Macro

Προπαγάνδα με προβιά επιστήμης

«Εν τη πραγματικότητι δεν θα είναι ούτε Ινστιτούτον
ούτε θα ασχολήται με τας βαλκανικάς σπουδάς,
αλλά θα αποτελή κέντρον υπηρεσίας προπαγάνδας»
Χριστόφορος Νάλτσας, εισήγηση για την ίδρυση του ΙΜΧΑ (1950)

Πέραν όλων των άλλων, η Συμφωνία των Πρεσπών είχε και κάποια απροσδόκητα θύματα: τον ερχόμενο μήνα έκτακτη γενική συνέλευση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών θ’ αποφανθεί για το αίτημα διαγραφής του πρώην προέδρου της Νικολάου Μέρτζου, επειδή τάχθηκε δημόσια υπέρ ενός «έντιμου συμβιβασμού» με την ΠΓΔ Μακεδονίας.

Ειρωνεία, όντως, της Ιστορίας. Ο απειλούμενος με διαγραφή (και έξωση από το γραφείο του) επίτιμος κατάφερε να επιβιώσει πολιτικά στη Μεταπολίτευση, παρότι υπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος της χούντας (αντιπρόεδρος της διαβόητης «Συμβουλευτικής»).

Λοιδορούσε για χρόνια γείτονες και «εσωτερικό εχθρό» σαν «απογόνους δωσιλόγων», δίχως κανείς να τολμήσει να θυμίσει το (δικαστικά επικυρωμένο) δωσιλογικό παρελθόν του δικού του πατέρα. Μόλις όμως αναδείχτηκε σε μορφή διακομματικής αποδοχής, τα πνευματικά του τέκνα έσπευσαν να τον αποκαθηλώσουν, επιβεβαιώνοντας για νιοστή φορά τον δομικά μισαλλόδοξο χαρακτήρα της εθνικοφροσύνης.

Οι γενίτσαροι της Νέας Τάξης

Ο Μέρτζος κοιμήθηκε βέβαια όπως ακριβώς είχε στρώσει. Δεν αναφερόμαστε στη μακρινή εποχή της χούντας, αλλά στην πρόσφατη πολιτεία του κατά τη διαμάχη για το γνωστό «αντεθνικό» βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού: την ημερίδα «Διεθνική Ιστορία και Εθνική Ιστορία.

Αποδόμηση της Ιστορίας και του Εθνους» που οργάνωσε στις 29/4/2007, καλώντας σε πανεθνικό εξοβελισμό όσων επιστημόνων θέτουν σε αμφισβήτηση τα ιερά και όσια της φυλής.

«Πέντε καθηγητές της Ιστορίας και δύο πανεπιστημιακοί ερευνητές φώτισαν από κάθε πλευρά τη διεθνιστική και διεθνή επιστημονική ομάδα που διδάσκει και διαδίδει τη “Νέα Ιστορία” η οποία αποδομεί την εθνική Ιστορία των Λαών, προκειμένου να αποδομήσει στη συνείδηση των νέων γενεών την ιδέα του Εθνους και έτσι να εντάξει ευκολότερα τους Λαούς στη Νέα Τάξη της αμερικανικής Αυτοκρατορίας!» διαβάζουμε για την εκδήλωση αυτή στην επίσημη ιστορία της ΕΜΣ που φέρει την υπογραφή του −μαζί με την ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι «τα πρακτικά της Ημερίδας απεστάλησαν σε ολόκληρη την κλίμακα της πολιτικής, εκκλησιαστικής, εκπαιδευτικής και τοπικής ελληνικής ηγεσίας» (Ν. Μέρτζος – Κ. Πλαστήρας, «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Χρονικό 1939-2007», Θεσ/νίκη 2007, σ.101).

Εξίσου εύγλωττος είναι ο ίδιος στον πρόλογο της σχετικής έκδοσης της Εταιρείας: «Εντός και εναντίον της Εθνικής Παιδείας», καταγγέλλει, «έχει στηθεί και ήδη λειτουργεί ένα Κρυφό Σχολειό, νεοταξικό και διεθνιστικό, όπου, σε πανελλαδική κλίμακα, συντελείται ένα παιδομάζωμα. Τα άγουρα Ελληνόπουλα εκπαιδεύονται να αλλαξοπιστήσουν κυριολεκτικά αποτάσσοντας [sic], ως Σατανά, την πίστη των γονέων τους και προσηλυτιζόμενα στην πίστη της Νέας Τάξης» («Η αποδόμηση του Εθνικού Κράτους και της Ιστορίας του», Θεσ/νίκη 2007, σ.8).

Ακόμη διαφωτιστικότερη υπήρξε όμως η εναρκτήρια ομιλία εκεί του καθηγητή Ιωάννη Κολιόπουλου, μέλους του Δ.Σ. και εφόρου Βιβλιοθήκης της ΕΜΣ.

Ο ομιλητής:

 Ταύτισε κάθε «αμφισβήτηση της εθνικής ιστορίας» με «επιχείρηση να κατεδαφισθεί η εθνική ταυτότητα των Ελλήνων» (σ.16).

 Κατήγγειλε «τη διεθνιστική “cabale” που ορίζει και νέμεται τις εθνικές ευαισθησίες των Ελλήνων, τουλάχιστον από τη Μεταπολίτευση και εξής», «μια “cabale” ανιστόρητων και ανελλήνιστων νομέων της εθνικής ευαισθησίας, η οποία τείνει να επιβάλει καθεστώς ιδεολογικής τρομοκρατίας στην ελληνική πνευματική και πολιτική ηγεσία» (σ.19-20).

 Κινδυνολόγησε ότι «στην ελληνική πραγματικότητα, η πολυπολιτισμική κοινωνία που επαγγέλλονται οι διάφοροι αποδομητές του ομοιογενούς εθνικού κράτους θα είχε ως πιθανές συνέπειες διάφορες αποσχιστικές κινήσεις» (σ.20).

 Διακήρυξε, τέλος, ρητά ότι «το περιεχόμενο της εθνικής ιστορίας και η δι’ αυτού του περιεχομένου καλλιέργεια και προαγωγή της εθνικής ταυτότητας δεν είναι αντικείμενο συζητήσεως και αποφάσεως των ιστορικών, αλλά πολιτικό ζήτημα, για το οποίο αποφασίζουν τα αρμόδια θεσμικά όργανα της πολιτείας. Οι Ιστορικοί, όταν συγγράφουν βιβλία Ιστορίας για το Ελληνικό σχολείο, δεν έχουν το δικαίωμα της λαθραίας [sic] εισαγωγής περιεχομένου και ερμηνειών του ιστορικού παρελθόντος που αντιβαίνουν στα ρητά προστατευόμενα από το Σύνταγμα αγαθά, στην εθνική συνείδηση και τη θρησκευτική πίστη του κυρίαρχου λαού» (σ.16-17).

Ο κ. καθηγητής απέφυγε, βέβαια, να διευκρινίσει πώς και ποιος ορίζει το περιεχόμενο αυτής της εθνικής συνείδησης. Οι ίδιοι άραγε μηχανισμοί που ορίζουν κι εκείνο της θρησκευτικής; Ή μήπως θα ‘πρεπε ν’ αναλάβει μια και καλή ο στρατός −καθ’ ύλην αρμόδιος άλλωστε για την ΕΗΔ (Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση) των αμέσως μεγαλύτερων ηλικιών;

Εθνικοφροσύνη εκ γενετής

Καμιά απ’ αυτές τις εξελίξεις δεν υπήρξε βέβαια κεραυνός εν αιθρία. Αν μη τι άλλο, η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, σωματείο που ιδρύθηκε επί δικτατορίας Μεταξά με πρώτο πρόεδρο τον (διορισμένο) δήμαρχο Θεσσαλονίκης, έχει μια μακρά παράδοση επίδοσης στην εθνικιστική κρατική προπαγάνδα.

Ο σκληρός πυρήνας της είναι έτσι απόλυτα λογικό ν’ αντιδρά ακόμη και στη σκέψη πως οι νέοι προσανατολισμοί της κρατικής πολιτικής στα Βαλκάνια δεν έχουν πλέον ανάγκη την παλιομοδίτικη εθνικοφροσύνη του ως οργανωτή της λαϊκής συναίνεσης.

Για έναν φορέα που αναγόρευσε σε «μεγάλους ευεργέτες» ακόμη και μεγαλοδωσίλογους χρηματοδότες όπως ο Τσολάκογλου, ο Λογοθετόπουλος ή ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης, η όποια κρατική πατρωνία συνιστά άλλωστε αναγκαίο όρο ύπαρξης.

Το ντοκουμέντο που παρουσιάζουμε σήμερα φωτίζει μια καθοριστική στιγμή αυτής της προϊστορίας: την εκκόλαψη της σύστασης του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ) ως παραρτήματος αρχικά της ΕΜΣ, αμέσως μετά τον Εμφύλιο.

Πρόκειται για το 28σέλιδο «Υπόμνημα περί του τρόπου αντιμετωπίσεως της σλαβικής προπαγάνδας», που τύπωσε τον Ιούνιο του 1950 «ως χειρόγραφον» (σε περιορισμένο δηλαδή αριθμό αντιτύπων για επιλεγμένους, υψηλά ιστάμενους αναγνώστες) ο Χριστόφορος Νάλτσας, μέλος του Δ.Σ. και έφορος Βιβλιοθήκης της Εταιρείας, αντίγραφο του οποίου εντοπίστηκε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.

Αντικείμενο του «Υπομνήματος» ήταν η δημιουργία μιας «ειδικής υπηρεσίας προπαγάνδας» απευθυνόμενης στη διεθνή αλλά και την εγχώρια κοινή γνώμη (ιδίως τη νεολαία)· υπηρεσίας που θα λειτουργούσε «καλυπτομένη υπό το όνομα “Ινστιτούτον βαλκανικών σπουδών”», ενώ «εν τη πραγματικότητι δεν θα είναι ούτε Ινστιτούτον ούτε θα ασχολήται με τας βαλκανικάς σπουδάς, αλλά θα αποτελή κέντρον υπηρεσίας προπαγάνδας».

Τρία χρόνια μετά ο εισηγητής ανέλαβε το αρτισύστατο ΙΜΧΑ (αγγλιστί: Institute for Balkan Studies) ως «πρώτος γραμματέας» της Διοικούσας Επιτροπής του «με αρμοδιότητες διευθύνοντος συμβούλου» («Χρονικό», όπ.π., σ.66).

Το βιογραφικό του Νάλτσα (1896-1980) αποδεικνύεται άκρως διαφωτιστικό για τα ειδικά χαρακτηριστικά του εγχειρήματος.

Γιος υπαλλήλου και πράκτορα των ελληνικών προξενείων της Μακεδονίας (1886-1912) κι υποπροξένου κατόπιν στη Σμύρνη, την Αδριανούπολη και την Τραπεζούντα (1913-1915), ξεκίνησε την καριέρα του ως διευθυντής του γραφείου πληροφοριών (Α2) μεγάλων μονάδων του ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία. Δικηγόρος και νομικός σύμβουλος ξένων εταιρειών στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου, στην Κατοχή αναδεικνύεται σε ηγετικό πολιτικό στέλεχος της εθνικόφρονος ΠΑΟ και, ταυτόχρονα, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (στο Δ.Σ. της οποίας μετέχει από τις 3/5/1942 μέχρι το 1973).

Διαφωνεί μάλιστα με την αυτοδιάλυση της ΠΑΟ, όταν το ένοπλο σκέλος της συνεργάστηκε με τους Γερμανούς (Π. Παπαθανασίου, «Για τον ελληνικό βορρά», Αθήνα 1997, σ.617-8).

Μεταπολεμικά ο Νάλτσας εκφωνεί ομιλίες και εκδίδει βιβλιαράκι (της ΕΜΣ) για τις «εθνικές μας διεκδικήσεις», διεκδικώντας τη μισή Αλβανία, τη μισή Βουλγαρία και το σύνολο της σημερινής ΠΓΔΜ βάσει μιας ελληνικής μεταγραφής του χιτλερικού Lebensraum: «Έδαφος ανέκαθεν ανίκανον να διαθρέψη πλέον των 4.000.000 περιλαμβάνει σήμερον πληθυσμόν υπερβαίνοντα τα 8.000.000 και ως εκ τούτου ο Ελληνικός λαός είναι αδύνατον να ζήση και να εξελιχθή εις τα σύνορά του ταύτα, τα προπολεμικά. Εχει απόλυτον ανάγκην γης, την οποίαν θα αποκτήση μόνον διά της προς βορράν επεκτάσεως των ορίων της χώρας» («Τα ελληνοσλαυικά σύνορα», Θεσ/νίκη 1946, σ.4).

Στο αποκορύφωμα της Λευκής Τρομοκρατίας θα χρηματίσει δε υφυπουργός γενικός διοικητής Δυτικής Μακεδονίας (11/6-26/11/1945), διορισμένος από την ακροδεξιά κυβέρνηση Βούλγαρη.

Λεπτά ζητήματα

Ως είθισται σε τέτοια έγγραφα, το πρώτο μέρος του «Υπομνήματος» επιδίδεται σε άφθονη κινδυνολογία για τη (μη) απήχηση της εθνικής επιχειρηματολογίας περί Μακεδονικού στη διεθνή κοινή γνώμη.

Από τις τακτικές επαφές του με πολλούς Αγγλοσάξονες που «επεσκέφθησαν την Ελλάδα υπό διαφόρους ιδιότητας, ως στρατιωτικοί, προξενικοί υπάλληλοι, μέλη διαφόρων επιτροπών βοηθείας, δημοσιογράφοι, εκπαιδευτικοί, μέλη της Βαλκανικής επιτροπής του Ο.Η.Ε. κλπ», διαβάζουμε, διαπίστωσε «μετά λύπης ότι παρά τον επίπλαστον φιλελληνισμόν των έχουν μορφωμένην γνώμην βάσει των εις τας χώρας των κυκλοφορούντων βιβλίων, ιστορικών, πολιτικών, εθνογραφικών κλπ, ότι η Μακεδονία κατοικείται από πληθυσμόν σλαβικόν κατά πλειοψηφίαν και ότι η Ελλάς από του 1912 και εντεύθεν μέχρι σήμερον επεχείρησε διά σκληρών μέτρων την εξελλήνισιν αυτού, την οποίαν όμως δεν επέτυχεν εισέτι» (σ.3).

Μεγάλο μέρος καταναλώνεται έτσι σε μια εκτενή -και υπερβολική- περιγραφή της απήχησης των σλαβικών απόψεων στην αγγλόγλωσση βιβλιογραφία (σ.7-21).

Ως απειλητικότερος σκιαγραφείται ωστόσο ένας άλλος κίνδυνος: η «ορμητική εκστρατεία της σλαβικής προπαγάνδας διά την κινητοποίησιν της κοινής γνώμης των αγγλοσαξωνικών χωρών» −με άξονα, όπως υπονοείται, τα δικαιώματα των μειονοτήτων (σ.5).

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες υπερβολές, το πρόβλημα εδώ είναι μάλλον απτό: «Κατά τα τελευταία τρία έτη πλείστοι εκπρόσωποι των ως άνω χωρών, προξενικοί, στρατιωτικοί, μέλη του Ο.Η.Ε., κατά την εδώ διαμονήν των ησχολήθησαν με ενδελεχείς ερεύνας εις την Β.Δ. Μακεδονίαν, Κεντρικήν Μακεδονίαν, βόρειον τμήμα της Ανατολικής Μακεδονίας και την Θράκην και εις πολλάς πόλεις, Φλώριναν, Καστορίαν, Έδεσσαν, Κιλκίς κλπ, ως προς την εθνολογικήν σύνθεσιν του πληθυσμού επί τουρκοκρατίας και σήμερον και συνέλεξαν διάφορα στοιχεία περί των επελθουσών μεταβολών από του 1912 και εντεύθεν, ιστορικά στοιχεία περί του Μακεδονικού αγώνος, της δράσεως κατ’ αυτόν των βουλγαρικών συμμοριών κλπ.» (σ.4).

Η επιτόπια αυτή ενημέρωση θα έπρεπε βέβαια κανονικά να χαροποιεί, ως έμπρακτη διάψευση των «ψευδολογιών» της «σλαβικής προπαγάνδας» στο εξωτερικό· φαίνεται όμως ότι στο μυαλό του συντάκτη (και των αποδεκτών) της έκθεσης, «αλήθεια» και «ψέμα» συνιστούσαν έννοιες πολύ διαφορετικές απ’ ό,τι νομίζουμε.

Το ζουμί του ντοκουμέντου βρίσκεται φυσικά στο διά ταύτα (σ.21-8), που παρατίθεται εδώ αυτούσιο. Η ωμότητα των διατυπώσεων του στελέχους της ΕΜΣ και ιδρυτή του ΙΜΧΑ καθιστά κάθε σχόλιο περιττό.

Επισημαίνουμε ωστόσο δύο σημεία:
(α) τον ισχυρισμό ότι στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου η δυτική κοινή γνώμη χειραγωγείται από τη «ρωσική» προπαγάνδα, και
(β) την έμφαση στο οικονομικό σκέλος της αμοιβής των εμπλεκόμενων εθνικοφρόνων πολύ πάνω από «τους σημερινούς μισθούς πείνης των δημοσίων υπαλλήλων».

Υπόμνημα περί του τρόπου αντιμετωπίσεως
της σλαβικής προπαγάνδας

Η πρώτη σελίδα του Υπομνήματος Νάλτσα | ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Δ΄. Ανάγκη οργανώσεως αντιπροπαγάνδας.Εκ των εν εκτάσει ανωτέρω εκτεθέντων προκύπτει ότι εις τας αγγλοσαξωνικάς χώρας η θέσις μας ως προς το Μακεδονικόν ζήτημα, το οποίο πάντοτε, εφ’ όσον υπάρχουν Σλάβοι εν τω κόσμω και Ελληνες, κατέχοντες την γωνίαν ταύτην, θα υφίσταται και θα αποτελή σπινθήρα ενδεχομένων εκρήξεων, είναι λίαν επισφαλής, ίνα μη είπωμεν απελπιστική, διότι μέχρι σήμερον ουδεμία σοβαρά και συστηματική εργασία ανελήφθη υπό των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών διά την διαφώτισιν της αγγλοσαξωνικής κοινής γνώμης περί του δικαίου των αξιώσεών μας.

Δεν πρόκειται ενταύθα να αναζητήσωμεν τους υπευθύνους. Το ζήτημα δέον να τοποθετηθή εις την άκρως επείγουσαν ανάγκην της οργανώσεως της συστηματικής αντιπροπαγάνδας μας εν τω εξωτερικώ, με παράλληλον συγκρότησιν ειδικού οργανισμού εν τω εσωτερικώ, αρμοδίου διά τον χειρισμόν των ζητημάτων τούτων. Δέον να κατανοηθή ότι με την εχθρότητα των Αγγλων και Αμερικανών εις το Μακεδονικόν ζήτημα, την παντελή έλλειψιν κατανοήσεως υπ’ αυτών της ανάγκης της δημιουργίας ισχυρού ελληνικού προμαχώνος κατά του απειλούντος την Μεσόγειον Σλαβισμού, και την αδιάφορίαν των διά την ενίσχυσιν ου μόνον διά των πενιχρών εις χρήμα εισφορών, αλλά και διά γενικωτέρων και ρεαλιστικών χειρονομιών, του ελληνικού παράγοντος εν τη Βαλκανική, δεν δυνάμεθα να είμεθα ασφαλείς, αν θα παραμείνωμεν μέχρι τέλους αλώβητοι. Το περιβάλλον του ΟΗΕ και αι παντοειδείς επιτροπαί του, αι ρυμουλκόμεναι υπό των Ηνωμένων Πολιτειών νοτιοαμερικανικαί δημοκρατίαι και αι αποικίαι και κτήσεις της Αγγλικής αυτοκρατορίας υπό της Αγγλίας είναι αναμφισβήτως εχθρικαί δι’ ημάς και δεν έχουν ιδίαν γνώμην διά το άνευ ειδικού ενδιαφέροντος δι’ αυτάς και άγνωστον εν πολλοίς Μακεδονικόν ζήτημα. Εις δεδομένην στιγμήν θα ακολουθήσουν απόψεις και εμπνεύσεις της ώρας εκείνης και ουδείς μας εγγυάται ότι δεν θα είναι επιβλαβείς δι’ ημάς.

Οθεν χρειάζεται αγών και δη αγών σκληρός διά την μεταστροφήν της ήδη διαμορφωθείσης ειδικώς εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις και τη Αγγλία κοινής γνώμης ως προς το Μακεδονικόν ζήτημα και διαφώτισις βάσει καλώς οργανωμένου σχεδίου ου μόνον του λαού, αλλά και των επιστημόνων, οίτινες εν τη προκειμένη περιπτώσει είναι οι μάλλον επικίνδυνοι, καθ’ όσον υιοθετούντες αβασανίστως υποβαλλομένας αυτοίς ανακριβείς πληροφορίας υπό της βουλγαρικής προπαγάνδας, ενισχύουν τας θέσεις της διά του κύρους των ως επιστημόνων και των ευρέως διάδεδομένων συγγραμμάτων των.

Η προϊστορία

Περί της οργανώσεως μιας τοιαύτης υπηρεσίας μάς εδόθη πολλάκις κατά το παρελθόν η ευκαιρία να ασχοληθώμεν χωρίς δυστυχώς μέχρι σήμερον να κατορθώσωμεν να επιτύχωμέν τι.

Κατά το έτος 1932 είχα την τιμήν και ευτυχίαν να τύχω ακροάσεως του τότε πρωθυπουργού αειμνήστου Ελευθερίου Βενιζέλου, εις τον οποίον εξέθεσα εν εκτάσει τας επί του ζητήματος της παρακολουθήσεως της βουλγαρικής προπαγάνδας όσον αφορά την Μακεδονία απόψεις μου και διεπίστωσα το μέγα ενδιάφέρον του διά το ζήτημα τούτο, διότι με ήκουσεν επί ώραν σχεδόν με μεγάλην προσοχήν. Μου εζήτησε πληρέστερα στοιχεία και σχέδιον οργανώσεως της σκοπουμένης υπηρεσίας. Δυστυχώς η μετ’ ολίγους μήνας πτώσις της κυβερνήσεως Βενιζέλου εματαίωσε πάσαν περαιτέρω πρόοδον του ζητήματος.

Ανάλογος προς την σημερινήν εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις κατάστασιν δραστηριότητος της σλαβικής, βουλγαρικής, ρωσικής, γιουγκοσλαβικής προπαγάνδας είχεν εμφανισθεί κατά το έτος 1937. Εις υπόμνημά μου, υποβληθέν διά του αρχηγού Γενικού επιτελείου στρατού αντιστρατήγου Νικ. Σπυροπούλου προς τον τότε πρόεδρον της Κυβερνήσεως Ιω. Μεταξάν, εξέθετον τας επί του σημείου τούτου αντιλήψεις μου και εζήτουν την ίδρυσιν εν Θεσσαλονίκη ενός κέντρου προπαγάνδας υπό τον συγκαλυπτικόν τίτλον Ινστιτούτου βαλκανικών σπουδών. Δυστυχώς ο τότε πρόεδρος της κυβερνήσεως, ασχολούμενος να επανασυνδέση τας σχέσεις της Ελλάδος μετά της Βουλγαρίας, δεν απεδέχθη τας προτάσεις μου, διότι εθεώρησε ότι «εις εποχήν καθ’ ήν ήρχισαν συσσωρευόμενα νέφη εις τον βαλκανικόν ορίζοντα, αυτό θα ηδύνατο να δημιουργήση αιχμήν εις τας αγαθάς σχέσεις, τας οποίας μετά μεγάλου κόπου αγωνίζεται να αποκαταστήση μετά των Βουλγάρων και Γιουγκοσλάβων».

Ε. ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Κατά την κατοχήν (1942), ότε Γενικός Διοικητής Μακεδονίας ήτο ο Βασ. Σιμωνίδης, δεδομένου ότι από της επομένης της καταρρεύσεώς μας και της γερμανοβουλγαρικής εν Μακεδονία εισβολής είχε παρατηρηθή μία άνευ προηγουμένου έντασις της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας με πληθύν δημοσιευμάτων εις την γερμανικήν, τα οποία διενέμοντο δωρεάν εις τους Γερμανούς αξιωματικούς και τους διανοουμένους οπλίτας, χαρτών, στατιστικών πινάκων κλπ δημοσιευμάτων, παρουσιαζόντων την Ελληνικήν Μακεδονίαν ως βουλγαρικήν, ως και την αναξίαν λόγου μειονότητα των ρουμανιζόντων ως δήθεν σημαντικήν, επανήλθομεν εις την εισήγησιν της δημιουργίας του Ινστιτούτου βαλκανικών σπουδών.

Ο Βασ. Σιμωνίδης, Μακεδών και αυτός, κατενόησε την άμεσον ανάγκην τούτου, εχόμενος όμως στερώς τής προς τα ακαδημαϊκά ιδρύματα αγάπης και εκτιμήσεώς του, ηθέλησεν επιμόνως όπως αυτό ενταχθή εις το Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης και λάβη ευρύτερον χαρακτήρα, προστιθεμένης εις την αποστολήν του και της ιστορικής ερεύνης.

Η διεύρυνσις αύτη, ως αμέσως τω εδήλωσα, θα ήτο μοιραία, διότι ημείς είχομεν ανάγκην και δη ανάγκην μεγάλην και επείγουσαν ενός ευκινήτου κέντρου προπαγανδιστικού, οργάνου εθνικού αμυντικής μορφής, το οποίον θα εξεμεταλλεύετο διά την εθνικήν υπόθεσιν τα ιστορικά, εθνολογικά κλπ δεδομένα, και ουχί ενός επιστημονικού κέντρου ιστορικής ερεύνης, διά την οποίαν τότε ούτε ο χρόνος ήτο πρόσφορος ούτε τα επιστημονικά και οικονομικά μέσα επήρκουν, ούτε δε και αι εξαιρετικαί εθνικαί περιστάσεις, τας οποίας διηνύομεν, το επέτρεπον.

Η εξάρτησις του Ινστιτούτου αυτού από το Πανεπιστήμιον θα τω προσέδιδε επιστημονικήν ακαμψίαν και στειρότητα, τιθεμένου ούτως εν τη γενέσει του του σπέρματος του εκ του δυσκινήτου και της αδρανείας θανάτου του. Και όντως αι απόψεις ημών αύται επηλήθευσαν πλήρως, διότι το Ινστιτούτον βαλκανικών σπουδών απέθανεν κυοφορούμενον και εκ των αναληφθεισών υπό των μελών του εργασιών ουδεμία επερατώθη, συνεπώς ουδέν απέδωκε, μη πραγματοποιήσαν ούτε έν απλούν βήμα, διά να υποδηλώση τουλάχιστον την ύπαρξίν του.

Κατά το 1948 (Σεπτέμβριος) υπέβαλα εις τον τότε αντιπρόεδρον της κυβερνήσεως και υπουργόν των εξωτερικών Κ. Τσαλδάρην τη υποδείξει του πολυσέλιδον σημείωμα επί του αυτού θέματος διά της Γενικής διοικήσεως Βορείου Ελλάδος και διά του Γ΄ σώματος στρατού εις το Γενικόν επιτελείον στρατού, ως και διά της Επιτροπής εθνικών δικαίων, χωρίς όμως επ’ αυτού να επακολουθήση σχετική τις ενέργεια.

Κάλυψη και πραγματικότητα
Το βιβλιαράκι της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, διά χειρός Νάλτσα, περί «εθνικών διεκδικήσεων» (1946) και ο ένθετος χάρτης του με τα σύνορα του ελληνικού «ζωτικού χώρου». Ο μνημονευόμενος χάρτης του 1878 είχε παραχθεί από το ελληνικό υπ. Εξωτερικών
Το βιβλιαράκι της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, διά χειρός Νάλτσα, περί «εθνικών διεκδικήσεων» (1946) και ο ένθετος χάρτης του με τα σύνορα του ελληνικού «ζωτικού χώρου». Ο μνημονευόμενος χάρτης του 1878 είχε παραχθεί από το ελληνικό υπ. Εξωτερικών |

Φρονούμεν ότι υπό τας παρούσας περιστάσεις, ως αύται εξετέθησαν ανωτέρω, είπερ ποτέ και άλλοτε επιβάλλεται η οργάνωσις της παρακολουθήσεως της σημερινής σλαβικής, βουλγαρικής, γιουγκοσλαβικής και ρωσικής προπαγάνδας διά την αυτονόμησιν της Μακεδονίας, η οποία ήδη προσέλαβε πολύπλευρον και ευρυτέραν μορφήν και κατευθύνεται πλέον ου μόνον εκ Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας ή Ρουμανίας, αλλά και εξ αυτής ταύτης της Μόσχας και της Κομινφόρμ διά των ποικίλων εις το εξωτερικόν ευρισκομένων αμέσων οργάνων των, προπαγανδιστικών τοπικών οργανώσεων, κομμουνιστικών κομμάτων, συνοδοιποριακών οργανισμών, προσκειμένων πολιτικών και δημοσιογράφων, επιστημόνων κλπ.

Είναι ανάγκη εθνική επείγουσα να ιδρυθή έν προπαγανδιστικόν κέντρον το ταχύτερον και δη κατά τρόπον συστηματικόν ωργανωμένον. Δυστυχώς πρέπει να ομολογήσωμεν ότι μέχρι σήμερον το υπουργείον τύπου, όπως εν πολλοίς και το υπουργείον εξωτερικών, ουδέν απολύτως απέδωσαν από της πλευράς αυτής, καταναλωθέντα εις εξυπηρέτησιν ατόμων, οργανωτικήν αναρχίαν και πολυπραγμοσύνην. Κατά τας κρισίμους διά το έθνος περιστάσεις αυτάς, και ιδίως διά την ακεραιότητα της χώρας και αυτήν ταύτην την υπόστασιν της Μακεδονίας, ήτις αποτελεί την καρδίαν του εθνικού σώματος της Ελλάδος, αν ο νους της θεωρηθή η Νότιος Ελλάς, δεν είναι επιτρεπτόν να αντιμετωπίζωμεν τοιαύτης ζωτικής σημασίας εθνικά ζητήματα με την παροιμιώδη νωχέλειαν, η οποία μας διάκρίνει, και τον νοσηρόν ερασιτεχνισμόν, ο οποίος είναι απότοκος μιας οργανικής αδυναμίας συλλήψεως της σοβαρότητος του θέματος.

Προς αντιμετώπισιν της προπαγανδιστικής κινήσεως εις τας αγγλοσαξωνικάς χώρας και ανασκευήν της πληθώρας των ευρέως κυκλοφορούντων δημοσιευμάτων ουδεμία σοβαρώς ωργανωμένη μέριμνα ελήφθη μέχρι τούδε υπό του κράτους, αν δε κάπου προβάλλη καμμία διάψευσις ή αντιδημοσίευμα, τούτο είναι πολλάκις συμπτωματικόν και οφείλεται κυρίως εις την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν.

Φρονούμεν ότι επιβάλλεται η άμεσος δημιουργία ειδικής υπηρεσίας διά το έργον τούτο με έδραν την Θεσσαλονίκην.

Η Θεσσαλονίκη ενδείκνυται ως έδρα και κέντρον αυτής, διότι εμφανίζει το πλεονέκτημα ότι ευρίσκεται αφ’ ενός μεν εις την διεκδικουμένην χώραν και ως εκ τούτου ενταύθα θα έχη τις την ευχέρειαν της επιτοπίου συλλογής των διά την εργασίαν απαιτουμένων στοιχείων και πληροφοριών, αφ’ ετέρου δε διότι είναι εις τοιούτο γεωγραφικόν σημείον, ώστε ευχερώς να συνδέηται, επί τη προόψει της επαναλήψεως των συγκοινωνιών με τον Βορράν, και προς τας Βαλκανικάς χώρας και την Κεντρικήν Ευρώπην και ως εκ τούτου να παρακολουθή καλύτερον την προπαγανδιστικήν δράσιν των γειτόνων μας.

Η ειδική αυτή υπηρεσία, καλυπτομένη υπό το όνομα «Ινστιτούτον βαλκανικών σπουδών», εν τη πραγματικότητι δεν θα είναι ούτε Ινστιτούτον ούτε θα ασχολήται με τας βαλκανικάς σπουδάς, αλλά θα αποτελή κέντρον υπηρεσίας προπαγάνδας και ως κύριον έργον της θα έχη την παρακολούθησιν των προπαγανδιστικών ενεργειών των εποφθαλμιώντων την Μακεδονίαν μας γειτόνων και την συστηματικήν κατ’ αυτών αντιπροπαγάνδαν.

Θα έχη ειδικώτερον ως αποστολήν:

1. Την παρακολούθησιν των εν τω εξωτερικώ δημοσιευμάτων των αφορώντων εις τας επί της Μακεδονίας διεκδικήσεις των βορείων γειτόνων μας, συμπεριλαμβανομένων και των επί της Θράκης και Ηπείρου τοιούτων, τόσον των γινομένων διά του ξένου ημερησίου και περιοδικού τύπου, όσον και των δι’ ειδικών φυλλαδίων, συγγραμμάτων κλπ. Η υπηρεσία αύτη δέον να τελή εν στενωτάτω συνδέσμω και προς το υπουργείον των εξωτερικών και το Γενικόν επιτελείον στρατού και εις απ’ ευθείας σχέσεις με τας εν τω εξωτερικώ ελληνικάς αντιπροσωπείας, πρεσβείας, προξενεία, διαφόρους αποστολάς, επιτροπάς κλπ.

2. Την οργάνωσιν επιτελείου εξ ειδικών δημοσιολόγων, δημοσιογράφων, ιστορικών, γλωσσολόγων, εθνολόγων κλπ, οι οποίοι θα μελετούν τα δημοσιεύματα ταύτα και θα τα ανασκευάζουν με τον σκοπόν, όπως αι ανασκευαί δημοσιεύωνται το ταχύτερον εις τας χώρας ένθα εκυκλοφόρησε το προπαγανδιστικόν δημοσίευμα.

3. Την συγγραφήν διάφωτιστικών και από ελληνικής πλευράς προπαγανδιστικών δημοσιευμάτων, βιβλίων, άρθρων, φυλλαδίων κλπ, την μετάφρασίν των εις μίαν ή περισσοτέρας των τεσσάρων βασικών ευρωπαϊκών γλωσσών και την κυκλοφορίαν των εις τας οικείας χώρας.

4. Την υποβοήθησιν του ξένου τύπου και των ξένων επιστημόνων, των ασχολουμένων με ιστορικάς, εθνολογικάς, οικονομικάς κλπ εργασίας, διά της παροχής στοιχείων σχετικών με την Μακεδονίαν, οσάκις ενδιάφέρονται, ακόμη και όταν δεν τα ζητούν απ’ ευθείας.

5. Την δημιουργίαν επιθετικού πνεύματος εν τη προπαγάνδα διά της διάρκούς προβολής των εθνικών μας διεκδικήσεων, τουτέστι της συμπεριλήψεως εις τα όρια της μητρός Ελλάδος των κατακρατουμένων από του παρελθόντος αιώνος και εφεξής ακραιφνών ελληνικών εδαφών της Βορείου Μακεδονίας, Ανατολικής Ρωμυλίας καθώς και της Βορείου Ηπείρου, Ανατολικής Θράκης και Κύπρου.

6. Την διάφώτισιν εν τω εσωτερικώ, και ιδίως της νεολαίας, περί της θέσεως του Ελληνισμού εν τη Εγγύς Ανατολή, του προορισμού του, της άλλοτε εκτάσεως και δυνάμεώς του, της αρπαγής ακραιφνών ελληνικών εδαφών υπό των Σλάβων κατά τον παρελθόντα αιώνα κλπ, διότι πρέπει να ομολογήσωμεν, ως και οι ίδιοι πολλάκις διεπιστώσαμεν, η σημερινή νεολαία κατά μεγάλην πλειοψηφίαν ουδέ ιδέαν τούτων έχει, διότι εις τα σχολεία σήμερον διδάσκονται δυστυχώς πολλά άχρηστα, αν μη και επιβλαβή υπό εθνικής απόψεως πράγματα, και μόνον την ιστορίαν αποσιωπούν οι διδάσκαλοί της.

Δει δη χρημάτων

Τα κύρια θέματα, τα οποία προβάλλουν διά την οργάνωσιν του Ινστιτούτου, είναι 1) προσωπικόν και 2) πόροι.

Και περί μεν του διοικητικού προσωπικού του Ινστιτούτου δεν γίνεται λόγος, διότι ούτε πολυάριθμον θα είναι τούτο ούτε χρήζει να έχη ειδικήν κατάρτισιν. Ως προς το επιτελείον των συνεργατών όμως φρονούμεν ότι υπάρχουν εν Θεσσαλονίκη κατάλληλα πρόσωπα, γνωρίζοντα τα σχετικά ζητήματα, ως καθηγηταί Πανεπιστημίου, ιστορικοί, γλωσσολόγοι, εθνογράφοι κλπ, έμπειροι δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, επιστήμονες κλπ, δυνάμενοι μετά κύρους να διαπραγματευθούν τα οικεία θέματα και να συγκροτήσουν ένα άρτιον μηχανισμόν του Ινστιτούτου. Πλην τούτων συνεργάται του Ινστιτούτου θα είναι και αντίστοιχοι επιστήμονες των Αθηνών και άλλων μερών της Ελλάδος και του εξωτερικού και φιλέλληνες ή αμερόληπτοι ξένοι πολιτικοί, επιστήμονες, διανοούμενοι. Φρονούμεν ότι πολλά κατάλληλα πρόσωπα θα φιλοτιμηθούν να παράσχουν προθύμως την συμβολήν των διά την επιτυχίαν του έργου.

Το σοβαρώτατον θέμα είναι το των δαπανών. Αύται κατ’ αρχήν πρέπει να είναι ου μόνον επαρκείς αλλά και άφθονοι, διά να δύναται να εκπληροί το Ινστιτούτον τον προορισμόν του ανέτως και αξιοπρεπώς. Εις τον χορόν των εκατοντάδων δισεκατομμυρίων, των διασπαθιζομένων καθ’ εκάστην και των διαρρεόντων εις τα θυλάκια επιτηδείων σκοτεινών επιχειρηματιών και καταχραστών, δέον οπωσδήποτε να εξευρεθή εν ικανοποιητικόν κονδύλιον, διά να δυνηθή να αχθή εις αγαθόν πέρας το αναληφθησόμενον σοβαρώτατον εθνικόν έργον.

Η μέχρι σήμερον πραγματοποίησις της προτάσεώς μας ταύτης προσέκοψε πάντοτε εις το πρόβλημα των δαπανών, διότι δυστυχώς το κέντρον δεν αντελήφθη ότι διά την ακεραιότητα της χώρας και την υπεράσπισιν της υπό των Σλάβων εποφθαλμιωμένης Μακεδονίας, οιαδήποτε δαπάνη και αν γίνη, είναι η καλυτέρα εθνική τοποθέτησις. Διότι πρέπει πάντως να έχωμεν υπ’ όψει ότι αν, όπερ η γένοιτο, απολεσθή ποτέ η Μακεδονία, δεν θα επιζήση και αυτή η Νότιος Ελλάς, διότι, ως πολύ ορθώς λέγει ο Ρώσος Πετρώφ, «το σάβανόν της θα σκεπάση και την Ελλάδα». Με το στενόκαρδον πνεύμα δήθεν οικονομιών, καθ’ ήν στιγμήν εκορυβαντίων τα κόμματα, εχάσαμεν μεγάλα τμήματα της Βορείου Μακεδονίας περί τα τέλη του ΙΘ΄ αιώνος, διότι αι Αθήναι, ανάλγητοι ως πάντοτε εις τον πανελλήνιον πόθον, ηρνούντο να βοηθήσουν εν μέρει δι’ ασημάντων κονδυλίων την συντήρησιν σχολείων και του διδακτικού προσωπικού αυτών, εκκλησιών και κοινοτήτων, αι οποίαι επλήσσοντο εκ πολλών πλευρών και περιήγοντο εις αδυναμίαν λειτουργίας υπό της βουλγαρικής προπαγάνδας και των κομιτατζήδων, εργαζομένων με ρωσικόν χρυσόν και ρωσικάς οδηγίας.

Πλην της μισθοδοσίας του διοικητικού προσωπικού, το οποίον βεβαίως δεν είναι δυνατόν να εξασφαλισθή αποδοτικόν και ικανόν με τους σημερινούς μισθούς πείνης των δημοσίων υπαλλήλων, η συνεργασία των επιτελών επιστημόνων δέον απαραιτήτως να αμείβεται και μάλιστα καλώς. Το κράτος ανέκαθεν, και ιδίως μεταπολεμικώς, φρονεί ότι η άμισθος ανάθεσις δήθεν λειτουργημάτων εις τους υπαλλήλους και πολίτας και η λόγω ταμειακών δυσχερειών αξίωσις παροχής υπηρεσιών άνευ αμοιβής είναι η μάλλον συμφέρουσα δι’ αυτό. Η πείρα όμως των τελευταίων ετών απέδειξεν ότι ο ερασιτεχνισμός αυτός υπήρξεν ολέθριος, καθ’ όσον ο τρόπος αυτός των υπηρεσιών ου μόνον δεν έχει καμμίαν αποδοτικότητα, αλλά και η παρασχεθείσα αμισθί εργασία ήτο ατελεστάτη και δεν είχε καμμίαν χρησιμότητα και εν τη ουσία εστοίχιζεν περισσότερον ή η αμοιβή ενός ειδικώς ασχοληθησομένου.

Εξ άλλου οι καθηγηταί Πανεπιστημίου, δημόσιοι υπάλληλοι κλπ με τας γελοίας αποδοχάς, τας οποίας λαμβάνουν σήμερον, δεν είναι ούτε δυνατόν ούτε ηθικόν να επιβαρυνθούν με πρόσθετον άνευ αμοιβής εργασίαν, την οποίαν ή δεν θα εκτελέσουν ή, αν φιλοτιμηθούν να εκτελέσουν, θα την κάμουν όλως προχείρως, διά να απαλλαγούν της ανατεθείσης αυτοίς υποχρεώσεως.

Οι καλοί μεταφρασταί, καθώς και αι καλαί δακτυλογράφοι, ζητούν σήμερον επίσης σοβαράς αμοιβάς.

Η εκτύπωσις των δημοσιευμάτων του Ινστιτούτου εις ξένας γλώσσας (και εις την ελληνικήν διά τινας εργασίας, εφ’ όσον ήθελε κριθή τούτο αναγκαίον διά την ενημέρωσιν της ελληνικής κοινής γνώμης επί ωρισμένων απόψεων) εις επαρκή αριθμόν αντιτύπων καλής εμφανίσεως και επιμελημένης εργασίας και η εις τον προς ον όρον αποστολή, εις ένα δηλ. έκαστον των αποδεκτών, συνήθως συνεπάγεται σοβαράς δαπάνας. Εις το ζήτημα τούτο δεν πρέπει να γίνεται καμμία φειδώ. Τα δημοσιεύματα ταύτα, αποστελλόμενα απ’ ευθείας υπό του Ινστιτούτου εις πολιτικούς, ανωτέρους στρατιωτικούς, διπλωμάτας, διάνοουμένους, επιστήμονας, δημοσιογράφους κλπ των φιλικών χωρών, πρέπει να διαδοθούν ευρύτατα, διότι ούτω μόνον θα αποδώσουν ό,τι προσδοκώμεν.

Είμεθα της γνώμης ότι το Ινστιτούτον βαλκανικών σπουδών, διά να μη φανή ότι αποτελεί κρατικόν προπαγανδιστικόν οργανισμόν, θα ηδύνατο να ενταχθή εις την τόσον εθνικώς δρώσαν εν βορείω Ελλάδι Εταιρείαν μακεδονικών σπουδών, ως κλάδος της δραστηριότητός της, οπότε δεν θα είναι δυνατόν να διατυπωθή κατηγορία ότι πρόκειται περί επισήμου κρατικής προπαγάνδας. Την πατρωνείαν αυτήν του Ινστιτούτου η Εταιρεία μακεδονικών σπουδών φρονούμεν ότι έχει υποχρέωσιν εκ του καταστατικού της να αναλάβη, εφ’ όσον βεβαίως θα της εξασφαλισθούν επαρκείς οικονομικοί πόροι και γενικωτέρα κρατική συνδρομή.

Εκείνο το οποίον είμεθα υποχρεωμένοι εν κατακλείδι να επαναλάβωμεν, είναι ότι η ανάγκη της ιδρύσεως του Ινστιτούτου είναι επιτακτική και επείγουσα, διότι δεν δυνάμεθα μέσα εις την συγκεχυμένην διεθνή πολιτικήν ατμόσφαιραν, εις την οποίαν ζώμεν σήμερον, να προμαντεύσωμεν τας διεθνείς πολιτικάς εξελίξεις και ενδεχομένην πίεσιν της κοινής γνώμης των αγγλοσαξωνικών χωρών επί των κυβερνήσεών των διά την επιβολήν δήθεν δικαίων λύσεων επί εμφανιζομένων επιτηδείως ως χρονιζόντων διεθνών ζητημάτων, ως το της αυτονομίας της Μακεδονίας. Ανευ σοβαράς εργασίας μας εις τας Ηνωμένας Πολιτείας και την Αγγλίαν διά την ανασκευήν των υπό των Σλάβων επί έναν αιώνα τώρα προπαγανδισθέντων, πρέπει να ομολογήσωμεν ότι, αν ίσως δεν θρηνήσωμεν δυσαρέστους λύσεις, πάντως θα αγωνισθώμεν σκληρά διά να διατηρήσωμεν και αυτά τα οποία σήμερον κατέχομεν.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Α. ΝΑΛΤΣΑΣ
Τέως υπουργός, γενικός διοικητής Δυτικής Μακεδονίας

Τάσος Κωστόπουλος

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών