στη χώρα της δολοφονήθηκαν 37 συγγενείς της. Μεταφρασμένη σε πάνω από είκοσι γλώσσες και με αρκετά βραβεία στην κατοχή της, η Μουκασονγκά έχει το πρώτο της βιβλίο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα.
Όπως σημειώνει η ίδια, «προτιμώ να με βλέπω σαν παραμυθού παρά σαν συγγραφέα. Η παροιμία λέει «αυτός που λέει παραμύθια δεν έχει μίσος στην καρδιά του». Χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια –Ρουζαγκαγιούρα, Ακαγέζου, Μουκαμουέζι και Κιμπογκό–, των οποίων οι τίτλοι απεικονίζουν το περιεχόμενό τους, με το πρώτο να κάνει αναφορά στη μεγάλη πείνα που έφερε η ξηρασία, το δεύτερο στον παράξενο θεολόγο σπουδαστή, το τρίτο στη θεωρούμενη μάγισσα της περιοχής και το τελευταίο στον άνθρωπο που ανελήφθη στους ουρανούς, ο οποίος ανοίγει και κλείνει το βιβλίο.
Η ιστορία, ή μάλλον ο μύθος, αναφέρεται στην τρομερή χρονιά της μεγάλης ξηρασίας και την παντελή έλλειψη τροφής για τους φτωχούς Ρουαντέζους. Η Καθολική πίστη έχει εδραιωθεί από τους λευκούς αποικιοκράτες και όλοι προσεύχονται στον Γεζού και τη Μαρία, τη μητέρα του, για λίγη βροχή. Η παλιά πίστη ήταν πλέον έργο διαβόλου και τα είδωλά της εξοβελιστέα. Αλλά τις νύχτες οι γεροντότεροι μιλούσαν για τον Κιμπογκό, τον άνθρωπο που ανέβηκε στο ιερό όρος Ρουνανί και με το δόρυ είχε τρυπήσει τα σύννεφα για να ρίξουν νερό και μαζί τους, στη συνέχεια, αναλήφθηκε στον ουρανό. Και υπήρχε ένας επιμελής θεολόγος σπουδαστής, ο Ακαγέζου, ο οποίος θεώρησε καλό να ακολουθήσει τα βήματα του Κιμπογκό παρά και ενάντια στις εντολές των μεγάλων παπάδων. Γι’ αυτό συνάντησε τη γριά Μουκαμουέζι στο φτωχικό της, στους πρόποδες του ιερού βουνού, και έζησε για λίγο μαζί της. Και η θεωρούμενη από τους καθολικούς μάγισσα τον ανέβασε ψηλά και τελικά η βροχή έπεσε με δύναμη. Ποιος, όμως, την έφερε, ο Γεζού ή ο Κιμπογκό; Όμως, ο Ακαγέζου θα τιμωρηθεί από το κονκλάβιο και θα εκδιωχθεί εκ της σχολής. Θα καταλαγιάσει η αναστάτωση και όλα θα θαφτούν βαθιά. Και θα έρθει ένας καθηγητής Πανεπιστημίου από την Εσπερία και με τους ντόπιους βοηθούς του θα μαζέψει τους ελάχιστους εναπομείναντες υπερήλικες για να καταγράψει τις παλιές θρησκευτικές δοξασίες και τις τελετές, για το βουνό, τον Κιμπογκό, την γριά Μουκαμουέζι και να τις διασώσει απ’ τον οδοστρωτήρα της χριστιανικής πίστης των αποίκων – περισσότερο όμως για να προσθέσει στο παλμαρέ του άλλη μια πρωτότυπη εργασία.
Με άλλα λόγια: αφού οι λευκοί κατακτητές ισοπέδωσαν και εξαφάνισαν τον πολιτισμό της Ρουάντας και των άλλων αφρικάνικων περιοχών, έρχονται εκ των υστέρων να τον καταγράψουν στα αρχεία της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η Μουκασονγκά με υποδόριο ανατρεπτικό χιούμορ αφηγείται την απίστευτη ανθεκτικότητα των λαϊκών μύθων και πώς αυτοί περνούν μέσα από τις διάφορες εκδοχές του κυρίαρχου, στο δυτικό ημισφαίριο, χριστιανισμού.
Αντώνης Ν. Φράγκος