Habemus λοιπόν, ξανά, υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής. Σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από την κατάργησή του με τυμπανοκρουσίες, που ηχούν ακόμα στ’ αφτιά μας –και προκαλούν πικρά χαμόγελα– τα επιχειρήματα που συνόδευαν τη σημαδιακή μεταφορά των αρμοδιοτήτων του στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Οι δικαιολογίες που προβάλλονται από την κυβερνητική πλευρά, ποικίλλουν: από την εξομολογητική ότι, αν γνώριζαν ως αντιπολίτευση αυτά που αντιμετώπισαν ως κυβέρνηση δεν θα το καταργούσαν (συνέντευξη Μητσοτάκη στον κ. Σρόιτερ)· μέχρι τη διασκεδαστική ότι τώρα άλλαξαν οι συνθήκες και απαιτούν αλλαγή και της κυβερνητικής επιλογής(δήλωση κυβερνητικού εκπροσώπου). Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να αντιληφθεί κάποιος ότι όλα αυτά αποτελούν απόδειξη της κυβερνητικής αμηχανίας μπροστά σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, το οποίο, ωστόσο, υποσχόταν ως αντιπολίτευση να το λύσει σχεδόν ταχυδακτυλουργικά.
Ας θυμηθούμε τι έλεγε η ΝΔ καταγγέλλοντας την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων για την πολιτική της στο μεταναστευτικό, πηγαίνοντας κόντρα σ΄ ένα αυθόρμητο κοινό αίσθημα αλληλεγγύης:
Η κυβέρνηση αφήνει αφύλακτα τα σύνορα.
Καλεί τους πάντες να έρθουν στην Ελλάδα και γι’ αυτό αυξάνουν οι ροές.
Είναι ανίκανη να λύσει τα πρακτικά και οργανωτικά ζητήματα του μεταναστευτικού προβλήματος.
Αφήνει ασύδοτους τους πρόσφυγες ώσπου να πάρουν άσυλο ενισχύοντας έτσι το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών.
Όλες αυτές οι κατηγορίες –αν αλήθευαν– θα συνηγορούσαν, πραγματικά, στην ανάθεση της μεταναστευτικής πολιτικής στο υπουργείο ΠροΠο, γιατί θα ήταν υποτίθεται ζήτημα τάξης, ασφάλειας και προστασίας, και όχι ανταπόκριση σε ένα αίτημα αλληλεγγύης και εφαρμογής του διεθνούς δικαίου.
Αλλαγή επιλογής ή πολιτικής;
Η αλλαγή επιλογής της κυβέρνησης της ΝΔ σ΄ αυτό τον τομέα δεν σημαίνει υποχρεωτικά και αλλαγή πολιτικής. Σημαίνει, όμως, οπωσδήποτε αποτυχία της αρχικής σύλληψης. Σημαίνει αναγνώριση της ανάγκης να υπάρχει κυβερνητική– διοικητική δομή αυτοτελής, προσανατολισμένη στα ειδικότερα ζητήματα που αναδεικνύει η προσφυγική κρίση, σημαίνει επίσης απόρριψη της ιδέας να υπαχθούν αυτά στις δομές της ασφάλειας. Η αλλαγή της μορφής οργάνωσης, όμως, δεν συνοδεύεται από αλλαγή της πολιτικής αντίληψης με την οποία αντιμετωπίζονται από την κυβέρνηση τα σχετικά προβλήματα.
Η αξιωματική αντιπολίτευση ορθά θα πράξει αν επικρίνει την κυβέρνηση, που πειραματίστηκε επί έξι μήνες ακολουθώντας τις ιδεοληψίες της, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Θα κάνει σοβαρό λάθος, όμως, αν μείνει σ΄ αυτό και θεωρήσει ότι η υπαναχώρηση στο οργανωτικό – διοικητικό πεδίο σημαίνει αυτόματα και αλλαγή της αρχικής αντίληψης.
Το βλέπουμε ότι δεν είναι έτσι, τόσο στις εξηγήσεις που δίνουν για τη μεταστροφή αυτή, όσο και στην εμμονή να εφαρμοστούν τα περιοριστικά των δικαιωμάτων των προσφύγων μέτρα, γιατί –τάχα– έτσι θα λυθούν όλα τα προβλήματα. Τα νομοθετικά μέτρα σκλήρυνσης της στάσης απέναντι στους πρόσφυγες –οικονομικούς και πολέμου– υπάρχουν και εφαρμόζονται. Η χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσής τους υπονοείται σαν μέτρο αποθάρρυνσης των προσφύγων να επιλέγουν την Ελλάδα σαν σημείο εισόδου. Τα κλειστά κέντρα που προκαλούν αντιδράσεις του τοπικού πληθυσμού στα νησιά του Αιγαίου, δρομολογούνται κανονικά παρά την καθυστέρηση που παρατηρείται.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά στο παράδοξο να αναγνωρίζει έμπρακτα η κυβέρνηση της ΝΔ την αποτυχία της στον τομέα της οργάνωσης του κυβερνητικού έργου στο πεδίο του προσφυγικού και να αλλάζει το οργανωτικό σχήμα, αλλά να διατηρεί τις πολιτικές που είχαν υπαγορεύσει την κατάργηση του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής.
Κυβερνητικό αδιέξοδο – κίνδυνος για την κοινωνία
Το κάνει αυτό γιατί δεν μπορεί να δεχτεί ότι η αποτυχία της είναι ιδεολογική – πολιτική. Εκείνοι που προπηλάκισαν στη Χίο τον κ. Μηταράκη, δεν είχαν πρόβλημα με την υπαγωγή του μεταναστευτικού στο υπουργείο ΠροΠο. Ίσα ίσα, η υπαγωγή αυτή ταίριαζε με τις αντιλήψεις στο δικό της κόσμο, ότι είναι πρόβλημα ασφάλειας και καταστολής. Η απαίτησή τους να φύγουν τα κέντρα από τα νησιά –και, αντίστοιχα, η απαίτηση να μην εγκατασταθούν σε διάφορες περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας– είναι συνέπεια της πολιτικής που ακολούθησε η ΝΔ ως αντιπολίτευση, που θεωρούσε αιτία της προσφυγικής κρίσης τον ΣΥΡΙΖΑ και υποσχόταν την εύκολη εξάλειψή της σε όσους έδειχναν μηδενική ανοχή στην ιδέα της αλληλεγγύης προς τους ξεριζωμένους. Μια στάση που, για χάρη του προσεταιρισμού ακροδεξιάς ροπής ψηφοφόρων, πρόβαλλε το προσφυγικό σαν ζήτημα ασφάλειας, καλλιεργούσε το φόβο απέναντι στον ξένο και υποβάθμιζε συστηματικά την ανάγκη να ενισχυθεί το αυθόρμητο αίσθημα αλληλεγγύης σε όλους τους κατατρεγμένους.
Θα ήταν σοβαρό λάθος η αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να περιοριστεί στην ανάδειξη του σφάλματος της αρχικής επιλογής και στον τονισμό της επιστροφής της ΝΔ στην επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ και όσων θετικών είχε και έχει μια τέτοια επιλογή. Τα αυξανόμενα όλο και πιο δυναμικά σημάδια απόρριψης από πολλές τοπικές κοινωνίες της ίδρυσης κέντρων στην ενδοχώρα και, παράλληλα, εξίσου δυναμικών κινητοποιήσεων κατοίκων των νησιών του Αιγαίου, που βλέπουν να καθυστερεί η αποσυμφόρηση των εκεί κέντρων, όπως τους είχαν υποσχεθεί ανέξοδα, είναι απόρροια της εμμονής της ΝΔ στην ίδια πολιτική επιχείρηση προσεταιρισμού ακροδεξιών τμημάτων του εκλογικού σώματος.
Δέσμια της αντίληψής της
Η ΝΔ ως κυβέρνηση δεν θερίζει μόνο ό,τι έσπειρε ως αντιπολίτευση. Αδυνατεί και τώρα, που ο μικροκομματικός σκοπός επετεύχθη,να απεμπλακεί από τον αντι-ΣΥΡΙΖΑ ακροδεξιό λαϊκισμό και να αναγνωρίσει τις πολιτικές ευθύνες για τη συντήρηση και την ενδυνάμωση ξενοφοβικών, ρατσιστικών και ακροδεξιών αντιλήψεων.
Εδώ βρίσκεται και ο μεγάλος κίνδυνος: η αντιπαράθεση κυβέρνησης αντιπολίτευσης να σταθεί στα επιφαινόμενα, δηλαδή στην κατάργηση και την ανασύσταση του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, και να μην αναδειχθεί η καρδιά του προβλήματος. Η σύγκρουση της κυβέρνησης της ΝΔ με τους πολίτες που η ίδια η αντιπολιτευτική πολιτική της ντοπάρισε, μπορεί να ξυπνήσει το τέρας του εγχώριου ναζισμού. Η ενίσχυσή του είναι πολύ πιθανό να προκύψει από τη διάψευση των μεγάλων προσδοκιών, που η ίδια η ΝΔ εξέθρεψε με την τυφλή αντιπολιτευτική πολεμική της κατά του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του. Την απόκρουση ενός τέτοιου κινδύνου μόνο η κινητοποίηση της αριστεράς και του δημοκρατικού κόσμου μπορεί να εγγυηθεί.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή