Macro

Πρεκαριάτο, μια νέα τάξη;

Αναλύοντας το κοινωνικό «είναι», είναι θεμελιώδες να επισημανθεί η έννοια και το περιεχόμενο της κοινωνίας αλλά και η σημασία του «μερικού» στη σύνθεση του «γενικού». Οι Μαρξ και Ένγκελς μας δείχνουν τον δρόμο, μας εξοπλίζουν με το φιλοσοφικό αναλυτικό εργαλείο του διαλεκτικού υλισμού και μας αφήνουν παρακαταθήκη όλους τους αγώνες του συγκροτημένου εργατικού κινήματος που ακολούθησαν.
 
 
Κοινωνία είναι λοιπόν, η σύνθεση, η ενότητα ανθρώπου με άνθρωπο, μέσα από τις πραγματικές διαφορές τους, υλικές και πνευματικές. Η κοινωνία συντίθεται από τάξεις και οι τάξεις από ανθρώπους. Η εμφάνιση των τάξεων, ωστόσο, είναι προϊόν ενός καθορισμένου σταδίου ιστορικής ανάπτυξης των κοινωνιών. Επιπλέον, η συγκρότηση των τάξεων προϋποθέτει την αναγνώριση ενός κοινού ταυτοτικού στοιχείου μεταξύ μεμονωμένων ατόμων που μοιράζονται τις ίδιες αγωνίες και συνθήκες ζωής, οι οποίες προσδιορίζουν την κοινή τους συνείδηση και οργανώνονται για τη διεξαγωγή μιας κοινής μάχης εναντίον μιας άλλης τάξης. Με άλλα λόγια, ο ορισμός του «εμείς» απαιτεί την αναγνώριση του όρου «αυτοί» και επίσης υπονοεί τη σύγκρουση με «αυτούς». Η αίσθηση του «ανήκειν» σε μια κοινωνική ομάδα δηλώνει την εξέταση των συμφερόντων της, των δικαιωμάτων της και τη συμπεριφορά της απέναντι στις αξιώσεις των «άλλων», οι οποίοι μπορούν να χαρακτηριστούν ως εχθρικά συμφέροντα.
 
Όπως ακριβώς τα εκατομμύρια των μικροαγροτών στη Γαλλία τη δεκαετία του 1850 μπορούν να περιγραφούν ως «τάξη», καθώς μοιράζονταν έναν παρόμοιο τρόπο ζωής, παρόμοια βάσανα και αγωνίες, ασκούσαν παρόμοιες δραστηριότητες και είχαν παρόμοιες εξαρτήσεις από τους γαιοκτήμονες, με τον ίδιο τρόπο και σήμερα υπάρχουν εκείνα τα κοινά ταυτοτικά στοιχεία στον «κόσμο της εργασίας» (μέρος των παραγωγικών δυνάμεων) στη βάση της πυραμίδας των κοινωνιών του νέου βιομηχανικού υποδείγματος, της «4ης βιομηχανικής επανάστασης».
 
 
Μια νέα απομόνωση
 
 
Οι Μαρξ και Ένγκελς αναγνωρίζουν στο προλεταριάτο της εποχής τους δύο κυρίαρχα ταυτοτικά στοιχεία που δεν πρέπει κανείς να προσπεράσει. Πρόκειται για τη συνείδηση τόσο της φυσικής όσο όμως και της πνευματικής του φτώχειας. Θεωρούν δε ότι μόνο από αυτό το προλεταριάτο, στον βαθμό που παράγεται από την ατομική ιδιοκτησία, η κατέχουσα τάξη απειλείται, αφού κινείται ασυνείδητα προς μια πορεία αυτοκαταστροφικής ανάπτυξης. Διαχωρίζουν δε το προλεταριάτο από την «λούμπεν» εκδοχή του, με βάση ακριβώς αυτή την επίγνωση του ταξικού του ρόλου.
 
Διαπιστώνει, λοιπόν, κανείς ότι όπως τότε που οι μικροαγρότες της Γαλλίας ήταν παγιδευμένοι στο φτωχό δίκτυο της μεταξύ τους επικοινωνίας και ο τρόπος παραγωγής τους τούς απομόνωνε, έτσι και σήμερα οι «νέοι» φορείς της μισθωτής εργασίας με τις «νέες» υψηλές δεξιότητες και γνώσεις στις επιστήμες και την τεχνολογία, βιώνουν μια νέα απομόνωση, η οποία προωθείται βίαια από τις ευέλικτες μορφές εργασίας, την όλο και πιο επιθετική «νέα» εργασιακή ηθική αλλά και την τηλεργασία. Η τελευταία δε, με την επανασύνδεση του τόπου κατοικίας με τον τόπο εργασίας, εκτός από ότι διαταράσσει τον παραδοσιακό τοποχρονικό προσδιορισμό της έννοιας «εργασία» από την εποχή της μανιφακτούρας, φαινόμενο που προκαλεί από μόνο του κρίση ταυτότητας στους εργαζόμενους σε σχέση με τον ταξικό τους ρόλο, τους αποσυνδέει από τους «τόπους δουλειάς» και προσβάλλει τη μεταξύ τους κοινωνικοποίηση. Η κοινωνικοποίηση όμως, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη κοινής ταυτότητας και ακολούθως συλλογικής δράσης. Επομένως, με μια νέα κρίση – πρόκληση πρόκειται να έρθει αντιμέτωπο το επόμενο διάστημα το συνδικαλιστικό κίνημα και νέες απαντήσεις πρέπει να αναζητηθούν.
 
 
Το σύγχρονο προλεταριάτο
 
 
Αναγνωρίζοντας λοιπόν ότι ο χώρος εργασίας, τα επαγγέλματα και οι κοινωνικές ομάδες αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη των συλλογικών ταυτοτήτων, μία συγκροτημένη κοινωνική τάξη έχει θεμελιώδη σημασία τόσο για την οργανωμένη σύγκρουση με τις ανταγωνίστριες τάξεις όσο και για την ανάπτυξη συμμαχικής σχέσεις μεταξύ των μεμονωμένων ανταγωνιστικών υποκειμένων, των εργαζομένων. Στις σύγχρονες κοινωνικο – οικονομικές συνθήκες, το πρεκαριάτο, το προλεταριάτο που πλέον έχει αναπτυχθεί πνευματικά αλλά παραμένει εγκλωβισμένο στη φτώχεια και την επισφάλεια, θα συγκροτηθεί ως τέτοιο, μόνο στον βαθμό που τα μεμονωμένα υποκείμενα θα συνειδητοποιήσουν την πραγματική τους κατάσταση και τον ταξικό τους ρόλο, θα ενωθούν και θα θέσουν κοινούς και σαφείς στόχους απέναντι σε ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις.
 
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι κατά την τελευταία δεκαετία (2010 – 2019) στην Ελλάδα, το 31% των νέων 15 – 24 ετών, εργάζονταν σε καθεστώς προσωρινής απασχόλησης, με το 56,4% αυτών λόγω αδυναμίας εύρεσης μιας θέσης πλήρους απασχόλησης. Το 2019 δε, ένας στους πέντε νέους, ηλικίας 15 – 29 ετών, εργάζονταν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης. Το έμφυλο χάσμα, φυσικά, κάνει κι εδώ την εμφάνιση του σε βάρος των γυναικών. Επιπλέον, στον πληθυσμό των νέων που είναι εγκλωβισμένοι στην υποαπασχόληση, πρέπει να προσμετρηθεί και το κατώφλι του σκοτεινού αριθμού εκείνων που είναι καταδικασμένοι στην αδήλωτη εργασία και στον συνδυασμό δηλωμένης και αδήλωτης. Με σύγχρονους όρους, λοιπόν, ως επισφάλεια θα μπορούσε να ορίσει κανείς τη μορφή της εργασίας που ενώ διατηρεί τα βάρη και τις υποχρεώσεις της ως απαίτηση προς τους εργαζομένους, απουσιάζει τελείως η κοινωνική προστασία, τα δικαιώματα και το ελάχιστο αναγκαίο εισόδημα. Σε αυτό προστίθεται μοιραία και η ανεργία, η οποία πλημμυρίζει τους μελλοντικούς πρεκάριους με ένα αίσθημα υπαρξιακού κενού στον κοινωνικό τους ρόλο αλλά και ματαιότητας.
 
 
Οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του καπιταλισμού
 
 
Η μετατόπιση του παραγωγικού μοντέλου από αυτό της «έντασης εργασίας» σε εκείνο της «έντασης γνώσης και κεφαλαίου», άφησε, όπως ήταν αναμενόμενο, ανεκπλήρωτες όλες τις υποσχέσεις στις αστικές δυτικές κοινωνίες για εξασφαλισμένη εργασία και αξιοκρατία. Οι ελαστικές μορφές εργασίας και η νέα εργασιακή ηθική που τις διαπνέουν, αποτελούν προϊόν της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών και πυροδοτούν ένα νέο δυναμικό γύρο λαϊκών διεκδικήσεων. Στο νέο αυτό πεδίο αντιπαράθεσης οι «digital nomads» (δηλαδή τα μορφωμένα φτωχά παιδιά των προλεταρίων που εργάζονται από το παιδικό τους υπνοδωμάτιο μέσω διαδικτύου για εταιρείες σε κάθε γωνιά της Γης), οι άνεργοι, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι μερικώς απασχολούμενοι, οι προσωρινώς απασχολούμενοι αλλά κι εκείνοι που συσπειρώνεται γύρω από τα συνδικάτα της εστίασης και των διανομέων, με κοινό παρονομαστή τις ιδιαίτερες δεξιότητες τους και την κοινή τους ταξική συνείδηση, θα αποτελέσουν την επόμενη κοινωνική δύναμη που θα αμφισβητήσει την κυρίαρχη τάξη και θα οργανωθεί για να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία.
 
Ήρθε η εποχή τoυ πρεκαριάτου και η παρουσία του θα γίνεται όλο και πιο έντονη στην κοινωνική σύγκρουση τα επόμενα χρόνια. Η νέα κοινωνική οργάνωση οδηγεί μοιραία στη δημιουργία νέων κινημάτων πέρα από τις κλασικές μορφές και τους «παλιούς αγώνες». Ο ψηφιακός κόσμος είναι εδώ, εδώ είναι η ψηφιακή εργασία και τα ψηφιακά νομίσματα, εδώ είναι και οι ψηφιακές διεκδικήσεις, ως νέο πεδίο αντιπαράθεσης.
 
Η νέα αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι ο γνήσιος πολιτικός εκφραστής του πρεκαριάτου, με το οποίο βρίσκεται ήδη στο στάδιο των συστάσεων, προωθώντας συγχρόνως την οργανωτική του συγκρότηση. Όταν το πρεκαριάτο αναγνωρίσει τον εαυτό του ως τέτοιο, όταν τελικώς συγκροτηθεί, η νέα αριστερά θα ξαναφέρει στην κοινωνία την πρωτοπορία που απαιτείται για την οριστική της απελευθέρωση.
 
Η Μάγδα Ρουμανέα (Μαλάμη) είναι δρ Φιλοσοφικών επιστημών, επισκ. καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας (Kliment Okxridski) και ο Πέτρος Γαλιατσάτος είναι κοινωνιολόγος