Macro

Ράνια Σβίγκου: Ετεροβαρείς συμφωνίες, επικίνδυνη στροφή στην εξωτερική πολιτική

Οι πρόσφατες συμφωνίες που υπεγράφησαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη περιέχουν μια σειρά προβληματικά σημεία. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αποστολή στελεχών του στρατού και πυραύλων Πάτριοτ στη Σαουδική Αραβία, σηματοδοτούν μια επικίνδυνη στροφή. Ο Κ. Μητσοτάκης εγκαταλείπει το δόγμα της πολυδιάστατης φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής, που εξάγει σταθερότητα, επιστρέφοντας στην επικίνδυνη αντίληψη που θεωρεί τη χώρα μας προκεχωρημένο δυτικό φυλάκιο. Ακολουθεί μια λογική του «πιστού και πρόθυμου συμμάχου» των ισχυρών, προσπαθεί να δημιουργήσει διάφορους «άξονες», ενώ, ταυτόχρονα, επιδίδεται σε μια πολιτική αναβλητικής διπλωματίας προς την Τουρκία.
Διότι, μπορεί μεν να περάσαμε ένα καλοκαίρι χωρίς έντονες τουρκικές προκλήσεις αλλά, ταυτόχρονα, χάσαμε και ένα θετικό μομέντουμ. Το προηγούμενο χρονικό διάστημα, η Τουρκία επεδίωξε να κερδίσει χρόνο, αναμένοντας αφενός την αποκρυστάλλωση της εξωτερικής πολιτικής Μπάιντεν, αφετέρου, την εξέλιξη των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, διά του Αλέξη Τσίπρα, έχει καταθέσει, εδώ και μήνες, την πρόταση διασύνδεσης της αναβάθμισης της τελωνειακής ένωσης της Τουρκίας με την Ε.Ε. με τη δέσμευσή της για προσφυγή στη Χάγη.
Δεν εισακουστήκαμε. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έκανε απολύτως τίποτα, μέχρι σήμερα, για να πιεστεί η Τουρκία στην κατεύθυνση του διαλόγου. Αντίθετα, απομακρύνεται από αυτόν και βυθίζεται στα πανάκριβα εξοπλιστικά, στη δημιουργία «αξόνων» και σε ετεροβαρείς συμφωνίες, όπως αυτές με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ.
Η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, πέρα από το οικονομικό σκέλος, καθώς και αυτό της μη συμμετοχής της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στην κατασκευή των γαλλικών φρεγατών, έχει και δύο άλλα πολύ σημαντικά προβλήματα: Πρώτον, δεν εξασφαλίζει στρατιωτική αρωγή εκεί που ασκείται το τελευταίο διάστημα κυρίως η πίεση της επιθετικότητας της Τουρκίας. Δεύτερον, προβλέπει εμπλοκή με μάχιμο εκστρατευτικό σώμα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Γαλλίας στο εμπόλεμο Σαχέλ. Η δε απόφαση για συμμετοχή της Ελλάδας λαμβάνεται τη στιγμή που η Γαλλία μειώνει στο μισό τα στρατεύματά της στην περιοχή και προσλαμβάνονται Ρώσοι μισθοφόροι για την κάλυψη του κενού, καθιστώντας ακόμα πιο επικίνδυνη την εμπλοκή της Ελλάδας και σε επίπεδο εσωτερικής ασφάλειας. Με αυτήν της την κίνηση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανατρέπει την πάγια θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για μη συμμετοχή σε ένοπλες συγκρούσεις εκτός πλαισίου διεθνών οργανισμών και εμπλέκεται σε έναν πόλεμο με τζιχαντιστές, στα βάθη της Αφρικής.
Η συμφωνία με τη Γαλλία είναι ετεροβαρής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας. Διότι, με αυτήν, οι ΗΠΑ πήραν ό,τι ζητούσαν επί δεκαετίες και καμία ελληνική κυβέρνηση, από την εποχή του Παπάγου δεν τους έδινε και δεν δεσμεύθηκαν σε στήριξη της Ελλάδας στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.
Η πιο οφθαλμοφανής αρνητική διάσταση της συμφωνίας με τις ΗΠΑ είναι το γεγονός ότι έχει αόριστη χρονική ισχύ. Έτσι καταργείται η δυνατότητα ετήσιας (ή οποιασδήποτε άλλης) επανεξέταση ή ανανέωσης. Με αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη γίνεται η πρώτη κυβέρνηση, μετά τη Μεταπολίτευση, που δεν θέτει ούτε όρους ούτε διάρκεια στην παρουσία ξένων στρατιωτικών δυνάμεων στη χώρα μας.
Παρά τις δηλώσεις στελεχών της κυβέρνησης και τη σωρεία φιλοκυβερνητικών δημοσιευμάτων, η αλήθεια είναι ότι δεν πήραμε απολύτως τίποτα περισσότερο από αυτό που ήδη είχαμε. Δηλαδή κάποιες γενικόλογες αναφορές στον σεβασμό της κυριαρχίας, που είχαν και στο παρελθόν δοθεί από την αμερικανική πλευρά. Ταυτόχρονα, μέσω της στρατιωτικής εγκατάστασης στην Αλεξανδρούπολη, παρέχεται η δυνατότητα «ταχείας μεταφοράς και στάθμευσης αμερικανικών δυνάμεων στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία», την οποία μάλιστα διατυμπανίζει η ελληνική κυβέρνηση. Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα θα μπορούσε να εμπλακεί σε επικίνδυνες εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, στον χώρο της Μαύρης Θάλασσας. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ρώσος πρέσβης έχει τονίσει αυτή τη διάσταση.
Αντί για τη δημιουργία «αξόνων» και την άσκηση πολιτικής ως «πρόθυμου και πιστού» συμμάχου των ισχυρών, η χώρα πρέπει να επανέλθει σε μια πολυδιάστατη, ενεργητική και φιλειρηνική εξωτερική πολιτική, να επιδιώκει ενεργά λύσεις στις διαφορές της, όπως, για παράδειγμα, έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Τα σχήματα συνεργασίας της Ελλάδας με άλλες χώρες πρέπει να αποσκοπούν στην άσκηση πίεσης προς την Τουρκία σε μια λογική λύσης και όχι σε μια λογική ανάσχεσης ή εξυπηρέτησης δήθεν “προστάτιδων” δυνάμεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η χώρα προωθεί την ειρήνη και τη συνεργασία, αποτελεί πυλώνα σταθερότητας και προσπαθεί να αποτελεί γέφυρα μεταξύ Ε.Ε., Βαλκανίων και χωρών της Μεσογείου, συμβάλλοντας, με τις δυνάμεις της, στην επίλυση ζητημάτων στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτό όμως που είναι αναγκαίο και επείγον είναι η επιστροφή της Ελλάδας στο διπλωματικό προσκήνιο. Όχι μόνο να συμμετάσχει, αλλά και να πρωταγωνιστήσει στον ευρωτουρκικό διάλογο. Να ξαναβρούμε τις συμμαχίες μας, στην Ευρώπη και ιδίως στον Νότο, στη βάση της αμοιβαιότητας και της σύγκλισης συμφερόντων. Να αποκτήσουμε ξανά μια ξεκάθαρη στρατηγική έναντι των συμμάχων μας και να μην αποτελούμε απλώς τους «πιστούς και πρόθυμους». Και, βέβαια, να εργαστούμε ώστε η Ε.Ε. να αποκτήσει επιτέλους μια αυτόνομη εξωτερική και αμυντική πολιτική, δημοκρατικά ελεγχόμενη από ένα ισχυρό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κι όχι μια πολιτική που να παρουσιάζεται ως ευρωπαϊκή, ενώ, στην πραγματικότητα, δεν είναι.

Η Ράνια Σβίγκου είναι υπεύθυνη για τον Τομέα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στην Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ.

Πηγή: Η Αυγή