Η ομιλία του Κυρ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ αλλά και η συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την επομένη δεν μας έκαναν καθόλου σοφότερους ως προς τα ελληνοτουρκικά.
Αποτελεί άλλωστε συνέχεια μιας μακράς σειράς αντιφατικών και συχνά αλληλοσυγκρουόμενων δηλώσεων κυβερνητικών στελεχών. Σε μια κρίσιμη εποχή, απέναντι στην πιο επιθετική Τουρκία των τελευταίων δεκαετιών, ούτε τα πολιτικά κόμματα ούτε η Βουλή ούτε οι πολίτες δεν μπορούν να καταλάβουν όχι μόνο ποιο είναι το σχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, αλλά ακόμη κι αν υπάρχει ένα συνολικό σχέδιο ή όλα ανάγονται στην τακτική «βλέποντας και κάνοντας».
Ας πάρουμε το παράδειγμα της τριμερούς του Βερολίνου. Στην αρχή η κυβέρνηση έλεγε ότι στο Βερολίνο έγινε απλώς μια «συνάντηση υπηρεσιακών παραγόντων». Αργότερα από τουρκικές διαρροές αλλά και από ένα άρθρο του ίδιου του κ. Μητσοτάκη μάθαμε ότι καταρτίστηκε και μια γραπτή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία αποτύπωνε και έναν οδικό χάρτη για την αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών. Κάτι που μάλλον δεν άρεσε στη σαμαρική πτέρυγα του
Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές μια πολυδιάστατη, ενεργητική, φιλειρηνική πολιτική, όπως αυτή που χάραξε ο ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια, είναι πιο απαραίτητη από ποτέ
κυβερνώντος κόμματος, κάτι που ανάγκασε τον υπουργό Επικρατείας να βγει και να ερμηνεύσει το άρθρο του πρωθυπουργού. Ο κ. Γεραπετρίτης λοιπόν μας είπε ότι στο Βερολίνο δεν υπήρξε κάποια «γραπτή συμφωνία», αλλά μια… «γραπτή κατανόηση». Ο κ. Μητσοτάκης στη Θεσσαλονίκη έκανε λόγο για «γραπτή αποτύπωση σε πρακτικά μιας προφορικής συμφωνίας», η οποία δεν ήταν συμφωνία… Αν τα πράγματα δεν ήταν σοβαρά, θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει και για φαρσοκωμωδία.
Ομως οι εποχές της αδράνειας, της παραπομπής στις καλένδες, των δηλώσεων για εσωτερική κατανάλωση και της κούρσας των εξοπλισμών έχουν παρέλθει. Απέναντι στη σημερινή Τουρκία είναι πιο απαραίτητο από ποτέ ένα συνολικό συγκροτημένο σχέδιο. Ενα σχέδιο το οποίο οφείλει όχι μόνο να αντιμετωπίζει τις τουρκικές προκλήσεις με τα εργαλεία της διπλωματίας, αλλά και να τις προλαμβάνει.
Ο κ. Μητσοτάκης την ώρα που ζητά εθνική συναίνεση δεν παρουσιάζει το σχέδιο της κυβέρνησής του. Αρνείται να συγκαλέσει συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Δεν ενημερώνει καταλλήλως ούτε τα πολιτικά κόμματα ούτε τη Βουλή ούτε τους πολίτες. Είναι δύσκολο βέβαια να ασκήσει διπλωματία όταν ο πρώην πρόεδρος του κόμματός του, ο Αντ. Σαμαράς, έχει δηλώσει δημοσίως ότι δεν μπορεί να γίνει διάλογος «με πειρατές». Και είναι δύσκολο να πει την αλήθεια στους πολίτες όταν την περίοδο της συμφωνίας των Πρεσπών πρωτοστατούσε στην πατριδοκαπηλία, στα fake news και τα ψεύδη, ενώ λίγους μήνες μετά την εκλογή του «έδινε μάχες» (και άριστα έπραττε) για την ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας…
Στη Θεσσαλονίκη όμως ο κ. Μητσοτάκης έκανε και κάτι άλλο. Εξήγγειλε, πέρα από κάθε θεσμικό πλαίσιο, ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα χωρίς καν να μιλήσει για το κόστος του. Ενώ μάλιστα μόλις πριν από λίγο καιρό η κυβέρνηση θεωρούσε απαγορευτικό το κόστος αγοράς τριών γαλλικών φρεγατών, το οποίο υπολόγιζε στα 3 δισ., η κυβερνητική διαρροή μετά τη ΔΕΘ έκανε λόγο για μελλοντικές αγορές ύψους 10 δισ. Ολα αυτά χωρίς εκθέσεις αξιολόγησης, χωρίς εγκρίσεις από τα αρμόδια κατά τον νόμο συμβούλια και όργανα, χωρίς συζήτηση στη Βουλή. Ο Κυρ. Μητσοτάκης ως άλλος Λουδοβίκος: «Το κράτος είμαι εγώ».
Αν προσθέσει κανείς και τις εξαγγελίες του για αύξηση της θητείας και υποχρεωτική στράτευση στα 18, αλλά και το πρόγραμμα πρόσληψης 15.000 επαγγελματιών οπλιτών χωρίς σχεδιασμό, χωρίς διαβούλευση, χωρίς καν προηγούμενη ενημέρωση της Βουλής, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές αμυντικές ανάγκες της χώρας μας, χωρίς την παραμικρή αναφορά στον δρομολογημένο σχεδιασμό της νέας δομής των ενόπλων δυνάμεων, τότε γεννιέται πραγματικά πλήθος ερωτημάτων για τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Η ΝΔ τόσο στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής όσο και σε αυτό της άμυνας παρουσιάζει αντιφάσεις, αποσπασματικές κινήσεις, έλλειψη ενός συνολικού και συνεκτικού σχεδίου. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να σπαταλήσει το πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο που άφησε ως παρακαταθήκη η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. «Ξέχασε» το διπλωματικό εργαλείο των ευρωπαϊκών κυρώσεων στην Τουρκία. Δεν εργάστηκε ούτε για να δοθεί κάποιο θετικό κίνητρο από την ΕΕ για την αποτροπή επιθετικών κινήσεων της Τουρκίας, στο πλαίσιο, για παράδειγμα, των συζητήσεων για την τελωνειακή ένωση ΕΕ – Τουρκίας. Ηταν και είναι απούσα από κάθε διεθνή πρωτοβουλία. Δεν κλήθηκε καν στη διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη, δεν πρωτοστάτησε στον ευρωτουρκικό διάλογο, δεν έλαβε καν την πρωτοβουλία για τη σύγκληση της συνόδου των μεσογειακών χωρών.
Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές μια πολυδιάστατη, ενεργητική, φιλειρηνική πολιτική, όπως αυτή που χάραξε ο ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια, είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. Μια πολιτική δηλαδή που να ασκείται με στόχο την ειρήνη, τη σταθερότητα, την προάσπιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των πολιτών αλλά και τη συνεργασία και τη φιλία των λαών. Μια τέτοια πολιτική που θα βασίζεται όχι σε επικοινωνιακά τεχνάσματα αλλά στην αλήθεια, όχι σε εθνικιστικές δηλώσεις για εσωτερική κατανάλωση αλλά σε διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών.
Οι πολίτες γνωρίζουν το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ: τερματισμός των τουρκικών προκλήσεων, επανεκκίνηση των διερευνητικών συνομιλιών για τη διαφορά μας με την Τουρκία, δηλαδή αυτή για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, και, στην περίπτωση που αυτές δεν καταλήξουν, προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό που δεν γνωρίζουν είναι το σχέδιο της κυβέρνησης. Επειδή ο κ. Μητσοτάκης, όσο κι αν το επιθυμεί, δεν είναι αυτοκράτορας, οφείλει να το παρουσιάσει και να κριθεί γι’ αυτό.
Ράνια Σβίγκου
Πηγή: Documento