Τελείωσε η διαβούλευση για το νομοσχέδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης την Παρασκευή που μας πέρασε, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται ο διάλογος μεταξύ υπουργείου Παιδείας και ακαδημαϊκών φορέων θα συνεχιστεί, μετά και τις επίσημες τοποθετήσεις των συνόδων των πρυτάνεων και των προέδρων των ΤΕΙ.
Τόσο το ανακοινωθέν των πρυτάνεων όσο και των προέδρων ζητά την επανεξέταση κάποιων διατάξεων, και όχι την απόσυρση του νομοσχεδίου, αφήνοντας την αντιπολίτευση της ΝΔ χωρίς ακαδημαϊκό σύμμαχο στο αίτημά της. «Η σύνοδος δεν θέτει ζήτημα απόσυρσης του νομοσχεδίου, γιατί και η πανεπιστημιακή κοινότητα εν γένει, και οι πρυτανικές αρχές συγκεκριμένα, αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα ενός νέου πλαισίου, έναντι αυτού που βρισκόμαστε σήμερα, του νόμου Διαμαντοπούλου», σημειώνει στην «Εποχή» ο Βασίλης Καρδάσης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και πρόεδρος του Ανοιχτού Πανεπιστημίου, που συμμετείχε στη σύνοδο των πρυτάνεων.
Μεταξύ των ζητημάτων που θέτει το νομοσχέδιο και βλέπουν θετικά οι πρυτάνεις είναι η επαναφορά του πρυτανικού συμβουλίου, η κατάργηση των Συμβουλίων Ιδρυμάτων και η ίδρυση των νέων περιφερειακών συμβουλίων, για τα οποία, όμως, ζητούν την επαναδιατύπωση της διάταξης, καθώς «δεν διασφαλίζεται σαφές πλαίσιο λειτουργίας και διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων τους από τις αρμοδιότητες θεσμικών οργάνων του πανεπιστημίου. Υπάρχουν επιφυλάξεις για την τελική σύνθεση των Περιφερειακών Συμβουλίων. Δεν είναι σαφές το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων των Συμβουλίων, οι οποίες εμπλέκονται με εκείνες των άλλων οργάνων που λειτουργούν σε επίπεδο περιφέρειας».
Σημεία που πρόκειται να λάβει υπόψιν του το υπουργείο Παιδείας, όπως σημειώνει εκπρόσωπός του. «Φαίνεται ότι το νομοσχέδιο αποτελεί ένα καλό σημείο εκκίνησης και προχωράμε. Οπωσδήποτε οι γνώμες των πρυτάνεων και των προέδρων, αλλά και η όλη διαβούλευση με την ακαδημαϊκή κοινότητα θα συνεχιστεί και θα ληφθεί υπόψιν». Αντίστοιχα, δεκτό φαίνεται ότι θα γίνει και το αίτημα της συνόδου των προέδρων των ΤΕΙ, που ζητά να παύσει ο διαχωρισμός του προσανατολισμού και του σκοπού ΤΕΙ και πανεπιστημίων, όπως και της δυνατότητας τμημάτων ΤΕΙ να εκπονούν διδακτορικά, το οποίο, όμως, δεν θα οριστεί σ’ αυτό το νομοσχέδιο, αλλά σε μετέπειτα χρόνο.
Το αγκάθι των μεταπτυχιακών
Στο ζήτημα, όμως, των μεταπτυχιακών σπουδών η διαφωνία μεταξύ υπουργείου και πρυτάνεων δεν φαίνεται να γεφυρώνεται, κι αυτό γιατί στην ουσία πρόκειται για διαφορετική θεώρηση της παιδείας, με τη σύνοδο να αντιτίθεται στην πρόθεση του υπουργείου να ρυθμιστεί το ζήτημα του ύψους των διδάκτρων, μέσω της αιτιολόγησης του ποσού που ζητείται, του περιορισμού της έξτρα μισθοδοσίας των καθηγητών και της απαλλαγής των οικονομικά ασθενέστερων φοιτητών.
Συγκεκριμένα, η σύνοδος των πρυτάνεων επιθυμεί την επανεξέταση των διατάξεων στην εξής κατεύθυνση: «Ενίσχυση του αυτοδιοίκητου του πανεπιστημίου ως προς τα ΠΜΣ. Τα δίδακτρα, εφόσον υπάρχουν, να καθορίζονται με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας και να ορίζονται από τη Σύγκλητο. Η πολιτεία πρωτίστως και τα ιδρύματα δευτερευόντως θα πρέπει να διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των οικονομικά ασθενέστερων φοιτητών στα ΠΜΣ. Επομένως, θα πρέπει να εξασφαλισθούν από το υπουργείο πόροι για την παροχή υποτροφιών, καθώς και από τα πανεπιστήμια η δυνατότητα απαλλαγής διδάκτρων από τους φοιτητές σε περίπτωση παροχής ακαδημαϊκών υπηρεσιών. Η όποια αμοιβή των καθηγητών να υπόκειται στους γενικούς περιορισμούς που τίθενται από την κείμενη νομοθεσία».
«Το αυτοδιοίκητο δεν περιορίζεται από το νομοσχέδιο. Πρώτον, γιατί υπάρχουν πολλές διατάξεις που το ενισχύουν, καθώς οι προκηρύξεις θέσεων κτλ περνούν στη δικαιοδοσία των ιδρυμάτων, οι κοσμητείες αποκτούν σημαντικότερο ρόλο κτλ. Δεύτερον, γιατί στα μεταπτυχιακά δεν χάνεται ο λόγος των ιδρυμάτων, αλλά θέτονται ρυθμίσεις που δεν υπερρυθμίζουν, ούτε περιορίζουν, αλλά προσθέτουν διαφάνεια και λογοδοσία, πχ οι προϋπολογισμοί των προγραμμάτων να δημοσιοποιούνται και να αιτιολογούνται, και το υπουργείο να ασκεί έλεγχο γι’ αυτά που δεν δικαιολογούνται. Η αυτοδιοίκηση είναι επιθυμητή και σεβαστή, αλλά δεν πρέπει να συγχέεται με την αυτονόμηση», απαντά το υπουργείο Παιδείας, σημειώνοντας πως αυτές οι διατάξεις δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν, αλλά ότι είναι διατεθειμένο να επανεξετάσει το ύψος του πλαφόν της μισθοδοσίας των καθηγητών από τα μεταπτυχιακά, ώστε να μην αφορά μόνο το 20% του μισθού τους.
Άλλωστε, αυτό φαίνεται να αποτελεί και το κύριο ζήτημα των πρυτάνεων, αφού αν ήταν μόνο ζήτημα βιωσιμότητας των προγραμμάτων, θα μπορούσαν, αντί να μετακυλήσουν το κόστος στους φοιτητές, να θέσουν ως αίτημα την αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, η οποία, όμως, θα πήγαινε μόνο στις δομές. «Η κριτική των πρυτάνεων εκκινεί από τις ανάγκες χρηματοδότησης των πανεπιστημίων και από τα οικονομικά συμφέροντα των καθηγητών, αλλά εκ των πραγμάτων συναντιέται, συνομιλεί και ενισχύει τη νεοφιλελεύθερη πρόσληψη της εκπαίδευσης, εκείνη που κατανοεί τη μόρφωση ως εμπόρευμα και όχι ως κοινωνικό αγαθό», εξηγεί ο Χάρης Αθανασιάδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Μια ιδεολογική διαφωνία που μέχρι τώρα, όμως, είχαμε συνηθίσει να τίθεται από την αντίθετη πλευρά, με την ακαδημαϊκή κοινότητα να είναι αυτή που ζητούσε την υπεράσπιση του δικαιώματος στη δημόσια και δωρεάν παιδεία. «Δυστυχώς, έχουν αλλάξει τα πράγματα μέσα στα πανεπιστήμια. Μέσω του νόμου Διαμαντοπούλου ίσχυσε μια διαφορετική κουλτούρα, εμπορευματοποιημένη, βάσει της οποίας δημιουργούνται μεταπτυχιακά για τους μισθούς των καθηγητών και όχι γιατί όντως έχουν το ακαδημαϊκό βάθος και υπόβαθρο», εξηγεί ο Βασίλης Καρδάσης, γιατί χάθηκε από το ακαδημαϊκό προσκήνιο το αίτημα της δημόσιας και δωρεάν παιδείας. Γεγονός, βέβαια, που καθιστά απαραίτητη τη διεκδίκησή του από κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς, που ακόμα δεν έχουν τοποθετηθεί επίσημα, αφήνοντας τη συναίνεση του νομοσχεδίου ευάλωτη προς διαφορετική κατεύθυνση.
Παρελθέτω απ’ ημών το ζήτημα του ασύλου
Το δεύτερο αγκάθι φαίνεται να είναι το ζήτημα του ασύλου, παρά και τις ρυθμίσεις που ορίζουν την αυτοδίκαιη επέμβαση της αστυνομίας σε περίπτωση πλημμελήματος και κακουργήματος, με τη σύνοδο των πρυτάνεων να επιθυμεί αυτή να γίνεται για «οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη». Δηλαδή, η αστυνομία να μπορεί να μπαίνει μέσα στα ιδρύματα και να συλλαμβάνει κόσμο (φοιτητές, μην γελιόμαστε), ακόμα και για το πταίσμα της ρύπανσης ή της διατάραξης της κοινής ησυχίας. Αντίθετα, η Ομοσπονδία Συλλόγων Εκπαιδευτικού Προσωπικού ΤΕΙ ζητά την κατάργηση του όρου του πλημμελήματος.
«Αν δοθεί η δυνατότητα αυτεπάγγελτης επέμβασης της αστυνομίας ακόμη και για τα πταίσματα, στην πράξη θα καταστρατηγηθούν ακόμη και οι στοιχειώδεις λειτουργίες του ασύλου. Έχω την αίσθηση πως οι πρυτάνεις το ζητούν αυτό προκειμένου να αποσείσουν από πάνω τους την ευθύνη να λάβουν οι ίδιοι αποφάσεις για τα προβλήματα παραβατικών συμπεριφορών που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσα στα ιδρύματα από την ίδια την κοινότητα», σημειώνεται από τον Χάρη Αθανασιάδη.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Βασίλης Καρδάσης επισημαίνει πως τέτοια ζητήματα θα πρέπει να άπτονται του εσωτερικού κανονισμού του κάθε ιδρύματος και να επιλύονται βάσει της κουλτούρας του και όχι με την αστυνομία. «Αν για παράδειγμα κάποιος έχει γράψει όλους τους τοίχους της αίθουσας με συνθήματα, θα πρέπει να προσδιορίζεται από το ίδρυμα η αντιμετώπιση της πράξης, όχι να μπαίνει από μόνη της η αστυνομία στο χώρο».
«Το νομοσχέδιο θέτει μέχρι και τα πλημμελήματα όσον αφορά στην παρέμβαση της αστυνομίας, καθώς υπάρχουν κάποιοι που βλέπουν λανθασμένα το άσυλο σαν προστασία αξιόποινων πράξεων. Το να τεθούν, όμως, μέχρι και τα πταίσματα, θα είναι επικίνδυνο από την άλλη πλευρά, καθώς μπορεί να σημάνει και την καταπάτηση πολιτικών δικαιωμάτων, πχ μιας φοιτητικής εκδήλωσης με την πρόφαση της διατάραξης κοινής ησυχίας», απαντά το υπουργείο για τη στάση που θα κρατήσει.
Τέλος, την ίδια στάση φαίνεται ότι θα κρατήσει το υπουργείο όσον αφορά την ξεχωριστή εκλογή πρυτάνεων και αντιπρυτάνεων, καθώς «οι προτάσεις που έχουν ακουστεί θα σήμαιναν την αναίρεση της φιλοσοφίας που θέλουμε να ισχύσει, δηλαδή περισσότερη συναίνεση και δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων στα ιδρύματα, που θα επιτευχθεί αν εκλέγονται από την ακαδημαϊκή κοινότητα και οι δύο φορείς και όχι απλά οι αντιπρυτάνεις να επιλέγονται από τους πρυτάνεις».
Τζέλα Αλιπράντη
Πηγή: Η Εποχή