Ως μέγιστη αναγκαιότητα ορίζει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, προκειμένου, όπως σημειώνει, να επανέλθει η χώρα σε ρυθμούς ανάπτυξης. Η θέση αυτή, η οποία παρουσιάζεται συχνά, είτε από τον ίδιο τον πρόεδρο του Συνδέσμου στις 23 Μαΐου 2016, στην ομιλία του στο βιομηχανικό συνέδριο, είτε στο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ, που εκδόθηκε στις 13 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, προξενεί σειρά ερωτηματικών.
Μια πρόχειρη ματιά στην ιστορία των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου και τον τερματισμό του Εμφυλίου δείχνει πως η πιο πυκνή περίοδος ήταν αυτή της επταετίας 1960-1967. Τη συγκεκριμένη επταετία οι ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα έφτασαν τα 432 εκατομμύρια δολάρια. Στον τομέα της βιομηχανίας αντιστοιχούσαν σχεδόν στο 50% των επενδύσεων, το οποίο αντιστοιχούσε περίπου στο ένα τρίτο του βιομηχανικού κεφαλαίου.
Το υψηλό αυτό ποσοστό ξένων επενδύσεων ήταν το μεγαλύτερο που σημειώθηκε. Από το 1968 έως το 2010 η πορεία των ξένων επενδύσεων έβαινε μειούμενη. Την επταετία 1968-1974, δηλαδή την περίοδο της χούντας, οι ξένες επενδύσεις ανήλθαν στα 336 εκατομμύρια δολάρια. Από το 1980 και μετά οι ξένες επενδύσεις περιορίστηκαν. Από τη δεκαετία του 1990 υπήρξε ενίσχυση της τάσης για επενδύσεις ελληνικών κεφαλαίων σε γειτονικές χώρες, που αφορούσαν κατά κύριο λόγο τον κλάδο των τραπεζών. Ένα ακόμα στοιχείο που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι πως ο κύριος όγκος των ξένων κεφαλαίων δεν προέρχονται πλέον από τις ΗΠΑ, όπως συνέβαινε κατά κόρον τις δεκαετίες του 1950 και 1960, αλλά από τη Γερμανία, και είναι στραμμένες κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, των δικτύων και στον κλάδο των τραπεζών. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η εξαγορά του ΟΤΕ από την κρατική Ντόιτσε Τέλεκομ το 2008.
Με το ξέσπασμα της κρίσης και την υπαγωγή της χώρας στο καθεστώς των Μνημονίων οι ξένες επενδύσεις ελαχιστοποιούνται, όπως ήταν αναμενόμενο. Με άλλα λόγια, και πάντα υπό το πρίσμα της ανάπτυξης όπως την εννοούν οι δυνάμεις της αγοράς, τα αριθμητικά δεδομένα καταρρίπτουν το επιχείρημα ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν προσελκύει ξένες επενδύσεις. Αυτές βρίσκονται σε ύφεση εδώ και χρόνια, η οποία ήταν εξαιρετικά έντονη την τετραετία 2010-14.
Ποιοι είναι οι τομείς που γίνονται επενδύσεις από ξένα κεφάλαια; Οι πιο ενδεικτικές περιπτώσεις είναι αυτές της Κόσκο, της κρατικής κινεζικής εταιρείας δηλαδή, στο λιμάνι του Πειραιά, της Φράπορτ, της ημι-κρατικής γερμανικής εταιρείας που ανέλαβε 14 περιφερειακά αεροδρόμια, αλλά και του Ελληνικού, από ένα κοινοπρακτικό σχήμα που απαρτίζεται από την αραβική Eagle Hills, την κινεζική Fosun Group και τον Όμιλο Λάτση. Με άλλα λόγια, οι πιο βασικές ξένες επενδύσεις αφορούν την εξαγορά δημόσιων υποδομών από κρατικές εταιρείες του εξωτερικού, ενώ η τρίτη αφορά την έκταση του πρώην αεροδρομίου της Αθήνας, όπου η πιο σημαντική επένδυση που σχεδιάζεται να γίνει είναι η ανέγερση καζίνο. Το αν και κατά πόσο το καζίνο συνιστά «παραγωγική επένδυση» σηκώνει πολλή συζήτηση.
Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα (ή ακόμα πιο τραγελαφική) είναι η εικόνα στον χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας, ο οποίος «απελευθερώθηκε από τα δεσμά του κράτους». Έτσι, λοιπόν, ο καταναλωτής πλέον έχει την «ελευθερία» να επιλέξει από ποια εταιρεία θα αγοράσει ηλεκτρικό ρεύμα (μάλλον το ιδιωτικό έχει ωραιότερο χρώμα), αφού η ΔΕΗ εδώ και χρόνια, στο πλαίσιο της «ελευθερίας», αύξησε το τιμολόγιό της για να μπουν οι ιδιώτες. Οι επιλογές είναι πολλές, αν και όλοι αγοράζουν ρεύμα από τη ΔΕΗ. Εντελώς δε… τυχαία, στις πιο εμβληματικές εταιρείες μετέχουν οι γνωστές κατασκευαστικές, που ως επί το πλείστον ασχολούνται με δημόσια έργα.
Όσο για τον ΣΕΒ και τις ξένες επενδύσεις, ηχεί κάπως παράδοξο οι βιομήχανοι μιας χώρας να καλούν ξένους να επενδύσουν. Μήπως να αναλάβουν οι ίδιοι κάποιο επενδυτικό ρίσκο για να επιβεβαιώσουν, στοιχειωδώς, τον ρόλο τους;
Χρήστος Σίμος
Πηγή: Η Αυγή