Η μοναρχία ήταν ένας θεσμός που δεν ευδοκίμησε στην Ελλάδα. Ο βασικός λόγος ήταν ότι οι έλληνες μονάρχες στη διάρκεια του 20ού αιώνα, και σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους μονάρχες της Ευρώπης, επεδίωξαν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας και όποτε το πέτυχαν αυτό προκάλεσαν ή όξυναν πολιτικές κρίσεις και υπονόμευσαν τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Ας θυμηθούμε μερικές χαρακτηριστικές πολιτικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: η διαφωνία βασιλιά Κωνσταντίνου και πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου σχετικά με τη συμμετοχή της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Εθνικός Διχασμός, η επιβο΄λή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου από τον Ιωάννη Μεταξά με τη συνέργεια του βασιλιά Γεωργίου, η επιστροφή του Γεωργίου στην Ελλάδα το 1947 ύστερα από ένα δημοψήφισμα εξτεταμένης νοθείας, η σύγκρουση του βασιλιά Κωνσταντίνου με τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου και στη συνέχεια η αποστασία και τα Ιουλιανά, τα σχέδια του Κωνσταντίνου για εκτροπή από τη δημοκρατία την άνοιξη του 1967 ενόψει των εκλογών που θα κέρδιζε η Ένωση Κέντρου, τα οποία κινητοποίησαν τους συνταγματάρχες για να επιβάλουν τη στρατιωτική δικτατορία με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.
Το ερώτημα είναι γιατί ενώ οι παρεμβάσεις τους στέμματος στην πολιτική ζωή της χώρας είχαν ολέθριες συνέπειες, η μοναρχία είχε σοβαρά ερείσματα στην ελληνική κοινωνία μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται στη σχέση του στέμματος με τις πολιτικές δυνάμεις. Η μοναρχία στην Ελλάδα δεν λειτούργησε ως σύμβολο και θεσμός ενότητας αλλά ταυτίστηκε με συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ο Κωνσταντίνος ήταν ο επικεφαλής της αντιβενιζελικής παράταξης, ενώ από τη δεκαετία του 1940 και έπειρα ο Γεώργιος,ο Παύλος και τέλος, ο Κωνσταντίνος αποτέλεσαν τον πόλο συσπείρωσης του κόσμου της εθνικοφροσύνης. Με δυο λόγια, οι έλληνες μονάρχες πρωταγωνίστησαν ή διεκδίκησαν να είναι ηγέτες της συντηρητικής παράταξης και πολύ λιγότερο τους ενδιέφερε να αποτελέσουν σύμβολα ενότητας υπεράνω των πολιτικών διαιρέσεων. Αυτή η φιλοδοξία, από τη μια πλευρά, προκάλεσε τριβές με την ίδια τη συντηρητική παράταξη, όταν εμφανίστηκαν πολιτικά πρόσωπα τα οποία δεν ήθελαν να τελούν υπό την κηδεμονία του στέμματος. Από την άλλη πλευρά, και ίσως το σημαντικότερο, η ταύτιση του στέμματος με τη συντηρητική παράταξη προκάλεσε ένα πάρα πολύ ισχυρό αντιμοναρχικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία και η κατάργηση της μοναρχίας έγινε βασική προϋπόθεση για τον εκδημοκρατισμό της χώρας.
Η μοναρχία δεν είναι κάτι που θα το «κρίνει η ιστορία». Είναι κάτι το οποίο έκρινε ο ελληνικός λαός με το δημοψήφισμα του 1974. Η μοναρχία αποτέλεσε έναν αρνητικό πρωταγωνιστή της ελληνικής ιστορίας στον 20ο αιώνα και αυτό είναι εμπεδωμένο στην ιστορική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, όπως άλλωστε φαίνεται από την εξαφάνιση των φιλοβασιλικών κομμάτων εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η μοναρχία ανήκει στο παρελθόν και είναι ταυτισμένη με μερικές από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Για αυτούς τους λόγους ένα κάποτε πανίσχυρος θεσμός είναι τόσο απαξιωμένος στη σημερινή ελληνική κοινωνία ώστε ο θάνατος του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ αποτελεί απλά ένα θέμα εφήμερης δημοσιότητας και ελάχιστους πραγματικά ενδιαφέρει πέρα από τους ακροδεξιούς.
Πολυμέρης Βόγλης
Τα Νέα