«Κι έτσι σιγά σιγά χτίζεται η λογοτεχνία κάθε χώρας»: με αυτά τα λόγια κλείνει ο Ρομπέρτο Μπολάνιο την αφήγησή του για ένα εφιαλτικό πραγματικό γεγονός που συνέβη στη Χιλή όταν διασταυρώθηκαν οι δρόμοι της υψιπετούς λογοτεχνίας και των κτηνωδών βασανιστηρίων, στο κείμενό του «Ένας διάδρομος χωρίς φανερή έξοδο», το οποίο περιλαμβάνεται στη (δυστυχώς αμετάφραστη στα ελληνικά) συλλογή άρθρων του Entre paréntesis.
Αυτή η φράση, σε διαφορετικές εκδοχές, επανέρχεται στο βιβλίο του Μπολάνιο Νυχτωδία της Χιλής («έτσι φτιάχνεται η λογοτεχνία στη Χιλή, αλλά όχι μόνο στη Χιλή», «Έτσι γίνεται η λογοτεχνία. Ή αυτό που εμείς, για να μην πέσουμε στα σκουπίδια, αποκαλούμε λογοτεχνία», «Έτσι φτιάχνεται η λογοτεχνία στη Χιλή, έτσι φτιάχνεται η μεγάλη λογοτεχνία της Δύσης»). Όπως επανέρχεται και η εφιαλτική ιστορία που αναφέρθηκε στην αρχή. Γιατί σε αυτό το βιβλίο ο Μπολάνιο, ο συγγραφέας που θα σπείρει ανατροπές στη λογοτεχνία της χώρας του και όχι μόνο, μοιάζει να ξεκαθαρίζει λογαριασμούς βάζοντας στο στόχαστρό του μια κυρίαρχη λογική κατεστημένης λογοτεχνίας ή, αλλιώς, τη σχέση κάποιων ανθρώπων των γραμμάτων με το κατεστημένο, ακόμα και στην πιο βάρβαρη εκδοχή του. Όπως πολύ εύστοχα συνοψίζει στο επιμύθιό του ο μεταφραστής του βιβλίου, ο Μπολάνιο «στη Νυχτωδία καταγγέλλει ευθέως, με τους πιο φανερούς συμβολισμούς και τα πιο τρομακτικά μεταφορικά παραδείγματα, τους λογοτέχνες της Χιλής, ή καλύτερα την κάστα των λογοτεχνών της πατρίδας που βρίσκονται στην κορυφή του Ολύμπου των γραμμάτων», καθώς «όλοι αγαπούν τις τέχνες και τα γράμματα, αρκεί να μην έχουν σχέση με την αληθινή ζωή».
«Πεθαίνω τώρα», έτσι ξεκινάει το βιβλίο, «και θα σκαλίσω βαθιά στη γωνιά των αναμνήσεων τα γεγονότα που με δικαιολογούν». Τα γεγονότα που με δικαιολογούν: έτσι αρχίζει λοιπόν ο σκοτεινός μονόλογος του Χιλιανού ιερέα Σεμπαστιάν Ουρρούτια Λακρουά, λίγο προτού αφήσει την τελευταία του πνοή, καθώς βρίσκεται απέναντι σε μια φασματική μορφή που του ζητάει αμείλικτα τον λόγο (ο εαυτός του; η συνείδησή του;) και νιώθει την ανάγκη να δικαιολογηθεί για τις πράξεις του.
Ο Ουρρούτια είναι ένας παπάς που έχει και λογοτεχνικές βλέψεις: γράφει ποιήματα, και θέλει να γίνει και κριτικός λογοτεχνίας (αν και «σ’ ετούτη τη χώρα γαιοκτημόνων, η λογοτεχνία είναι εκκεντρικότητα και δεν έχει καμία αξία να ξέρεις να διαβάζεις», όπως του λέει ο μέντοράς του). Σιγά σιγά, λοιπόν, μπαίνει σε κάποιους κύκλους λογοτεχνών και λογίων που απογειώνονται συζητώντας για την υψηλή τέχνη αλλά σιωπούν μπροστά στην πραγματική ζωή, κλείνουν συνειδητά τα μάτια μπροστά στη βαρβαρότητα της δικτατορίας του Πινοτσέτ, για παράδειγμα.
Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, σε ένα από τα καλύτερα βιβλία του, με έναν γνώριμο καταρρακτώδη, σχεδόν παραληρηματικό κάποιες στιγμές, λόγο (το βιβλίο π.χ. δεν έχει παραγράφους) γεμάτο σαρκαστικούς συμβολισμούς, αποκαλύπτει και μαστιγώνει τον συγκεκριμένο κόσμο των γραμμάτων, τον κόσμο της εκκλησίας, τον κόσμο της εξουσίας, τη διαπλοκή ανάμεσά τους, αποτυπώνοντας εφιάλτες με τρόπο υποδόριο, καθώς δίνει τον λόγο σε έναν άνθρωπο που συμμετείχε σ’ αυτούς τους κόσμους, έδρεψε οφέλη από αυτούς, και τώρα, μπροστά στη μεγάλη άβυσσο και αντιμέτωπος με την κρίση και τη συνείδησή του, πασχίζει απελπισμένα «να δικαιολογηθεί».
Το βιβλίο εκδόθηκε το 2000 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Μπολάνιο που μεταφράστηκε στα αγγλικά, κερδίζοντας τα εγκώμια ανθρώπων όπως η Σούζαν Σόνταγκ και ο Τζέιμς Γουντ και δίνοντας το έναυσμα για την ενθουσιώδη υποδοχή του συγγραφέα εκτός των συνόρων της Χιλής και την παγκόσμια επιτυχία τού «φαινόμενου Μπολάνιο». Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει 14 βιβλία του Μπολάνιο, ενώ το συγκεκριμένο βιβλίο είχε εκδοθεί και το 2004 από άλλο εκδοτικό οίκο με διαφορετικό τίτλο (Τελευταία νύχτα στη Χιλή, μτφ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου).
Κώστας Αθανασίου