Η αρχή της βιομηχανικής ανάπτυξης ήταν ταυτόχρονα αφετηρία των πρώτων εργατικών αγώνων.
Αυτό αποτυπώνεται στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, που αρχίζει από τη Σύρο, το πρώτο μεγάλο εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο του νεοσύστατου κράτους.
Εκεί δημιουργήθηκε τον Φεβρουάριο του 1879, από τους εργάτες του ναυπηγείου, ίσως το πρώτο εργατικό σωματείο με τίτλο «Αδελφικός σύνδεσμος ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου».
Το ίδιο διάστημα ακολούθησε η δημιουργία σωματείου από τους εργάτες βυρσοδεψείων ενώ τρία χρόνια αργότερα (11 Ιουλίου 1882) συστήνεται το πρώτο σωματείο στην Αθήνα, που ήταν των τυπογράφων, με τίτλο «Εργατικός Σύνδεσμος των Τυπογράφων».
Η αργή συνδικαλιστική ωρίμανση των Ελλήνων εργατών αποδίδεται από ιστορικούς, όπως ο Γιάνης Κορδάτος, κυρίως στην καθυστερημένη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας.
Αυτό επιβεβαιώνεται από την αντίστροφη εικόνα του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ.
Εκεί η γρηγορότερη χρονικά και μεγαλύτερη βιομηχανική ανάπτυξη φέρνει, τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, το συνδικαλιστικό «ξύπνημα» και πολύ νωρίτερα σε σχέση με την Ελλάδα αρχίζουν οι εργάτες να διεκδικούν τα δικαιώματά τους.
Ετσι η Πρωτομαγιά του 1886 βρίσκει τους εργάτες πολλών Πολιτειών με μεγάλη βιομηχανική παραγωγή σε απεργιακές κινητοποιήσεις, με κυρίαρχο αίτημα την καθιέρωση του 8ωρου χωρίς μείωση των αποδοχών.
Μέχρι τότε εργάτες και εργάτριες κάθε ηλικίας ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται στο εργοστάσιο 10 ή 12 ώρες την ημέρα.
Οπως αποτυπώνεται στα ρεπορτάζ εφημερίδων των ΗΠΑ εκείνης της εποχής, οι διαπραγματεύσεις γίνονταν σε κάθε εργασιακό χώρο ξεχωριστά.
Ομως η εργοδοτική απάντηση ήταν η ίδια και παραμένει διαχρονική: «Δεν βγαίνουμε».
Ενα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια ήταν του Τζόρτζ Πούλμαν (Pullman), στο Σικάγο, που κατασκεύαζε και δρομολογούσε κλινάμαξες και βαγόνια-εστιατόρια και συνδέθηκε με τη δημιουργία των καθισμάτων τύπου «πούλμαν».
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Σικάγο Τρίμπιουν» (Chicago Tribune), οι περίπου 700- 900 εργάτες προχώρησαν σε απεργία ζητώντας 8ωρη εργασία και 10% αύξηση του μισθού τους.
Το γραφείο προσωπικού άρχισε διάλογο με κάθε τμήμα της εταιρείας ξεχωριστά και όπως σημειώνει η εφημερίδα, ο Πούλμαν «δέχτηκε ν’ ανοίξει τα βιβλία» και να δείξει τα κέρδη της εταιρείας λέγοντας ότι ήταν μικρά σε σχέση με την παραγωγή και το κόστος κατασκευής και πως εάν τα κέρδη αυξάνονταν, το αίτημα θα μπορούσε να ικανοποιηθεί…
Η ίδια εφημερίδα στο φύλλο της 2ας Μαΐου 1886 γράφει για «καταιγίδα απεργιών».
Πραγματικά στην κορύφωση της απεργίας υπολογίζεται ότι πήραν μέρος περίπου 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια των ΗΠΑ.
Η πιο μαχητική πορεία έγινε την Πρωτομαγιά, στο Σικάγο με τη συμμετοχή 90.000 ανθρώπων.
Τις επόμενες μέρες γίνονται βίαια επεισόδια με πυροβολισμούς εναντίον απεργών στη Νέα Υόρκη, στο Κάνσας και στο Σεντ Λιούις.
Στο Σικάγο το πρώτο αίμα χύθηκε στις 3 Μαΐου, έξω από το εργοστάσιο Μακ Κόρμικ, όταν αστυνομία και μπράβοι της επιχείρησης επιτέθηκαν σε απεργούς, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τέσσερις εργάτες και να τραυματιστούν πολλοί.
Την επόμενη μέρα η πόλη γεμίζει με ένα κάλεσμα στο οποίο αναφέρονται τα εξής:
«Μεγάλη μαζική συγκέντρωση. Απόψε στις 7 η ώρα.
Στις οδούς Haymarket και Randolph (…). Καλοί ομιλητές θα είναι παρόντες για να καταγγείλουν την αποτρόπαια πράξη της αστυνομίας, τους πυροβολισμούς στους συντρόφους μας εργάτες χθες το απόγευμα.
Η Εκτελεστική Επιτροπή»
Σύμφωνα με τις εφημερίδες, στον τόπο της συγκέντρωσης μαζεύονται περίπου 1.500 άτομα.
Ομως μια ξαφνική καταιγίδα ανάγκασε πολλούς να φύγουν και απέμειναν περίπου 800.
Οι ομιλίες άρχισαν και ενώ βρισκόταν στο βήμα ο Σάμιουελ Φίλντεν (Samuel Fielden) στις παρυφές της συγκέντρωσης κάποιοι ψιθυρίζουν: «Αστυνομία…»
Πραγματικά οχτώ ομάδες αστυνομικών, με επικεφαλής τον επιθεωρητή Τζον Μπόνφιλντ, που βρίσκονταν στη γωνία της οδού Randolph, αρχίζουν να μετακινούνται.
Ο Φίλντεν βλέπει την κίνηση και σταματάει την ομιλία του.
Ο Μπόνφιλντ φτάνοντας στην άκρη του πλήθους λέει με δυνατή φωνή: «Στο όνομα του νόμου, διαλυθείτε».
Από εκείνη τη στιγμή επικρατεί χάος. Οι αστυνομικοί παίρνουν εντολή να διαλύσουν τη συγκέντρωση διά της βίας και ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί εναντίον των διαδηλωτών.
Ταυτόχρονα μια ισχυρή έκρηξη συγκλονίζει την περιοχή.
Ηταν μια βόμβα που είχε ριχτεί από την πλευρά του πλήθους -άγνωστο από ποιον- εναντίον των αστυνομικών, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ένας και να τραυματιστούν περισσότεροι από 30.
Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και να τραυματιστεί μεγάλος αριθμός.
Αλλοι έξι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά (φίλια ή διαδηλωτών, παραμένει ανεξακρίβωτο), ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε εφτά.
Για τη βομβιστική επίθεση κατηγορήθηκαν 8 συνδικαλιστές και η δίκη τους ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886.
Στη διάρκειά της η υπεράσπιση κατήγγειλε προβοκάτσια συνδέοντάς την με το πρακτορείο ντετέκτιβ «Πίνκερτον», που συχνά χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες.
Μετά μια δίκη-παρωδία οδηγήθηκαν στην αγχόνη τέσσερις κατηγορούμενοι ενώ ένας πέμπτος αυτοκτόνησε στο κελί του.
Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης του Ιλινόις, Τζον-Πίτερ Αλτγκελντ, παραδέχτηκε ότι και οι οχτώ καταδικασθέντες ήταν αθώοι και κατηγόρησε τις αρχές του Σικάγου ότι άφησαν ανεξέλεγκτους τους ανθρώπους τού «Πίνκερτον».
Μέχρι σήμερα παραμένει ανεξακρίβωτο ποιος ήταν ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης.
Ο πρώτος εορτασμός στην Αθήνα
«Με ερυθράς κονκάρδας ήκουσαν τον σοσιαλιστή Καλλέργη»
Η Πρωτομαγιά ως εργατική γιορτή καθιερώθηκε στις 20 Ιουλίου 1889, κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου της Δεύτερης Διεθνούς (Σοσιαλιστικής Διεθνούς) στο Παρίσι, σε ανάμνηση του ξεσηκωμού των εργατών του Σικάγου.
Στην Ελλάδα ο πρώτος εορτασμός έγινε το 1893 με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη, αλλά ο πρώτος μεγάλος εορτασμός με τη συμμετοχή και των τριών βασικών σοσιαλιστικών ομάδων της εποχής έγινε ένα χρόνο αργότερα.
Ο πρώτος εορτασμός έγινε τη Κυριακή 2 Μαΐου καθώς η Πρωτομαγιά ήταν Σάββατο και εργάσιμη μέρα.
Η συγκέντρωση έγινε στον χώρο του αρχαίου Σταδίου, εκεί όπου κατασκευάστηκε αργότερα το Παναθηναϊκό Στάδιο.
«Συνήχθησαν πλείστοι εργατικοί άνθρωποι, και άλλοι κύριοι εμφορούμενοι υπό των σοσιαλιστικών αρχών, φέροντας όλοι ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης των και ήκουσαν τον σοσιαλιστή κ. Καλλέργην, όστις υποστήριξε την αργίαν της Κυριακής, τον περιορισμόν των εργασίμων ωρών εις οκτώ και την αλληλοβοήθεια των εργατών» έγραφε, την επόμενη μέρα, σε μια μικρή είδηση, η εφημερίδα «Ακρόπολις».
Στη συγκέντρωση εγκρίνεται ψήφισμα στο οποίο συνοψίζονται τα τρία βασικά αιτήματα (αργία Κυριακής, 8ωρο και συνταξιοδότηση αναπήρων από εργατικό ατύχημα), συγκεντρώνονται «πλέον των χιλίων υπογραφών» και επιδίδεται τελικά τη 1η Δεκεμβρίου 1893, στη Βουλή, από τον Καλλέργη.
Ο Καλλέργης περίμενε να αναγνωστεί το κείμενο από τον πρόεδρο της Βουλής Β. Βουδούρη αλλά εκείνος καθυστερεί:
«Αίφνης αντηχεί από του θεωρείου των δημοσιογράφων ισχυρωτάτη φωνή.
“Αντιπρόσωποι του ελληνικού λαού. Εδόθη σήμερον εις τον πρόεδρον της Βουλής αναφορά υπογεγραμμένη υπό των εργατών. Διατί δεν ανεγνώσθη; Θυσιάσατε ολίγας στιγμάς. Φροντίσατε, διότι ο σοσιαλισμός προοδεύει”.
Ολων των βουλευτών τα βλέμματα στρέφονται εις το θεωρείον.
Ο κ. πρόεδρος διατάσσει την σύλληψιν του σοσιαλιστού ρήτορος.
– Ποίος είνε αυτός; Ποίος είνε;
Ητο ο γνωστός σοσιαλιστής, διευθυντής της ομωνύμου εφημερίδας κ. Καλλέργης, ο οποίος εν τω μεταξύ εξακολουθεί αγορεύων.
– Συλλάβετέ τον! Φωνάζει ο κ. πρόεδρος
Και ο φρουρών εν τω θεωρείω τούτω στρατιώτης τον συλλαμβάνει.
Αλλά καθ’ ην στιγμήν τον απωθεί, ο Καλλέργης βροντοφωνεί:
– Ζήτω ο Σοσιαλισμός!
Αθ. Ευταξίας: Ποίος είνε αυτός, κ. πρόεδρε;
Πρόεδρος: Αυτός ο κύριος υπέβαλεν αναφοράν υπογεγραμμένην από πολλούς με κόκκινο μελάνι, την οποία θα αναγνώσω αύριον.
Επέρχεται επί τέλους ησυχία, και μετά τινάς επερωτήσεις εισέρχεται η Βουλή εις την ημερησίαν διάταξιν».
Την επόμενη μέρα, όπως διαβάζουμε στα πρακτικά της Βουλής, ο πρόεδρος Β. Βουδούρης «ανακοίνωσεν εις την Βουλήν αναφοράν των εν Αθήναις σοσιαλιστών ζητούντων να ληφθή φροντίς περί βελτιώσεως της τύχης των εν Ελλάδι εργατών, συνάμα δε επληροφόρησε την Βουλήν ότι ο ατακτήσας την προτεραία εν τοις θεωρείοις συλληφθείς εστάλη εις την αστυνομίαν και απηγγέλθη εναντίον αυτού κατηγορία επί διαταράξει της τάξεως».
Στις 9 Δεκεμβρίου 1893 ο Καλλέργης δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ημερών, τις οποίες εξέτισε στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα, στο κέντρο της Αθήνας.
Λίγους μήνες αργότερα, την Πρωτομαγιά του 1894, οι σοσιαλιστές παραμερίζουν τις (όχι λίγες) διαφορές τους και γίνεται μια μεγάλη συγκέντρωση στον ίδιο χώρο, όπου συμμετέχουν πάνω από 1.000 άτομα, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες και νέοι.
Ομιλητές ήταν κατά σειρά ο εκ των πρωτοπόρων σοσιαλιστών Πλάτων Δρακούλης, ο Σ. Καλλέργης, ο φοιτητής της Νομικής Ευάγγελος Μαρκαντωνάτος και ο Δ. Γραμματικός.