Σε πρόσφατη ανάρτησή μου ρωτούσα όσους με διαβάζουν «τι θα χρειαζόντουσαν για να συμμετάσχουν ενεργά στην πόλη», ερώτημα που άφησα συνειδητά τόσο ασαφές γιατί με ένοιαζε να καταλάβω και πώς εννοεί η καθεμιά και ο καθένας την ίδια τη συμμετοχή. Υποσχέθηκα να συγκεντρώσω τις αντιδράσεις και να απαντήσω σε όλες. Αυτό θα προσπαθήσω να κάνω σε τούτο εδώ το σημείωμα. Θα ήθελα να αρχίσω με ένα πραγματικό παράδειγμα από την δική μου εμπειρία.
Λίγο πριν την αρχή της πανδημίας, τον Φεβρουάριο του 2020 ένας δήμος του κρατιδίου του Βερολίνου, στο πλαίσιο ενός νέου προγράμματος δενδροφύτευσης κάλεσε τους κατοίκους ενός δρόμου να επιλέξουν τα δέντρα που θα ήθελαν να φυτευτούν εκεί καθώς και την ακριβή τους θέση. Η συνάντηση έγινε σε ένα καφέ της γειτονιάς που τους έδωσε χώρο, στους κατοίκους παρουσιάστηκαν τρεις επιλογές με δέντρα κατάλληλα για την τοποθεσία, και μετά από μια εισαγωγή από ειδικούς για τα υπέρ και τα κατά της κάθε επιλογής, οι πολίτες συζήτησαν και ψήφισαν. Η φύτευση θα γίνει το φθινόπωρο όπως είχε προαποφασιστεί. Πρόκειται για ένα απλό παράδειγμα, ενός σχετικά ξεκάθαρου ερωτήματος χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις ή αντιπαλότητες. Παρ’όλ’αυτά εδώ ήδη διαφαίνονται τα βασικά ερωτήματα που θα έπρεπε να μας απασχολούν στη συμμετοχή. Κάποια από αυτά είναι πρακτικά κι άλλα αφορούν πιο θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα:
Πρώτο, ζητήθηκε από τους πολίτες να επιλέξουν στην τελευταία φάση της διαδικασίας. Προϋπήρξε δηλαδή μια απόφαση σε ανώτερο επίπεδο, κατ’αρχήν να τοποθετητούν δένδρα στον συγκεκριμένο δρόμο. Θα μπορούσαν θεωρητικά να ερωτηθούν οι κάτοικοι του δρόμου αν θέλουν δένδρα ή ίσως κάτι άλλο (π.χ. παγκάκια, παιδική χαρά). Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν να ερωτηθούν όλοι οι κάτοικοι του δήμου, αν προτιμούν δένδρα στον συγκεκριμένο δρόμο ή κάπου αλλού. Ο δήμος όμως είχε προαποφασίσει βάσει ενός ευρύτερου περιβαλλοντικού σχεδιασμού πως δένδρα στον συγκεκριμένο δρόμο ήταν σημαντικά για το κλίμα της ευρύτερης περιοχής. Το πρώτο ζήτημα λοιπόν που μπαίνει είναι σε ποια φάση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων ζητείται η συμμετοχή και σε ποια κλίμακα: πώς εντάσσεται αυτή σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό που δεν αφορά μόνον τον συγκεκριμένο μικροχώρο.
Δεύτερο, οι πολίτες κλήθηκαν να αποφασίσουν ανάμεσα σε ένα κλειστό σύστημα επιλογών. Δεν ρωτήθηκαν δηλαδή απλά, «τι δένδρα θέλετε στο δρόμο σας», αλλά προσκλήθηκαν ειδικοί να προτείνουν εφικτές εναλλατικές, η καθεμιά με προτερήματα και ελαττώματα. Μια εντελώς ανοιχτή συζήτηση μπορεί να είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα, αλλά μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε ένα άγονο αποτέλεσμα, αν η κάθε επιλογή των κατοίκων (π.χ. να φυτευτούν φοίνικες στο λάθος κλίμα) έπαιρνε αρνητική απάντηση λόγω του ανέφικτου της απόφασης. Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται εδώ είναι η σωστή ενημέρωση των πολιτών, οι γνώσεις τους καθώς και ο ρόλος των ειδικών που εδώ είναι κομβικός.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση κλήθηκαν να αποφασίσουν όλοι οι κάτοικοι του δρόμου, κι ας είναι πολίτες άλλου κράτους, όπως και ένας τοπικός σύλλογος, οι ιδιοκτήτες ακινήτων και οι τοπικές επιχειρήσεις. Μπαίνει δηλαδή ένα τρίτο ζήτημα, αυτό των υποκειμένων της συμμετοχής: ποιοι είναι αυτοί οι πολίτες που συμμετέχουν; Δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τους πολίτες που ψηφίζουν στο αντιπροσωπευτικό σύστημα (δηλ. το δημοτικό συμβούλιο ή τους βουλευτές). Στις δημοτικές εκλογές ψηφίζουν άτομα που έχουν εγγραφεί σε εκλογικούς καταλόγους. Δεν ψηφίζουν ούτε μετανάστες ούτε συλλογικότητες ούτε επιχειρήσεις ούτε ιδιοκτήτες γης που κατοικούν αλλού. Θεωρώ προσωπικά πως ο κάτοικος (ως πολίτης) είναι μια εντελώς διαφορετική κατηγορία από τα άλλα υποκείμενα, αλλά αυτό θέλει μια σοβαρή και αρκετά σύνθετη πολιτική συζήτηση.
Τέταρτο, πέρα από το θεωρητικό ζήτημα μπαίνει και ένα πολύ πιο πραγματικό: όχι απλά ποιοι καλούνται να συμμετάσχουν, αλλά ποιοί τελικά συμμετέχουν και ποιοι όχι. Επειδή παρακολουθώ συχνά τέτοιες διαδικασίες από κοντά, είναι αρκετά αποθαρρυντικό να δει κανείς πως συμμετέχουν ως επί των πλείστων άτομα μιας μεσαίας τάξης, με μια σχετική μόρφωση και εμπειρία συμμετοχής. Με άλλα λόγια «οι συνήθεις ύποπτοι». Πιο ενδιαφέρον ακόμη είναι να δούμε ποιοι δεν συμμετέχουν και γιατί: οι μετανάστες, οι φτωχοί, οι περιθωριοποιημένοι. Έχουν γίνει πολλές μελέτες για να κατανοήσουμε γιατί δεν συμμετέχουν αυτές οι μη προνομιακές κατηγορίες. Το βασικό συμπέρασμα είναι πως η οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίηση συνάδουν και αλληλοδιαπλέκονται με πολύ περίπλοκους τρόπους – από την εμπιστοσύνη στο σύστημα, μέχρι την πρόσβαση στην πληροφορία, την χρήση του λόγου, την αυτοπεποίθηση και πολλά άλλα. Υπάρχει δηλαδή μια ταξική διάσταση στη συμμετοχή που είναι κεντρική στην κατανόησή της. Για μια πραγματική συμμετοχή που δεν χρησιμοποιείται απλά για άλλοθι, το γιατί δεν συμμετέχουν τελικά όλοι πρέπει να απαντηθεί.
Πέμπτο, δεν είναι αδιάφορη η επιλογή του συγκεκριμένου τόπου της διαδικασίας της συμμετοχής. Εδώ επιλέχθηκε ένα τοπικό καφέ, χώρος οικείος με χαμηλό «κατώφλι». Είναι εντελώς διαφορετικό αν μια τέτοια διαδικασία γίνει π.χ. στο δημαρχείο. Υπάρχουν επιχειρήματα και για τα δύο, καθώς το δημαρχείο θα έδινε μια άλλη βαρύτητα στην διαδικασία, θα έκανε όμως ίσως ακόμη πιο δύσκολη την πρόσβαση, για λόγους απόστασης τόσο πραγματικής όσο και συμβολικής. Όσο κι αν φαίνεται λεπτομέρεια, στην πραγματικότητα της συμμετοχής αυτό έχει σημασία.
Αλλά ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η διαδικασία, η μέθοδος που ακολουθείται έχει σημασία. Τι γλώσσα χρησιμοποιούμε; Με ποιο τρόπο απεικονίζουμε αυτά που συμβαίνουν; Οι εικόνες – άρα και οι designers, οι καλλιτέχνες ή οι αρχιτέκτονες – μπορούν καμιά φορά να κάνουν την πληροφορία πιο προσβάσιμη και κατανοητή. Στην περίπωση των δέντρων, επειδή πολύς κόσμος δυσκολεύεται να διαβάσει σχέδια, οι ειδικοί επέλεξαν την πιο εύκολη (αλλά και πιο παραπλανητική) γλώσσα των φωτορεαλιστικών εικόνων. Η προσβασιμότητα της πληροφορίας είναι εξίσου σημαντική με την ύπαρξή της. Να σου πω δηλαδή κάτι με τρόπο που δεν θα το καταλάβεις, και να σου ζητήσω μετά να αποφασίσεις είναι τουλάχιστον ανειλικρινές. Επίσης, οι εναλλακτικές που δόθηκαν στο παράδειγμά μας παρουσιάστηκαν με τα υπέρ τους και τα κατά τους, στοιχεία που έχει και άλλωστε και κάθε παρέμβαση πάντοτε. Αυτό άλλωστε ήταν που είχε σημασία, να σταθμίσει ο κόσμος αυτά στην κάθε περίπτωση και να αποφασίσει βάσει αυτής της στάθμισης. Ας αντιπαραθέσουμε αυτό με το πιο συνηθισμένο: διαφήμιση μιας και μόνο λύσης, καμουφλαρισμένη ως πληροφόρηση.
Το έβδομο που θέλω να αναφέρω εδώ είναι η διαφάνεια σε σχέση με τις αρμοδιότητες της συμμετοχικής διαδικασίας: είναι απλά συμβουλευτική και άρα μπορεί και να απορριφθεί ή έχει αρμοδιότητα να πάρει δεσμευτική απόφαση; Στην διαφάνεια ανήκει επίσης να γνωρίζουμε ποιος είναι συγκεκριμένα ο παραλήπτης των αποφάσεων της συμμετοχικής διαδικασίας, ποιος παραλαμβάνει δηλαδή τις αντιρρήσεις, τις συστάσεις και τις αποφάσεις μας; Τι αρμοδιότητες έχει αυτός ο παραλήπτης; Αν π.χ. μια επιτροπή κατοίκων κάνει συστάσεις και η απάντηση είναι πάντα «εγώ δεν είμαι αρμόδιος» η συμμετοχή εξελίσσεται σε φάρσα. Διαφάνεια τέλος σημαίνει να γνωρίζω τι έγινε με τις παρατηρήσεις μου; Ενσωματώθηκαν; Απορρίφθηκαν; Αν απορρίφθηκαν γιατί; Αρκεί μια φορά να μείνουν αναπάντητες οι παρατηρήσεις των πολιτών για να μην ξαναασχοληθούν.
Τα παραπάνω πρέπει να κωδικοποιηθούν και να θεσμοθετηθούν. Αυτό αφορά και τις νομικές προβλέψεις για υποχρεωτική διαβούλευση, αλλά και για διάφορα άλλα σχήματα όπου η συμμετοχή μπορεί να μην είναι μεν υποχρεωτική, αλλά υπάρχει ξεκάθαρη σύσταση από τη νομοθεσία. Κεντρικό κομμάτι της θεσμοθέτησης πέρα από όλα τα παραπάνω είναι η συνέχεια. Όχι αποσπασματική συμμετοχή κατά βούληση, αλλά ένα σύστημα συμμετοχικών διαδικασιών που να ορίζει ανάμεσα σ’όλα τα παραπάνω και τη σχέση ανάμεσα στις αμεσοδημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης, το αντιπροσωπευτικό σύστημα των δημοτικών συμβουλίων, τα κινήματα τις πόλης, τις συλλογικότητες, τα κόμματα – αλλά και τις ατομικές πρωτοβουλίες.
Θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς – και θα είχε και δίκιο – πως τελικά αν θα μπουν πλατάνια ή φλαμουριές στον συγκεκριμένο δρόμο, ελάχιστη σημασία έχει πραγματικά για την ζωή των ανθρώπων και την δημοκρατία. Πως καλούμε τους πολίτες να αποφασίσουν (και να φάνε το χρόνο τους) με κάτι τελικά αδιάφορο, ενώ στα πράγματα που πραγματικά μπορούν να αλλάξουν τη ζωή των ανθρώπων, δεν καλούνται να αποφασίσουν για τίποτα. Μπαίνει δηλαδή ένα θέμα υψηλότερης τάξης που είναι ζήτημα προτεραιοτήτων. Σε αυτό προσπαθούν να απαντήσουν συστήματα συμμετοχικού προϋπολογισμού, όπου οι πολίτες καλούνται να αποφασίσουν πού θα διατεθεί ένα κομμάτι του συνολικού προϋπολογισμού.
Τέλος, τίθεται ένα πολύ σημαντικό ζήτημα αρχής: πώς κατανοούμε την συμμετοχή των πολιτών έξω από το αντιπροσωπευτικό σύστημα, δηλ. τις εκλογές; Είναι πολιτικό δικαίωμα και άρα αναπόσταστο κομμάτι της ιδιότητας του πολίτη ή είναι μια παραχώρηση της πολιτείας την οποία δίνει και παίρνει κατά βούλησιν; Αν είναι το πρώτο, τότε γίνεται υποχρέωση της πολιτείας όχι απλώς να προσφέρει διαδικασίες συμμετοχής, αλλά και να βρει τρόπους αυτές να είναι προσβάσιμες. Ένα απλό παράδειγμα είναι οι εκλογές που στην Ελλάδα διεξάγονται Κυριακή για να μπορεί ο κόσμος να πηγαίνει να ψηφίζει. Δεν αρκεί δηλαδή να δίνεις ένα δικαίωμα, αλλά πρέπει να φροντίζεις για την πρόσβαση των πολιτών σ’αυτό. Για την ώρα στις συμμετοχικές διαδικασίες η απάντηση είναι κάπου στη μέση καθώς έχουν όντως θεσμοθετηθεί συμμετοχικές διαδικασίες π.χ. σε διάφορα πολεοδομικά εργαλεία (π.χ. ΣΒΑΚ – Σχέδια Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας), αλλά η πραγματική συμμετοχή στις διαβουλεύσεις είναι ελάχιστη.
Από που ξεκινάμε; Δυστυχώς ταυτόχρονα από το τελευταίο και από το πρώτο. Χρειάζεται δηλαδή και η πολιτική συζήτηση για το τι σημαίνει συμμετοχή, αλλά και ρύθμιση πολύ πρακτικών λεπτομερειών για το τι πραγματικά συμβαίνει στις γνωστές διαδικασίες. Για μένα όμως ένα πρώτο βήμα θα πρέπει να είναι η σωστή, προσβάσιμη και συνεχής πληροφόρηση (όχι διαφήμιση). Τα παραπάνω είναι κάποιες σκέψεις, όχι ολοκληρωμένες, για να κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Θα επανέλθω.
Άρης Καλαντίδης