Ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που αναδεικνύει το χώρο της εκπαίδευσης ως εκκολαπτήριο ευρύτερων κοινωνικών κινημάτων; Τι συνδέει το κίνημα για την Ειρήνη στην Αμερική των 60s, το γαλλικό Μάη του 1968, την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 με το κίνημα «nuit debout» του σήμερα; Τα παραπάνω αποτελούν μερικά μόνο από τα κινηματικά γεγονότα που εξέφρασαν, όχι μόνο τα στενά αιτήματα της ιστορικής τους συγκυρίας, αλλά αμφισβήτησαν ευρύτερες πρακτικές, πολιτικές, ακόμη και εκφάνσεις της καθημερινότητας. Σε όλα ανεξαιρέτως τον τόνο έδωσε η εκπαιδευτική κοινότητα, οι φοιτητές και οι μαθητές, γεγονός που μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που διαχρονικά αναδεικνύουν το χώρο του σχολείου και του πανεπιστημίου ως δυνάμει πλαίσιο ανάδυσης κινημάτων διεκδίκησης και αμφισβήτησης.
Έχει παρατηρηθεί πως, όταν οι θεσμικοί δίαυλοι κοινωνικής εκπροσώπησης δεν επιτελούν επαρκώς το έργο τους, αρχίζουν να λειτουργούν άτυπα κοινωνικά δίκτυα και ομάδες. Τότε, συλλογικότητες των οποίων ο πρωταρχικός ρόλος δεν περιλαμβάνει άμεσα πολιτικά προτάγματα υπερβαίνουν τα όρια της φυσιογνωμίας τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίστανται πρωτεργάτες της κινηματικής διαδικασίας και ‒κάποιες φορές‒ εκφραστές οικουμενικών κοινωνικών αιτημάτων. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές δυνάμεις που συναποτελούν ένα κίνημα έχουν ιστορικά επιδείξει εξαιρετική ελαστικότητα όσον αφορά τη θεσμικότητά τους: Όποτε βρίσκουν θεσμικούς διαδρόμους για να εκφραστούν, το κάνουν. Αν, ωστόσο, κάτι τέτοιο καταστεί αδύνατον, η κοινωνική διεκδίκηση βρίσκει το δρόμο της μέσα από μη τυπικούς σχηματισμούς, συχνά με πολιτιστικό ή εκπαιδευτικό προσανατολισμό. Οι άτυπες διεκδικητικές συλλογικότητες που αναδύονται σε αυτή τη συγκυρία επιτελούν παράλληλα ένα διαφορετικής φύσης έργο από τις αντίστοιχες τυπικές: Διευρύνουν το ποσοστό της συμμετοχής της κοινωνίας σε διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα εκτός των θεσμικών πλαισίων διεκδίκησης και συνεισφέρουν έναν έντονα ριζοσπαστικό τόνο, στοιχείο που συχνά λείπει από τα τυπικά συνδικαλιστικά αιτήματα.
Έτσι, σε αυταρχικά καθεστώτα, σε ατελή δημοκρατικά, αλλά και στα μεταδημοκρατικά καθεστώτα του παρόντος, ακόμη και μια «παρέα», ο πλέον άτυπος κοινωνικός σχηματισμός, μπορεί να αναδειχθεί σε φορέα, αλλά και εκφραστή πολιτικών ιδεών και να αποτελέσει τον πυρήνα ενός εξεγερσιακού γεγονότος. Μια «παρέα», ωστόσο, χρειάζεται κάποια επιπλέον στοιχεία προκειμένου να αποκτήσει έναν κρίσιμο πολιτικό ρόλο: την ενεργοποίησή της εντός της δημόσιας –και όχι της ιδιωτικής– σφαίρας και τη χρήση κάποιου συνεκτικού πλαισίου κινητοποίησης. Υπό αυτή την έννοια, η διεκδίκηση του «χώρου» στη δημόσια σφαίρα αναδεικνύεται ως ουσιώδες στοιχείο της διαμάχης μεταξύ των εκάστοτε κρατούντων και των εξεγερμένων.
Αυτή ακριβώς τη διάσταση του «δημόσιου χώρου», αυτό το (άτυπο) πολιτικό πλαίσιο ενεργοποίησης ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων, διαχρονικά προσφέρουν οι σχολικές αίθουσες και τα αμφιθέατρα. Το προαύλιο, κατεξοχήν χώρος ελεύθερης διακίνησης ιδεών, ενδείκνυται ως πεδίο υπέρβασης των στενών κλαδικών αιτημάτων, καθώς το πλήθος που φιλοξενεί συνήθως διαπνέεται από μια οικουμενική τάση αμφισβήτησης, που σπάνια συναντάται σε επιμέρους κοινωνικές, επαγγελματικές ή κομματικές συλλογικότητες. Το τελευταίο ισχύει, καθώς οι σχέσεις οικονομικής εξάρτησης, παρότι αποτελούν το κατεξοχήν πεδίο διεκδίκησης, ταυτόχρονα θέτουν όρια στο πλαίσιο της αμφισβήτησης, τα οποία ένας εργοδότης ή ένα κράτος μπορούν –σε κάθε περίπτωση επιχειρούν‒ να εκμεταλλευτούν. Οι μαθητές και οι σπουδαστές, φύσει και θέσει ικανοί να ξεπεράσουν αυτά τα όρια ευκολότερα, με έντονο το αίσθημα της δικαιοσύνης, ελεύθεροι από επαγγελματικούς, ευρύτερα οικονομικούς και κοινωνικούς δεσμούς, συχνά αποτέλεσαν το συλλογικό, διακομματικό και διαταξικό (αλλά όχι αταξικό) υποκείμενο που μπορεί να ηγηθεί ενός κινήματος. Αυτό, βέβαια, δεν τους εμπόδισε να εγείρουν αξιώσεις που εξέφρασαν τον εργαζόμενο πληθυσμό, τις παλιότερες γενιές, τις παραγωγικές κοινωνικές δυνάμεις.
Αυτό που λείπει, εκ πρώτης όψεως, από ένα εκπαιδευτικό κινηματικό εγχείρημα, ώστε να αποτελέσει τον καταλύτη για ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες είναι μια συμπαγής δομή, μια οργάνωση. Ωστόσο, στην εσωτερική ζωή της εκπαιδευτικής κοινότητας, ενυπάρχουν η συλλογικότητα, ο διάλογος, η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα, χαρακτηριστικά ιδιαίτερα χρήσιμα σε ένα κίνημα. Οι μαθητές και οι φοιτητές, λοιπόν, διαθέτουν ήδη πολλά «υλικά» από τα οποία φτιάχνεται ένα κίνημα αλλά και κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι άλλων διεκδικητικών συλλογικών υποκειμένων: την προοδευτική τάση που εξ ορισμού ενισχύεται από το ρόλο της Παιδείας, την αμφισβήτηση ως το κύτταρο της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας και, κυρίως, την εγγενή ορμή της νιότης. Ιστορικά, εκπαιδευτικές κοινότητες έχουν υπερβεί το στενό τους ρόλο και έχουν θέσει ζητήματα που αφορούν το ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, εγείροντας οικουμενικές κοινωνικές αξιώσεις: ζητήματα δημοκρατίας και εκπροσώπησης, ζητήματα εθνικά και διεθνή, αλλά και θέματα που άπτονται της αμφισβήτησης της καθημερινότητας και της εξουσίας.
Το εκπαιδευτικό πλαίσιο υπήρξε πράγματι ένας «χώρος» με ειδική βαρύτητα στις παγκόσμιες κινηματικές εξελίξεις. Ως πλαίσιο δράσης νέων πολιτικών δρώντων, αποτέλεσε διαχρονικά πεδίο αναδόμησης και συγκρότησης πολιτικών ταυτοτήτων. Τα παραδείγματα σε ολόκληρο τον πλανήτη είναι αναρίθμητα. Στην Ελλάδα, το προδικτατορικό κίνημα για την Παιδεία και αυτό για τη Δημοκρατία στηρίχθηκαν έντονα σε νεανικές οργανώσεις, από τις οποίες πολλές εντάσσονταν στο χώρο του φοιτητικού συνδικαλισμού. Η σπουδάζουσα νεολαία στα χρόνια της απριλιανής επταετίας συνέχισε να αποτελεί ένα από τα πιο δραστήρια τμήματα της κοινωνίας και θα μπορούσε να θεωρηθεί η αιχμή του δόρατος στην αντίσταση κατά του καθεστώτος των συνταγματαρχών, αφού από τα σπλάχνα της προέκυψε το μοναδικό κατά τη διάρκεια της δικτατορίας μαζικό κίνημα. Πιο πρόσφατα, το φοιτητικό κίνημα ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 απέκτησε ταυτοτική διάσταση για μια εκκολαπτόμενη κινηματική γενιά με καθοριστικές επεκτάσεις στην κεντρική πολιτική σκηνή, ορατές σήμερα. Εκτός συνόρων, μια μαθητική «παρέα» ήταν αυτή που έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα του κινήματος nuit debout που συγκλόνισε τη Γαλλία, ενώ την επικινδυνότητα της εκπαιδευτικής κοινότητας φαίνεται να αναγνωρίζουν αυταρχικές και μη κυβερνήσεις, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης από τον Ταγίπ Ερντογάν, με πρόσχημα το αποτυχημένο τουρκικό πραξικόπημα.
Συνοψίζοντας, όποτε οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα σωματεία, τα κόμματα και οι φορείς, οι τυπικοί επαγγελματικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι απέτυχαν, δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να εκφράσουν μαζικά κοινωνικά αιτήματα, ο χώρος της εκπαίδευσης ανέλαβε τα ηνία της κοινωνικής διεκδίκησης. Οι νεαροί κοινωνικοί δρώντες, οι μαθητές και οι φοιτητές, έχουν αποδείξει ξανά και ξανά πως παρά το νεαρό της ηλικίας τους, διαθέτουν και ώριμο πολιτικό κριτήριο. Όποτε αυτό υποτιμήθηκε από τους κρατούντες, το βρήκαν μπροστά τους. Και όποτε το προαύλιο μετατράπηκε σε πεδίο κοινωνικής αντίστασης και διεκδίκησης, χρειάστηκαν τανκς για να το καταστείλουν.
Γιώργος Τσιρίδης
Πηγή: Η Αυγή