Macro

Πώς θα αξιοποιηθούν τα πρώτα σημάδια καμπής;

Το μέγαρο Μαξίμου αξιοποίησε στο έπακρο την τάση συσπείρωσης της πλειονότητας των πολιτών γύρω από την κυβέρνηση με σκοπό την αντιμετώπιση του «κοινού εχθρού». Ωστόσο, φαίνεται πως επαναπαύτηκε υπερβολικά στα θετικά αποτελέσματα από τα μέτρα για το πρώτο κύμα, υποτίμησε τους κινδύνους από το θερινό «άνοιγμα» οικονομίας και κοινωνίας, δεν θέλησε να προετοιμαστεί με μέτρα σε κρίσιμους τομείς (υγεία, παιδεία, εργασιακοί χώροι, δημόσιες συγκοινωνίες…) θεωρώντας τις σχετικές αναγκαίες δαπάνες «πεταμένα λεφτά», κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, και βρίσκεται τώρα στην ανάγκη να καταφύγει στο και πέντε σ’ ένα γενικευμένο απαγορευτικό.

 

Σημάδια δυσφορίας

 

Το χειρότερο είναι ότι αυτή η απόφαση είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει ακόμα πιο αρνητικά το βαθμό ύφεσης για το 2020, ενώ δεν θα επιτρέψει και στο 2021 να χαρακτηριστεί έτος ανάκαμψης, όπως έλπιζε η κυβέρνηση. Η κοινωνική δυσφορία από τις εξελίξεις αυτές φαίνεται ότι είχε αρχίσει να προεξοφλείται ήδη στις τελευταίες δημοσκοπήσεις με την καταγραφή αύξησης των ποσοστών των μη ικανοποιημένων πολιτών από την κυβερνητική πολιτική σε κρίσιμους για τη συγκεκριμένη περίοδο τομείς, αλλά και για τη γενικότερη κατεύθυνσή της. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτά τα ποσοστά είχαν γίνει ήδη πλειοψηφικά.

Σημαίνει, άραγε, αυτό ότι η κυβέρνηση, αλλά και η εξέλιξη των πραγμάτων, έχουν φτάσει στην κρίσιμη καμπή, όπου κρίνεται η απρόσκοπτη συνέχισή τους ή σημειώνεται η αρχή της ανατροπής τους; Είναι, μάλλον νωρίς για να το πει κανείς αυτό, αν και η πανδημία και οι συνεπακόλουθες αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, που οφείλονται και σε κυβερνητικές επιλογές, θα έχουν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Πράγμα που ο κ. Μητσοτάκης το ξόρκισε στην προχθεσινή συνέντευξη τύπου. Για να θυμηθούμε, όμως, την τόσο χρήσιμη ανάλυση του καθηγητή Γεράσιμου Μοσχονά στην «Εποχή» (18-10-2020), «το βάθος και η διάρκεια της κρίσης θα προσδιορίσουν τις μελλοντικές εξελίξεις».

 

Προσοχή στα σημάδια καμπής

 

Πάντως, τα σημάδια καμπής είναι υπαρκτά και χρειάζονται προσοχή. Όχι μόνο επειδή υποδεικνύουν τους «κρίκους» από τους οποίους μπορεί να πιαστεί μια αποδοτική αντιπολιτευτική στρατηγική, αλλά επειδή οι «κρίκοι» χρειάζεται να πιαστούν με σταθερό χέρι, όχι με βιασύνη και θόρυβο, με μια σιγουριά και πειστικότητα που προκαλεί αίσθημα εμπιστοσύνης σε μια διαφορετική πολιτική, αντί να επιτείνει το αίσθημα ανασφάλειας, που γεννούν ήδη οι αυτοαναιρούμενες και αποσπασματικές κυβερνητικές επιλογές. Διαφορετικά, το όλο εγχείρημα μπορεί να φανεί – και να συκοφαντηθεί- σαν κοινότατη βουλιμία για εξουσία και να έχει τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Ενώ μπορεί η επιτυχία του να αποδειχτεί σωτήρια για τον τόπο.

Εδώ είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σε μια σημαντική παρατήρηση ενός από τους καλύτερους επιδημιολόγους μας, του Τάκη Παναγιωτόπουλου, που, μιλώντας στο «Οπεν», επισήμανε την ανάγκη να υπάρξει διακομματική συνεννόηση για την αποτελεσματικότητα των κρίσιμων μέτρων για την πανδημία, γιατί δεν χωρούν «ούτε κατάρες ούτε θριαμβολογίες». Κι αν αυτό ισχύει μια φορά για την κυβέρνηση, ισχύει άλλη μια για την αξιωματική αντιπολίτευση. Το ότι το μέγαρο Μαξίμου στηρίχτηκε τόσο στη θριαμβολογία του «καλύτερου στην Ευρώπη», όσο και στις κατάρες εναντίον κάθε ένστασης και αντιπρότασης της αντιπολίτευσης, δεν σημαίνει ότι η αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί να ωφεληθεί αν τη μιμηθεί. Μέσα σ’ ένα τέτοιο θόρυβο δεν θα ακουστεί ούτε ίχνος από τη διαφορετική πολιτική, που θέλει και οφείλει να υποδείξει η τελευταία. Ιδίως με τα κυβερνητικά μίντια να εφαρμόζουν τη γραμμή του αποκλεισμού της είδησης.

Για παράδειγμα, ακούμε σχεδόν από όλους τους εκπροσώπους της ΝΔ το σκονάκι της σύγκρισης με το Βέλγιο, λόγω πληθυσμιακής αναλογίας, που ακόμη κι αυτό αναγκάζεται να στέλνει ασθενείς στις ΜΕΘ της Γερμανίας, παρότι έχει προηγμένο δημόσιο σύστημα υγείας. Μέχρι στιγμής, όμως, δεν έχουμε ακούσει έναν εκπρόσωπο της «τέταρτης εξουσίας» να παρατηρεί ότι το Βέλγιο έφτασε στο αμήν με 20 χιλιάδες κρούσματα τη μέρα και όχι με 2, όπως η Ελλάδα. Μπορεί κάποιος να φανταστεί τη χώρα μας με το ίδιο αριθμό κρουσμάτων και με το υπάρχον δυναμικό σε ΜΕΘ; Το συμπέρασμα για την ευθύνη της κυβέρνησης που άφησε ένα οχτάμηνο να πάει χαμένο, θα ερχόταν αυτόματα στο μυαλό όλων. Και η καθημερινή πίεση και απαίτηση να ενισχυθεί δραστικά και μόνιμα το ΕΣΥ, δεν θα μπορούσε να σκιαστεί από οποιαδήποτε κυβερνητική προπαγάνδα για «πεταμένα λεφτά» ή για «λεφτόδεντρα» ή για ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Ο καθείς και τα όπλα του

 

Όταν παρατηρούμε ότι δεν χρειάζεται να μιμηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ τις κατάρες και τις θριαμβολογίες, προφανώς δεν γίνεται λόγος για ένα είδος «συναινετικής αντιπολίτευσης», αλλά για μια δραστική αντιπολίτευση, που καλλιεργεί στα λαϊκά στρώματα τη συναίσθηση ότι υπάρχει διαφορετικός τρόπος και δρόμος, εντελώς εφικτός, αντί να προβάλλει και να προτάσσει κυρίως την ανικανότητα της κυβέρνησης ή την καταστροφικότητα των επιλογών της. Αυτές είναι πρωτογενώς αισθητές. Τη δική σου εκδοχή και υπόδειξη χρειάζεται να κάνεις αισθητή.

Τον κίνδυνο αυτό τον αντιλαμβάνεται ο κ. Μητσοτάκης, γι’ αυτό και ματαίωσε την προγραμματισμένη για χθες, Παρασκευή, συζήτηση στη Βουλή με την ερώτηση του Αλ. Τσίπρα προς τον πρωθυπουργό για τις δημόσιες συγκοινωνίες. Προφανώς δεν ήθελε τη στιγμή που, με ίχνη αυτοκριτικής αλλά χωρίς ίχνος έμπρακτης μεταμέλειας, ανακοινώνει το νέο γενικευμένο απαγορευτικό, να βρεθεί αντιμέτωπος στη Βουλή όχι μόνο με μια σκληρή κριτική για την απουσία μέτρων στις δημόσιες συγκοινωνίες και τη σημασία της, αλλά και με τη σκιαγράφηση ενός προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτές. Και, τελικά, με μια επιχειρηματολογία που εξηγεί γιατί με τη ΝΔ δεν είναι εφικτό να υπάρξει κάτι τέτοιο. Θα μπορούσαμε έτσι να έχουμε στη διάθεσή μας ένα υπόδειγμα αντιπολιτευτικής στρατηγικής, που δεν έχει ανάγκη ούτε από κατάρες ούτε από θριαμβολογίες. Έχει ανάγκη μόνο από ένα κοινωνικό κίνημα υποστηρικτικό της διάσωσης, του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης των δημόσιων συγκοινωνιών ως κοινού αγαθού.

Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή