Macro

Πώς να διαλύσουμε τη ρητορική του Σαλβίνι

Η ομιλία του υπουργού Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι στην Ποντίντα της Λομβαρδίας [που αποτελεί πόλη – σύμβολο για τη Λέγκα του Βορρά], αποτελεί το κλειδί για να κατανοήσουμε την ιδεολογία της Λέγκας και αυτής της κυβέρνησης. Ο ορισμός του λαϊκισμού, που τον επικαλέστηκαν πολλές φορές τόσο ο Σαλβίνι όσο και οι εκπρόσωποι της κιτρινοπράσινης συμμαχίας, δεν αποτελεί, όπως λέγεται συχνά, μια γενική έμπνευση διαμαρτυρίας ή αντιπολιτικής. Από την ομιλία στην Ποντίντα δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει κανείς τον πολιτικό χαρακτήρα και την ιδεολογική δομή της νέας Λέγκας.

Ο Σαλβίνι έκανε μια θεμελιώδη ομιλία, η οποία έχει μερικά βασικά στοιχεία.

Η κλασική διαίρεση του λαού, δηλαδή της κοινωνίας εναντίον των ελίτ, υποβαθμίστηκε από τον Σαλβίνι στις οικογένειες με μαμάδες και μπαμπάδες εναντίον διανοουμένων, εναντίον του Γκαντ Λέρνερ, του Μικέλε Σαντόρο, του Εουτζένιο Σκάλφαρι, και της Ευρώπης. Αν ο φετιχιστικός εχθρός του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν οι «κομμουνιστές» και του Ρέντσι οι «μίζεροι» για τον Σαλβίνι είναι σαφές ποιος είναι ο στόχος της πολεμικής. Για να τον προλογίσει στη σκηνή ο παρουσιαστής της Λέγκας φώναζε: «Ας ακουστούμε μέχρι το Παρίσι, μέχρι τα ρετιρέ της Νέας Υόρκης». Ή καλύτερα μέχρι τον Εμμανουέλ Μακρόν και τον Ρομπέρτο Σαβιάνο, εκπροσώπων των «σικάτων ριζοσπαστών των σαλονιών», «που αύριο θα σχολιάζουν πόσο κακός κόσμος ήταν στην Ποντίντα, αλλά εδώ υπάρχει κόσμος που αγαπάει».

Ο Σαλβίνι συγκεντρώνει γύρω του μια κοινότητα και για να το κάνει αυτό χρειάζεται μια γλώσσα, μια λειτουργία, μια ιστορική ταυτότητα.

Κάθε ιδρυτικό έργο περιλαμβάνει ορισμένα τελετουργικά στοιχεία. Ο Σαλβίνι – ο «Καπετάνιος», όπως επονομάζεται – ξέρει ότι συγκεντρώνει γύρω του μια κοινότητα, και για να γίνει αυτό χρειάζεται τη δική της γλώσσα, μια λειτουργία, μια ιστορική ταυτότητα – παρόλο που η Λέγκα, με τα τριάντα χρόνια στην πλάτη της, είναι σήμερα η παλαιότερη πολιτική δύναμη στο κοινοβούλιο.

Ο τόνος της ομιλίας του είναι συνεχώς παθητικός – επιθετικός. Προφέρει έναν άγριο λόγο, αλλά πάντα κλείνει με «και το λέω με ένα χαμόγελο, με έναν εναγκαλισμό». Τα βάζει με τους δημοσιογράφους, λες και ετοιμάζεται να κάνει κατάλογο με προγραφές, αλλά στη συνέχεια τους εύχεται με έναν απειλητικό τόνο «να ζήσετε πολλά χρόνια και καλή δουλειά».

Το πανό στο πίσω τμήμα της σκηνής έγραφε «η κοινή λογική στην κυβέρνηση», γιατί η έννοια της «κοινής λογικής» αποτελεί την έννοια πασπαρτού που επιτρέπει να έχεις έναν ρατσιστικό και φασιστικό λόγο, να υποστηρίζεις ψευδή επιχειρήματα με τη δικαιολογία ότι φαίνονται λογικά, γιατί τα συμμερίζονται πολλοί άνθρωποι. Αλλά πέρα από την κοινή λογική, στο πάνθεον των αξιών της Λέγκας υπάρχει και η διακήρυξη της αγάπης: «Εδώ υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει φθόνος, δεν υπάρχει ζήλια». Όποιος είναι εναντίον της Λέγκας είναι «κάποιος κοκκινωπός», «κάποιος απογοητευμένος αριστερός», που θα εξαντλήσει «τα αποθέματα του Μάλοξ στα φαρμακεία».

Χρησιμοποιεί έναν σαφή συναισθηματισμό. Ο πρώτος συγγραφέας που αναφέρει είναι ο ποιητής Ντάβιντε Ροντίνι, πάντα κοντά στο δεξιό εκκλησιαστικό περιβάλλον: «Η αγάπη είναι η απασχόληση εκείνων που δεν έχουν κανένα φόβο». Αλλά για να οικοδομήσει μια κοινότητα- ακόμη και ο Σαλβίνι το έχει συνειδητοποιήσει αυτό – χρειάζεται μια αμοιβαία αναγνώριση. Πρώτα απ’ όλα ένας σύνδεσμος ιδανικών ιδεών: «Δεν είμαστε ένα κόμμα, είμαστε μια οικογένεια». Απευθύνεται πάντα στα στελέχη και τους ακτιβιστές της Λέγκας αποκαλώντας τους όχι μόνο φίλους, αλλά «αδελφούς και αδελφές», «μπαμπάδες και μαμάδες».

Μετά χρειάζεται μια μυστικιστική ιεροτελεστία. Είναι αυτό που λέει στην αρχή της ομιλίας του. Θέλει να ζητήσουν όλοι μαζί την ευλογία αυτού «που δεν υπάρχει πια και μας κοιτά από ψηλά», μετά κατεβαίνει από το βήμα και πλησιάζει το κοινό, παίρνοντας το χέρι της μητέρας του Τζιαλούκα Μπουονάνο, ιστορικού εκπροσώπου της Λέγκας που σκοτώθηκε σε τροχαίο το 2016, και μαζί της δίνει ένα φιλί σε ένα δέντρο που το μετονόμασε σε«δέντρο της ζωής».

Η θρησκευτική πτυχή έχει μελετηθεί καλά. Είναι ένας συγχρονισμός που αναμιγνύει ειδωλολατρικά στοιχεία – έτσι κι αλλιώς η Ποντίντα ήταν η πόλη του θεού Πο και των Δρυίδων για τη Λέγκα του Ουμπέρτο – με πολλές χριστιανικές εικόνες. Είναι σαφές ότι το εκλογικό σώμα του οποίου θέλει να κερδίσει την εμπιστοσύνη είναι αυτό: με τις οικογενειακές αξίες των ανθρώπων της Νοτίου Ιταλίας και το λαό της Family Day, των ακούραστων φρουρών, που αναφέρονται σχετικά με τις πιο αντιδραστικές ιδέες του: «Θα υπερασπιστώ το δικαίωμα των παιδιών να έχουν μια μαμά και έναν μπαμπά», «με αηδιάζει και μόνο να σκεφτόμαστε τη μήτρα προς ενοικίαση», οι γυναίκες πάντα αποκαλούνται μητέρες – «η μεγαλύτερη πρόκληση στον κόσμο».

Η δεξιά του Σαλβίνι είναι η δεξιά της τριάδας Θρησκεία, Πατρίς, Οικογένεια, που αντιπαρατίθεται στην τριάδα των φιλελεύθερων δημοκρατιών, την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφότητα. Για το λόγο αυτό, πέρα από το σταθερό γλείψιμο στην αστυνομία, υπόσχεται, ότι θα έχει στη διάθεσή της τα ηλεκτρικά πιστόλια, «για να είναι πιο καλοί, όχι για να είναι πιο κακοί». Πέρα από την εμμονή, που επαναλαμβάνεται σαν τραγουδάκι, για την επαναπροώθηση των μεταναστών, γεμάτη με fake news του τύπου «οι διακινητές έχουν καταλάβει ότι άλλαξε ο αέρας και ξεκινάνε με τις βάρκες ξεφούσκωτες», ο στόχος του Σαλβίνι είναι τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, οι κατακτήσεις των μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του ’70. Οι πιο σκληρές επιθέσεις του είναι ενάντια στο «νόμο Γκοτζίνι» και τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν το καθεστώς φυλάκισης («Είναι απαραίτητο να καταργήσουμε τη μείωση των ποινών για τους δολοφόνους και τους βιαστές. Για μένα να επανεκπαιδεύσεις – επανεντάξεις κάποιον που βιάζει ένα παιδί είναι μακριά από την αντίληψη του μικρού τρόπου ζωής μου») και εναντίον του «νόμου Μπαζάλια», και εδώ στο όνομα της οικογένειας («Εργαζόμαστε για μια καλύτερη Ιταλία, σκέφτομαι την παράλογη μεταρρύθμιση που άφησε στη μιζέρια και στην απελπισία χιλιάδες οικογένειες με ψυχικά άρρωστους συγγενείς»).

Ιδέες και πραγματικότητα

Ακόμα και η χριστιανή διανοούμενη Σιμόν Βέιλ χρησιμοποιείται ενάντια στα δικαιώματα των μεταναστών. «Όπως λέει η Σιμόν Βέιλ, τα καθήκοντα έρχονται πριν από τα δικαιώματα και αυτό πρέπει να το βάλουμε καλά στο μυαλό εκείνων που θα φθάσουν αύριο στην Ιταλία: δεν υπάρχει τίποτα δωρεάν και τίποτα που να χαρίζουμε». «Όπως λέει η Σιμόν Βέιλ είναι εγκληματικό ό,τι έχει σχέση με την εξάλειψη των ριζών ενός ανθρώπου ή την αποτροπή του να ριζώσει: οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το Παρίσι αυτό προσπάθησαν να κάνουν μαζί μας».

Τα αποσπάσματα του Σαλβίνι χρησιμοποιούνται άσχετα από το κείμενο της Βέιλ, παραποιημένα, με μια άσχημη περιγραφή των πρώτων σελίδων του βιβλίου της Η Πρώτη Ρίζα, στου οποίου την όμορφη εισαγωγή αντίθετα βρίσκουμε έννοιες με εντελώς αντίθετο πρόσημο: μιλά για υποχρεώσεις και όχι καθήκοντα, υποστηρίζοντας ότι οι υποχρεώσεις αποτελούν ένα ανώτερο ιδανικό. «Ένα δικαίωμα δεν είναι αποτελεσματικό από μόνο του, αλλά μόνο διαμέσου της υποχρέωσης στην οποία ανταποκρίνεται» και ότι «υπάρχει μια υποχρέωση προς κάθε ανθρώπινο ον και μόνο για το γεγονός ότι είναι ένα ανθρώπινο ον». Δεν είναι μόνο η «κουτσομπολίστικη» χρήση της. Η Σιμόν Βέιλ είναι μια ελεύθερη στοχαστής, μια ετερόδοξη. Βάζει στο στόμα της λέξεις που δεν είναι δικές της, για να φαίνεται πιο απλό, γιατί δεν ανήκει σε καμιά συγκεκριμένη πολιτική οικογένεια. Ο Τζιανκάρλο Γκαέτα, που επιμελήθηκε πολλές μεταφράσεις της Βέιλ στην Ιταλία, μου είπε ότι «το να χρησιμοποιεί την Πρώτη Ρίζα εναντίον των μεταναστών είναι γελοίο και επικίνδυνο μαζί», επισημαίνοντας επίσης το εγχείρημα οικειοποίησης αυτού του είδους και στη Γαλλία από την αντιδραστική δεξιά. Μια προσπάθεια εκμετάλλευσης που όμως απορρίφθηκε σθεναρά από πολλούς διανοούμενους.

Η κατήχηση της Ιερής Ρωμαϊκής Εκκλησίας αναφέρεται αντίθετα για να νομιμοποιήσει τις επαναπροωθήσεις. Ο Σαλβίνι ανταποκρίνεται ιδανικά στο στίχο του Ευαγγελίου «Ήμουν ξένος και με βοηθήσατε» (Ματθ. 25, 35) και την παράγραφο 2241 της Κατήχησης «Οι πιο πλούσιες χώρες είναι υποχρεωμένες να υποδεχθούν, στο μέτρο του δυνατού, τον ξένο…». Το μέτρο της πιθανής υποδοχής έχει εξαντληθεί για τον Σαλβίνι: 60 εκατομμύρια, ισχυρίζεται, είναι το μέγιστο των ανθρώπων που μπορεί να φιλοξενήσει η Ιταλία. Τα υπόλοιπα θα πρέπει να βοηθηθούν, ως συνήθως, «στο σπίτι τους».

Στόχος του Σαλβίνι είναι τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, οι κατακτήσεις των μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του ’70.

Το τελευταίο σημαντικό δομικό στοιχείο αυτής της ιδεολογικής κατασκευής είναι ο Αντριάνο Ολιβέτι, ο Ιταλός ιστορικός της βιομηχανικής ιστορίας, που στη δεκαετία του ‘60 στην Ιβρέα κοντά στο Τορίνο φαντάστηκε, ξεκινώντας από το εργοστάσιό του, μια νέα αντίληψη για την κοινωνία. Και ο Ολιβέτι είναι ένας στοχαστής που δεν ανήκει πολιτικά κάπου. Στην Ιβρέα, στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου, κέρδισε για πρώτη φορά στην ιστορία της ένας δήμαρχος της κεντροδεξιάς. Ο Σαλβίνι αναφέρθηκε στον Ολιβέτι στο τέλος της ομιλίας του ως «ήρωα στα λόγια μιας αριστεράς που δεν υπάρχει πια», προτείνοντας να επιστρέψουμε στην μελέτη των βιβλίων του και στα σχολεία. Αλλά το απόσπασμα που αναφέρει είναι γενικό και λανθασμένο: «Η ιδέα του για την κοινότητα, την εργασία και τις επιχειρήσεις βασίστηκε στο σεβασμό. Πιστεύω μαζί του σε μια Ιταλία που θα βασίζεται στις κοινότητες, σε μια συνταγματική μεταρρύθμιση που θα μπορούσε να βάλει μαζί τον Ολιβέτι, τον Μίλιο και άλλους πολλούς αυτονομιστές και φεντεραλιστές στοχαστές».

Ο κοινοτισμός της Ολιβέτι έφθασε πιθανώς στο Σαλβίνι διαμέσου του thinktank της Λέγκας «Ο Ταλιμπάν», που συνδέεται με τα κινήματα και τους στοχαστές της άκρας δεξιάς και που προσπάθησε τα τελευταία χρόνια να ιδιοποιηθεί τον Ολιβέτι κυρίως γιατί είναι ένας αντικομφορμιστής και συνεπής συγγραφέας. Ο Μπενιαμίνο Ντε Λιγκουόρι, ο εγγονός του Ολιβέτι, που αναβίωσε τις «Εκδόσεις της Κοινότητας», δημοσιεύοντας πολλά από τα κείμενα του Αντριάνο Ολιβέτι, πιστεύει ότι αυτή η εκμετάλλευση έχει κοντά ποδάρια: «Τον Ολιβέτι δεν τον ουδετεροποιείς με την φτωχοποίηση της ανάλυσης. Αντιστάθηκε για πενήντα χρόνια (ως νεκρός πλέον) σε πολύ πιο ισχυρές δυνάμεις που προσπάθησαν να τον εξουδετερώσουν, λίγο-πολύ συνειδητά, διαμέσου της μυστικοποίησης».

Ο Ντέιβιντ Καντέντου, που μελέτησε τον Ολιβέτι- κυρίως την πολιτική του σκέψη – λέει: «Φυσικά και θα ήταν ωραίο αν η πολιτική χρησιμοποιούσε τον Ολιβέτι, αλλά η ιδέα του της κοινότητας ήταν το αντίθετο από αυτή του Σαλβίνι. Ήταν κοινότητες χωρίς αποκλεισμούς», υπενθυμίζοντας την περίφημη ομιλία του προς τους εργαζόμενους της εταιρείας του τα Χριστούγεννα του 1955. Εκείνη όπου ο Ολιβέτι υποστήριζε ότι “Θέλω επίσης να υπενθυμίσω ότι σε αυτό το εργοστάσιο, τα τελευταία χρόνια, δεν ρωτήσαμε ποτέ κανέναν σε ποια θρησκεία πιστεύει, σε ποιο κόμμα είναι ακτιβιστής ή ακόμη από ποια περιφέρεια της Ιταλίας προέρχεται αυτός και η οικογένεια του».

Κατά βάθος συνειδητοποιούμε ότι μπορούμε να αποδομήσουμε μια ρητορική που φαίνεται ισχυρή ή μια επικοινωνία που φαίνεται επαρκής, αλλά είναι γενική και βίαιη.

 

Ο Christian Raimo είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας

 

Μετάφραση – απόδοση: Αργύρης Παναγόπουλος

Πηγή: Η Αυγή από Internazionale