Αναδημοσιεύσεις

Ποιος δικαιούται να μιλήσει για το παρελθόν;

Το 2005, το Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης ΚW στο Βερολίνο, οργάνωσε την έκθεση «Αντικρίζοντας τον τρόμο: μια έκθεση για τη RAF». Η έκθεση περιλάμβανε παλαιότερα έργα καλλιτεχνών για τη συγκεκριμένη οργάνωση, ενώ συνοδευόταν από τεκμήρια, αρχείο εφημερίδων, φωτογραφίες της εποχής, τηλεοπτικά αποσπάσματα, και γενικά, υλικό με πληροφορίες για το πώς η τρομοκρατική ομάδα είχε αντιμετωπιστεί από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και τις Αρχές.

Η έκθεση ξεσήκωσε σάλο προτού ακόμη ξεκινήσει. Από την πρώτη της αναγγελία, συγγενείς των θυμάτων και πολιτικοί, επεσήμαναν ότι μια τέτοια έκθεση ωραιοποιούσε τη δράση της ομάδας. Η συντονισμένη αντίδραση των συγγενών οδήγησε στην απόφαση του γερμανικού κράτους να μη χρηματοδοτήσει τη συγκεκριμένη δράση του Ινστιτούτου, το οποίο και αντέδρασε διοργανώνοντας ειδική δημοπρασία με έργα καταξιωμένων, διεθνών καλλιτεχνών, που υποστήριξαν τη διοργάνωση της έκθεσης. Τελικά η έκθεση πραγματοποιήθηκε, προκαλώντας όμως έντονες κριτικές για αισθητικοποίηση της ιστορίας και μη ορθή απόδοση των ιστορικών γεγονότων.

Αν ξαναγυρίζω σε αυτήν τη σχετικά πρόσφατη ιστορία, είναι επειδή αγγίζει ένα ζήτημα που όλο και συχνότερα έρχεται στο προσκήνιο. Ποιος δικαιούται να μιλήσει για το παρελθόν, ποιος είναι ο έγκυρος λόγος γι’ αυτά που έχουν συμβεί; Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης σε μια τέτοια συζήτηση; Το ερώτημα είναι σύνθετο και παλιό. Η τέχνη στη μακρά διαδρομή της, συνομίλησε πάντα με το παρελθόν και τα ίχνη του, δημιουργώντας τις δικές της αφηγήσεις, προκαλώντας συχνά αντιδράσεις και σχόλια. Αν κάτι διαφοροποιεί αυτή τη συζήτηση τα τελευταία χρόνια, είναι η χρήση και ο αναστοχασμός, όχι μόνο γύρω από το παρελθόν αλλά και γύρω από τα εργαλεία και τις πηγές της ιστορίας. Όλο και πιο πολλοί καλλιτέχνες δημιουργούν πειραματιζόμενοι με τα αρχεία και τα τεκμήρια -κάποτε στην πρωτότυπη μορφή τους, κάποτε «πειραγμένα», μεταμορφωμένα. Θεατρικά έργα, περφόρμανς και εκθέσεις σε αρχειακούς χώρους, εικαστικές παρεμβάσεις σε αρχεία, αποτυπώσεις και αναγνώσεις μεμονωμένων αρχειακών τεκμηρίων συνθέτουν ένα νέο κόσμο.

Δεν είναι άλλωστε μόνο η τέχνη που στρέφεται στις μέρες μας προς την έννοια του αρχείου. Αρκεί κάποιος να δει την ειδησεογραφία των τελευταίων μηνών για να συνειδητοποιήσει πόσο συχνά το αρχείο εμφανίζεται στον δημόσιο διάλογο: τα αρχεία με τους φακέλους των πολιτικών φρονημάτων, όσα σώθηκαν από τις πυρκαγιές του 1989, η εξαγγελία του ΚΚΕ για το επιλεκτικό άνοιγμα των απόρρητων κομματικών αρχείων, το άνοιγμα του «φακέλου της Κύπρου», η συζήτηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την καταστροφή αρχείων με προσωπικά δεδομένα στο διαδίκτυο. Η έννοια του αρχείου «φετιχοποιείται» – φτάνει μόνο να διατρέξουμε τους χιλιάδες κόμβους στο διαδίκτυο, γεμάτους «απόρρητα», αρχειακά τεκμήρια. Εκατομμύρια τεκμήρια, έγγραφα από τη CIA και την πάλαι ποτέ KGB, έγγραφα απρόσιτα για δεκαετίες μπορούμε με λίγα χτυπήματα να τα φέρουμε μπροστά στα μάτια μας, έτοιμα να ικανοποιήσουν τις περιέργειες και τα ερωτήματά μας, να τα στείλουμε και σε άλλους να τα σχολιάσουν. Το παρελθόν και τα τεκμήρια του, άλλοτε ως αποκάλυψη άλλοτε ως αντικείμενο νοσταλγίας και διδαχής, αμφισβήτησης και λατρείας, χώρος ιδεών, λειμών θεσπέσιος συναισθημάτων.

Και οι επαγγελματίες ιστορικοί; Τις δυο-τρεις τελευταίες δεκαετίες η έννοια του αρχείου εμφανίστηκε και πάλι ορμητικά στις ιστορικές σπουδές, μετά από μια περίοδο αποδόμησής του μέσα από τις μεταμοντερνιστικές προσεγγίσεις των δεκαετιών του ’70 και ’80. Επανήλθε ως αντικείμενο προβληματισμού σχετικά με τους τρόπους προσέγγισής του και διασταύρωσης των πληροφοριών που περιείχε, ως ένα δημιούργημα, πλέον και αυτό, των ιστορικών συνθηκών. Η προσέγγιση εκείνη που θεωρούσε ως δεδομένη de facto την αξιοπιστία του αρχειακού τεκμηρίου έχει περάσει ανεπιστρεπτί και μοιάζει σήμερα παρωχημένη.

Είναι, όμως, η ανάγνωση των ιστορικών η κυρίαρχη; Μου ξανάρθε στο μυαλό το ερώτημα με αφορμή τη διοργάνωση της έκθεσης documenta 14, στην πόλη μας. Μιας ιδιαίτερα σημαντικής διεθνούς έκθεσης που έχει διαγράψει τη δική της πορεία, θέτοντας στους πρωταρχικούς της στόχους τον διάλογο με την ατομική και συλλογική εμπειρία. Τους τελευταίους μήνες, ξένοι εικαστικοί καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην έκθεση, επισκέφτηκαν τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), αναζητώντας στις συλλογές τους τεκμήρια που θα τους βοηθούσαν να αντιληφθούν την πρόσφατη ελληνική ιστορία: παράνομες εφημερίδες της Κατοχής, αντιδικτατορικές αφίσες, φωτογραφίες από τον εμφύλιο, χαρακτικά. Συνομιλώντας μαζί τους διαπίστωνες σταθερά το ίδιο ενδιαφέρον για την κατανόηση των όσων έχουν συμβεί, την ανάγκη παραλληλισμού με τη δική τους, προσωπική και συλλογική ιστορία, με την παρατήρηση αυτού που μπορούσε να είναι οικείο και ξένο παράλληλα.

Προσπαθούσα να ξαναδώ τα έγγραφα, τις φωτογραφίες, τις αφίσες, μέσα από τα δικά τους μάτια, όχι σαν στοιχείο αποκάλυψης της αλήθειας, αλλά ως υλικά τεκμήρια ενός χαμένου παρελθόντος. Ένα παρελθόν θρυμματισμένο, όπως οι πληροφορίες που μας έρχονται από τις μηχανές αναζήτησης στο διαδίκτυο. Ένα παρελθόν μισοκρυμμένο, κατεστραμμένο από τον ίδιο το χρόνο, όπως αποτυπώνεται στις χαρακιές στο υπόστρωμα των τεκμηρίων, στα μισοκαμμένα έγγραφα, στα μισοσβησμένα γραπτά, σε αυτό το αρχείο-σώμα που διατηρεί τα ίχνη των παλαιών δοκιμασιών του την ώρα που παράλληλα μεγαλώνει και αλλάζει. Κι είναι, νομίζω, αυτή η υλικότητα των τεκμηρίων και η αποτύπωση των σημειώσεων του χρόνου πάνω τους που προκαλούσε το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών. Η τέχνη άλλωστε, πάντοτε διατήρησε το δικαίωμα να μιλά για το ανεπιθύμητο παρελθόν με τους δικούς της, τολμηρούς τρόπους, να αγγίζει τις πληγές, να ακουμπάει την τραυματισμένη μνήμη. Και από την άλλη, να στέκεται ειρωνικά απέναντι στις βεβαιωμένες κληρονομιές του παρελθόντος, να προκαλεί, αναδεικνύοντας την αμφισημία του παρελθόντος.

Η τέχνη δοκιμάζει τους δικούς της δημιουργικούς τρόπους, μα και η ιστορία δεν είναι πια αυτό που ήταν. Και οι δυο εντέλει μετέχουν από τους δικούς τους δρόμους, στην κατανόηση αυτού που έχει συμβεί, στην επεξεργασία των καταλοίπων του παρελθόντος. Με άλλες λογικές και μεθόδους που μπορούν να συνομιλούν, αλλά όχι να ταυτίζονται, μπορούν να γονιμοποιούν η μια τη άλλη αλλά όχι να εξισώνονται. Με ένα τελικό αποτέλεσμα διαφορετικό για την καθεμιά, ανοιχτό όμως και για τις δυο στην κριτική και στον διάλογο. Και με την ίδια ανάγκη να στέκονται «ασεβείς», για να θυμηθούμε τον Φίλιππο Ηλιού, να αμφισβητούν και να κρίνουν, διεκδικώντας η καθεμιά με τους δικούς της όρους και προϋποθέσεις, έναν κόσμο ελευθερίας.

*Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γραμματέας του Δ.Σ. των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ)

πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ