Στις αρχές Ιουνίου η συνεδρίαση των υπουργών οικονομικών των G7 συγκέντρωσε την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης, εξαιτίας της συμφωνίας για την επιβολή ενός ελάχιστου φόρου εταιρικής φορολόγησης σε παγκόσμια κλίμακα, ύψους 15%. Η διαπίστωση ότι πρόκειται για μια ιστορική απόφαση είναι κοινή, αν και πολλοί από αυτούς που για χρόνια πιέζουν προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, χαρακτήρισαν ανεπαρκή τον εν λόγω συντελεστή -ο ίδιος ο νομπελίστας οικονομολόγος νωρίτερα είχε συνυπογράψει σχετική επιστολή στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τ. Μπάιντεν προτείνοντας συντελεστή 25%.
H ιστορικότητα της απόφασης έχει να κάνει με το ότι το παγκόσμιο φορολογικό σύστημα ελάχιστα έχει αλλάξει από το 1920, παρόλο που εδώ και δεκαετίες έχει ξεπεραστεί από την ίδια την πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης. Το αποτέλεσμα ήταν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις να βρίσκουν ελάχιστα εμπόδια στην φοροαποφυγή τους. Ακολουθούν πολλές, περίπλοκες, και άκρως επιτυχημένες «στρατηγικές φορολόγησης», ώστε να μην πληρώνουν παρά ελάχιστους φόρους σε σχέση με τα κέρδη τους, ενώ αντιστοίχως μειώνονται τα φορολογικά έσοδα των κρατών. Επιπρόσθετα, η δυνατότητα των επιχειρήσεων να μετακινούν την φορολογική έδρα τους ανά τον κόσμο, και η παγκόσμια κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, είχαν ως αποτέλεσμα διάφορα κράτη να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, η Apple στην Ιρλανδία (όπου ο συντελεστής είναι 12,5%), τελικά, μέσα από διάφορες στρατηγικές, καταλήγει να πληρώνει φόρο λιγότερο από 1%.
Σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο δόγμα, η μειωμένη φορολογία στις επιχειρήσεις συνιστά κίνητρο για την προσέλκυσή άμεσων ξένων επενδύσεων, από αυτές δημιουργούνται περισσότερες θέσεις εργασίας, ευημερούν οι αριθμοί, άρα ευημερούν και οι άνθρωποι. Η ελληνική περίπτωση βέβαια, και δεν είναι η μόνη, απέδειξε τα ακριβώς αντίθετα. Ούτε τα νούμερα ευημέρησαν, ούτε οι άνθρωποι.
Τα τελευταία χρόνια, ακτιβιστές και διανοούμενοι, διεθνείς πρωτοβουλίες και πολιτικές κινήσεις της Αριστεράς και του προοδευτικού χώρου αγωνίζονται για να αλλάξει το παγκόσμιο φορολογικό σύστημα, υπογραμμίζοντας ότι οι υπάρχοντες παγκόσμιοι φορολογικοί κανόνες αυξάνουν τις ανισότητες ανάμεσα στις χώρες και εντός της κάθε χώρας χωριστά. Και ότι οι ανισότητες δεν είναι βέβαια ένα «φυσικό φαινόμενο» όπως υποστήριξε ευθαρσώς στην Ελλάδα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά παράγονται από ένα σύστημα που τις διαιωνίζει. Γι’ αυτό και διαχρονικά ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στηρίζει προτάσεις δίκαιης διεθνούς φορολόγησης και κατάργησης των προνομιακών καθεστώτων των διεθνών φορολογικών παραδείσων.
Σύμφωνα με στοιχεία της ICRICT (Ανεξάρτητης Επιτροπής για τη Μεταρρύθμιση της Διεθνούς Φορολογίας των Εταιρειών):
·7,6 τρισ. δολάρια κρύβονται σε φορολογικούς παραδείσους, ποσό ίσο με το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ
·το 45% των κερδών των πολυεθνικών επιχειρήσεων κατευθύνεται τεχνητά προς φορολογικούς παραδείσους, δηλαδή πάνω από 600 δις ευρώ το 2015.
·τα έσοδα που χάνουν οι οικονομίες της ΕΕ αντιστοιχούν στο μισό της δημόσιας χρηματοδότησης στην ανώτατη εκπαίδευση.
Η απόφαση, λοιπόν των G7, που θα συζητηθεί και στο πλαίσιο της συνάντησης των G20 τον προσεχή Ιούλιο, θέτει στο επίκεντρο τα παραπάνω ζητήματα που για χρόνια βρέθηκαν στο περιθώριο, ως μια συζήτηση περιορισμένη εντός ενός στενού κύκλου αριστερών και προοδευτικών οικονομολόγων. Άλλο ένα νεοφιλελεύθερο ταμπού σπάει εν μέσω πανδημίας, με ισχυρό και εδώ τον ρόλο των ΗΠΑ και του νέου προέδρου τους. Διότι η επεκτατική πολιτική που έχει αρχίσει να ακολουθεί ο Μπάιντεν και αποσκοπεί στη μείωση των ανισοτήτων, οι οποίες εντάθηκαν ακόμα περισσότερο, από την πανδημική κρίση, δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τους εργαζόμενους και τους μικρομεσαίους. «Οι κοινωνικές δαπάνες θα αυξηθούν, αλλά δεν θα τις πληρώσει η μεσαία τάξη, θα τις πληρώσουν οι πιο πλούσιοι», για να θυμηθούμε και την ιστορική του ομιλία στο αμερικάνικο Κογκρέσο. Το ίδιο ισχύει, εξάλλου, και για την Ε.Ε., όπου για την υλοποίηση μιας επεκτατικής πολιτικής, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, ή την αντιμετώπιση των προβλημάτων χρέους, ιδίως των χωρών του Νότου, απαιτούνται πόροι, οι οποίοι δεν πρέπει να αντληθούν, για άλλη μια φορά, σε βάρος των εργαζομένων.
Βέβαια, η επιβολή ενός παγκόσμιου εταιρικού φόρου, θέλει ακόμα πολύ δρόμο για να υλοποιηθεί. Πέρα από μια συμφωνία σχετικά με τον συντελεστή, ο ίδιος ο φόρος έχει ήδη συναντήσει αντιδράσεις μέσα στην Ε.Ε. ,ιδίως από την Ιρλανδία και την Ολλανδία, δηλαδή δύο κράτη που εφαρμόζουν εξαιρετικά χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για τις πολυεθνικές. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι μια τέτοια απόφαση, για να παρθεί από την Ε.Ε., απαιτείται ομοφωνία.
Όμως διεθνώς, η συζήτηση έχει ανοίξει. Βέβαια, η κυβέρνηση της ΝΔ, με επικεφαλής τον κ. Μητσοτάκη, προσκολλημένη σε δόγματα της δεκαετίας του 1980, σε έναν άγριο κι απάνθρωπο νεοφιλελευθερισμό της Θάτσερ και του Ρέιγκαν, όχι μόνο δεν συμμετέχει στις εξελίξεις, αλλά, αντίθετα, δίνει μάχες οπισθοφυλακής, προβάλλοντας ό,τι πιο παλιό και ξεπερασμένο, ως την τελευταία λέξη του εκσυγχρονισμού και της καινοτομίας.
Έτσι, παρότι τα φορολογικά οφέλη για τη χώρα μας, αν θεσπιστεί ένας συντελεστής 15%, υπολογίζονται σε 1,3-1,5 δις ευρώ, δεν περιμένουμε φυσικά από μια κυβέρνηση που ενδιαφέρεται μόνο για την εξυπηρέτηση των μεγάλων συμφερόντων, να πιέσει για την επιβολή ενός τέτοιου παγκόσμιου εταιρικού φόρου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία αγωνίζεται για να γίνει πράξη η επιβολή ενός ελάχιστου φόρου εταιρικής φορολόγησης σε παγκόσμια κλίμακα, έχοντας επίγνωση ότι, για να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο, θα χρειαστούν πολλά. Κυρίως, είναι απαραίτητη η κινητοποίηση των αριστερών, προοδευτικών δυνάμεων, των κινήσεων πολιτών, ενός ευρύτατου κινήματος για τη δίκαιη φορολόγηση.
Διότι, σε αυτούς τους νέους καιρούς, απαιτούνται ευρείες συγκλίσεις, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Όπως καμία χώρα δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον των παγκοσμιοποιημένων και αλληλοσυνδεόμενων οικονομικών σχέσεων και κεφαλαιακών ροών, από τη στιγμή που πλέον τα ζητήματα έχουν ξεφύγει από το στενό πλαίσιο του κράτους και είναι υπερεθνικά, έτσι και οι προοδευτικές απαντήσεις δεν μπορούν παρά να δοθούν από ένα ευρύ μέτωπο προοδευτικών δυνάμεων. Ιδίως στην Ε.Ε, που περιλαμβάνει τα 3 από τα 7 μέλη του G7, ένα τέτοιο μέτωπο, μπορεί να δείξει ότι υπάρχει δρόμος για μια αλλαγή των συσχετισμών, προς όφελος της κοινωνίας.
Όπως απέδειξε και η πανδημία, η Αριστερά, οι Πράσινοι, τα κόμματα και τα τμήματα της Σοσιαλδημοκρατίας που έχουν έρθει σε ρήξη με τον νεοφιλελευθερισμό, οφείλουν να συμπτύξουν τις δυνάμεις τους, στη μάχη για την αναδιανομή των πόρων υπέρ της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, την οικοδόμηση ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους, ενάντια στις πολιτικές της ανισότητας και της φτώχειας. Γιατί το «να πληρώσουν, επιτέλους, οι πλούσιοι», δεν είναι απλώς ένα σύνθημα, είναι μια αναγκαιότητα. Αναγκαιότητα με υπαρξιακές διαστάσεις για την ίδια την Ευρώπη, ώστε να εμπνεύσει τους πολίτες στη βάση ενός νέου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου.
Η Ράνια Σβίγκου, είναι υπεύθυνη για τον Τομέα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στην ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Πηγή: Το Ποντίκι