Το Jacobin είναι το περιοδικό που έχει ταράξει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τα λιμνάζοντα ύδατα της εκδοτικής Αριστεράς τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ.
Με πάνω από ένα εκατομμύριο καθημερινούς αναγνώστες στο site του και μια νεανική ομάδα συντακτών, επικεφαλής των οποίων είναι ο Bhaskar Sunkara, μόλις 27 ετών, έχει ήδη εκδώσει 20 τεύχη σε έντυπη μορφή.
Το Jacobin εκδίδεται κάθε περίπου 2 μήνες με τεύχη σχεδόν πάντα δημιουργημένα ως θεματικά αφιερώματα και διαφορετικούς βασικούς συντάκτες.
Στο 20ό τεύχος υπεύθυνος για το αφιέρωμα είναι ο Shawn Gude, ένας εξίσου νέος, ακτιβιστής και μεταπτυχιακός πολιτικός επιστήμονας του πανεπιστημίου John Hopkins στη Βαλτιμόρη.
Βασίλης Ρόγγας: Τι θα διαβάσουμε στο νέο τεύχος του Jacobin magazine, στο οποίο είσαι και ο αρχισυντάκτης;
Shawn Gude: Ο τίτλος είναι «Πέρα από τον φιλελευθερισμό», αλλά όσοι βρίσκονται εκτός ΗΠΑ, θα ήταν ίσως καλύτερα να το σκεφτούν ως «Πέρα από τη σοσιαλδημοκρατία». Ή «Πώς ο καπιταλισμός σκότωσε τη σοσιαλδημοκρατία». Το τεύχος πρώτα αναλύει τις πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που άνοιξαν το δρόμο για τη μεταπολεμική «Χρυσή εποχή του καπιταλισμού», όταν δηλαδή η οικονομική ανάπτυξη κάλπαζε και το εργατικό κίνημα ήταν σχετικά ισχυρό σε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Αυτή η δύναμη –πηγή της οποίας ήταν η αγωνιστικότητα και η ικανότητά της να διαταράσσει την ομαλή λειτουργία του οικονομικού συστήματος‒είχε τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Το κοινωνικό κράτος, η ρύθμιση και οι πολιτικές πλήρους απασχόλησης έγιναν αποδεκτά μέσα στο πολιτικό και οικονομικό τοπίο.
Σε πολλές χώρες, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο χτίσιμο του κράτους πρόνοιας των κρατών αυτών. Γράφοντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τη διαφοροποίηση του Δημοκρατικού Κόμματος ως προς αυτές τις συζητήσεις. Αν το συγκρίνουμε με άλλα μεταπολεμικά κεντροαριστερά κόμματα στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, διαπιστώνουμε πως ήταν λιγότερο συμπαγές ιδεολογικά –εγκολπώνοντας εξίσου Βόρειους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και Νότιους υπέρμαχους των φυλετικών διαχωρισμών – και πως δεν υπήρξε ποτέ ένα πραγματικά εργατικό κόμμα. Όπως σημειώνει ο Paul Heidman σε ένα έξοχο δοκίμιο (και όπως γράφω κι εγώ σ’ ένα δικό μου άρθρο με τον τίτλο «The business veto»), το κόμμα περιείχε το δικό του μπλοκ καπιταλιστών. Με άλλα λόγια, δεν ήταν απλά ο εκλογικός βραχίονας του εργατικού κινήματος. Αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία όταν, όπως το καταγράφει ο Heidman, μια ομάδα αριστερών προσπάθησε να μετατρέψει το κόμμα σε έναν πιο παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό σχηματισμό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.
Την ίδια περίοδο, οικονομικές δυνάμεις εκτός των κομμάτων έθεταν περιορισμούς ως προς το τι μπορούσαν να επιτύχουν οι ακτιβιστές στο εσωτερικό του. Όπως επισημαίνει ο Robert Brenner στην κύρια συνέντευξη αυτού του τεύχους, η κρίση κέρδους στη δεκαετία του 1970 «κατέστρεψε την προϋπόθεση ανόδου των μισθών και μεταρρυθμίσεων του κοινωνικού κράτους για τις οποίες αγωνίζονταν τα συνδικάτα και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα». Μην έχοντας τη δύναμη να επιλύσει την κρίση με ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, η Αριστερά τελικά αποδεκατίστηκε. Αντί για μια σοσιαλιστική απάντηση, πήραμε μια νεοφιλελεύθερη απάντηση: λυσσαλέες επιθέσεις στα σωματεία, όχι πια πλήρης απασχόληση, ιδιωτικοποιήσεις, ένα όλο και πιο ισχνό κοινωνικό κράτος. Και, κυρίως, την ενίσχυση των πολιτικών του Τρίτου Δρόμου στα κεντροαριστερά κόμματα. Η κρίσιμη επισήμανση που μπορεί να κάνει κανείς εδώ είναι πως τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν αναπόφευκτο, αλλά και ότι οι παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές απαντήσεις δεν στάθηκαν στο ύψος που έθετε η κρίση.
Μπορούμε, λοιπόν, να περιγράψουμε τις πολιτικές του Τρίτου Δρόμου με ηθικούς όρους, λέγοντας πως οι κεντροαριστεροί πολιτικοί πούλησαν τις παραδοσιακές δεσμεύσεις του κόμματος τους, αυτό όμως δεν είναι ούτε ιδιαίτερα βοηθητικό ούτε ακριβές. Η αλήθεια είναι πως, καθώς η οργανωμένη εργασία έχασε τη δύναμή της, οι Δημοκρατικοί και άλλα ανάλογα κόμματα άρχισαν να ερωτοτροπούν με πιο ευκατάστατους ψηφοφόρους (μια εξαιρετική τεκμηρίωση είναι της Lily Geisman στο «Atari Democrats» αυτού του τεύχος), και με πολιτικές που υπαγορεύονταν από τις επιχειρήσεις με στόχο την αποκατάσταση της κερδοφορίας τους. Οι πολιτικοί του Τρίτου Δρόμου όπως ο Μπιλ Κλίντον υποστήριξαν κάποιες εντελώς στυγνές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους (παρόλο που, όπως το επισημαίνει η Premilla Nadasen, μπορεί να βρει κανείς κοινά στοιχεία μεταξύ «Παλιών Δημοκρατικών» και «Νέων Δημοκρατικών»). Ο Κλίντον και η γενιά του προσπάθησαν να κάνουν την ιδεολογία τους παγκόσμια.
Από πολλές απόψεις, όλα αυτά συνέβησαν από τη στιγμή που τα μεταπολεμικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υπαναχώρησαν στη δέσμευσή τους να κοινωνικοποιήσουν τα μέσα παραγωγής. Πίστεψαν πως πρόκειται για μια πρακτική κίνηση, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ακριβώς το αντίθετο: επιτρέποντας στους επιχειρηματίες να αποφασίζουν τους όρους υπό τους οποίους θα επενδύουν, τους έδωσαν τη δυνατότητα να βάλουν την οικονομία σε στασιμότητα.
Φυσικά, οι προσπάθειες ρήξης με τον Τρίτο Δρόμο πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτόν τον καταναγκασμό. Το τελευταίο μέρος του τεύχους –με τίτλο «Ένας καλύτερος δρόμος», εξετάζει δυο από τις πλέον υποσχόμενες εκλογικές προσπάθειες: του Τζέρεμι Κόρμπιν και του Μπέρνι Σάντερς. Η Hillary Wainwright έχει γράψει ένα εξαιρετικό άρθρο όπου εξετάζει πώς ο Κόρμπιν, επί μακρόν περιθωριοποιημένη μορφή της Αριστεράς των Εργατικών, κατάφερε να αξιοποιήσει τη δύναμη των νέων κοινωνικών κινημάτων για να κερδίσει την ηγεσία του κόμματος. Ο Adam Hilton παρέχει μια ιστορική ματιά για τις σημαντικές δυσκολίες που πρόκειται να αντιμετωπίσει ο Σάντερς στην προσπάθειά του να αναμορφώσει το Δημοκρατικό Κόμμα. Και τέλος, με ειλικρινή ενθουσιασμό σας λέω ότι έχουμε μια συνέντευξη του Κόρμπιν από την Wainwright και τον Leo Panitch.
Είμαι περήφανος για την καθημερινή κάλυψη που προσφέρουμε στο Jacobin σε θέματα όπως η αμερικανική προεδρική εκλογή, αλλά σε αυτό το τεύχος πραγματικά μας δόθηκε η δυνατότητα να κάνουμε ένα βήμα πίσω από την επικαιρότητα και να ιστορικοποιήσουμε σε βάθος τα φαινόμενα Σάντερς και Κόρμπιν.
Β.Ρ.: Από το Occupy Wall Street και τα περιφερειακά Occupy έως την εξέγερση ενάντια στη θανατηφόρα καταστολή στη Βαλτιμόρη και αλλού. Από το κίνημα για τα 15$ ωρομίσθιο έως την υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς. Η κοινωνική Αριστερά βρήκε άραγε την πολιτική της έκφραση στις ΗΠΑ; Τι σηματοδοτεί η υποψηφιότητα του Σάντερς;
Σ.Γκ.: Πιστεύω πως αυτός είναι ο σωστός τρόπος να σκεφτεί κανείς τη σχετική επιτυχία της υποψηφιότητας του Σάντερς. Η ίδια δυσαρέσκεια και οργή για την αδικία που δημιούργησε το κίνημα Black Lives Matter και το Occupy, έκανε δυνατή μια υποψηφιότητα σαν αυτή του Σάντερς. Η προσωπικότητα φυσικά και μετράει, αλλά δεν πρέπει να στεκόμαστε τόσο πολύ στον Σάντερς σαν πρόσωπο – ήταν στην πολιτική σκηνή για πολλά χρόνια. Εκείνο που είναι διαφορετικό είναι αυτή ακριβώς η συγκεκριμένη στιγμή. Αν το δούμε έτσι, γίνεται μέρος ενός κύματος μεταϋφεσιακών κινημάτων, μόνο που σε αυτή την περίπτωση παίρνει τη μορφή μιας προεδρικής καμπάνιας.
Ο αρχισυντάκτης και εκδότης του Jacobin Μπάσκαρ Σουνκάρα αποκάλεσε τον Σάντερς έναν «σοσιαλδημοκράτη της ταξικής πάλης» και νομίζω ότι το έθεσε σωστά. Είναι σίγουρα στα δεξιά του Κόρμπιν. Δεν είναι σοσιαλιστής. Λέει πως πρέπει να σπάσουμε τις μεγάλες τράπεζες και όχι να τις εθνικοποιήσουμε. Αλλά είναι ενάντια στην τάξη των δισεκατομμυριούχων και θέλει να ενώσει την κοινωνία γύρω από ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα και να την κινητοποιήσει για μια «πολιτική επανάσταση». Είναι δύσκολο να μην ενθουσιαστείς αν σκεφτείς τι βλέπουμε συνήθως σε προεκλογικές περιόδους, ακόμη περισσότερο αν σκεφτούμε τη σχετική αδυναμία της αμερικανικής Αριστεράς.
Όπως καθιστά σαφές το νέο τεύχος του Jacobin, υπάρχουν λιγότερα περιθώρια για αισιοδοξία σε σχέση με την ικανότητα του Σάντερς να μετασχηματίσει το Δημοκρατικό Κόμμα σε εθνικό επίπεδο. Η ιστορία έχει δείξει πως αυτό είναι αδιέξοδο. Αλλά η καμπάνια του αφορά την αποδαιμονοποίηση της λέξης «σοσιαλιστής» (ένα εκπληκτικό ποσοστό του 43% όσων πήγαν να ψηφίσουν στην Αϊόβα περιέγραψαν τους εαυτούς τους ως σοσιαλιστές), και πολιτικοποιεί πολλούς ανθρώπους που θα έπρεπε να έχουν απασχολήσει τους σοσιαλιστές. Όπως και ο Κόρμπιν, έτσι και ο Σάντερς τοποθετεί μαζί σε μια συμμαχία ψηφοφόρους της εργατικής τάξης και νέους πολίτες προσφέροντας λύσεις στις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
Ακόμα κι αν η καμπάνια του Σάντερς δεν είναι παρά ένα μικρό βήμα μπροστά, το παράδειγμά του σηματοδοτεί τη δημοφιλία των αριστερών πολιτικών, και, ακόμα πιο σημαντικό, ανοίγει σημαντικές δυνατότητες για κινήματα που προωθούν μεταρρυθμίσεις ακόμα πιο σαρωτικές από αυτές που εξαγγέλλει ο Σάντερς.
Β.Ρ.: Πιστεύεις πως είναι πιθανό τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να εγκαταλείψουν τις λογικές του Τρίτου Δρόμου; Είναι ο Κόρμπιν το πρόσωπο της νέας σοσιαλδημοκρατίας;
Σ.Γκ. : Ο Κόρμπιν είναι μια ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική φιγούρα γιατί δείχνει τις αγκυλώσεις της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Με αυτή την έννοια, χρειάζεσαι ένα σοσιαλιστή σαν τον Κόρμπιν για να έχεις έστω μια ευκαιρία να επιτύχεις παραδοσιακούς σοσιαλδημοκρατικούς στόχους στην Ευρώπη. Η εναλλακτική είναι κάποιος σαν τον Εντ Μίλιμπαντ, ένας σοσιαλδημοκράτης που στην ουσία μπορεί να προσφέρει λάιτ λιτότητα αναλόγως των απαιτήσεων των επιχειρήσεων. Είδατε κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα: μόνο ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχει μια πιθανότητα να βάλει τέλος στη με τη λιτότητα. Φυσικά πρόκειται για δύο πολύ διαφορετικές περιπτώσεις, ωστόσο και οι δυο συνδιαλέγονται με τα δομικά όρια που θέτει ο καπιταλισμός στα σοσιαλδημοκρατικά προγράμματα. Συνδιαλέγονται με τη σύγκρουση μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας.
Σε ό,τι αφορά τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, πιστεύω πως οι σοσιαλιστές βρίσκονται σε αδιέξοδο σε σχέση με αυτό. Προσωπικά, ταυτίζομαι με την παράδοση της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά φαντάζει πολύ απίθανο μια παλινορθωμένη σοσιαλδημοκρατία, ακόμη λιγότερο ο σοσιαλισμός, να νικήσει εντός των κομμάτων του Ολάντ ή του Γκάμπριελ. Η προφανής αντίστιξη είναι, λοιπόν, ο Κόρμπιν, και θα ήθελα πολύ να διαβάσω τι θα έλεγε ο Ραλφ Μίλιμπαντ για την περίπτωση αυτή. Παρόλο που είναι διάσημος για την αυστηρή κριτική του στο Εργατικό Κόμμα, μάλλον θα ήταν πολύ ενθουσιασμένος με την επιτυχία του Κόρμπιν. Το αν θα μπορέσει να αλλάξει το κόμμα στο οποίο ο Μίλιμπαντ επιτέθηκε με σφοδρότητα είναι μια άλλη συζήτηση.
Γενικά, οι προοπτικές προοδευτικής αλλαγής είναι πολύ πιο πιθανές εκτός των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Εγώ θα στοιχημάτιζα υπέρ της Die Linke, για παράδειγμα, και όχι του SPD, που είναι υπεύθυνο για τις μεταρρυθμίσεις του Hartz (μέρος της Ατζέντας 2010 του Σρέντερ). Το βασικό επιχείρημα λοιπόν είναι πως ναι, μόνο οι σοσιαλιστές είναι σήμερα ικανοί να προωθήσουν ρωμαλέες σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στο παρόν πλαίσιο.
Β.Ρ.: Διάβασα ένα άρθρο σου για τον θεωρητικό Ραλφ Μίλιμπαντ. Αναφέρεις συγκεκριμένα πως «μερικές από τις πιο σπουδαίες ερωτήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Αριστερά σήμερα έχουν να κάνουν με τη φύση του κράτους και του τρόπου λειτουργίας του». Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την περίφημη συζήτηση Miliband-Πουλαντζά για τη φύση του κράτους. Τι μπορούμε να πούμε για το κράτος σήμερα, μετά τη νεοφιλελεύθερη επανάσταση; Χρειαζόμαστε νέα θεωρία;
Σ.Γκ.: Θα ήθελα να πω δυο πράγματα εδώ. Είναι σημαντικό να θυμηθούμε πως η νεοφιλελεύθερη επανάσταση δεν ήταν απαραίτητα υπέρ της δημιουργίας ενός μικρότερου κράτους, αλλά ενός διαφορετικού κράτους. Ακόμα και οι αριστεροί πολλές φορές πέφτουν στην παγίδα να θεωρούν πως ο ρηγκανισμός ή ο θατσερισμός είναι ριζικά αντικρατιστικά πρότζεκτ. Αλλά ας πάρουμε τον Ρήγκαν. Την ίδια στιγμή που έκανε επίθεση στα κοινωνικά προγράμματα, αύξανε υπερβολικά το μέγεθος των αμυντικών δαπανών. Μια πραγματικά σεισμική αλλαγή είναι ότι το νεοφιλελεύθερο κράτος δεν δεσμεύεται πλέον υπέρ της πλήρους απασχόλησης όλης της κοινωνίας. Αντίθετα, το κράτος χρησιμοποιείται για να μεταφέρει πλούτο προς τα πάνω και να ενισχύσει (και, αν χρειάζεται, να δημιουργήσει) τον ανταγωνισμό στις αγορές. Έτσι λοιπόν, για μια ακόμη φορά, η ερώτηση δεν αφορά το μέγεθος του κράτους, αλλά τι προσφέρει το κράτος, και ποιον ωφελεί.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμούμε την καινοτομία του νεοφιλελεύθερου κράτους και να ξεχνάμε ότι τόσο το σοσιαλδημοκρατικό όσο και το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι καπιταλιστικά κράτη. Σε αυτό το νέο τεύχος, ο Mike Beggs έχει κάνει σπουδαία δουλειά επισημαίνοντας τις συνέχειες μεταξύ της αποκαλούμενης κεϋνσιανής και της νεοφιλελεύθερης εποχής.
Για παράδειγμα, με όρους κοινωνικού ελέγχου και τεχνοκρατικής οικονομικής διαχείρισης, δεν υπάρχει απαραίτητα μια πολύ καθαρή διαίρεση μεταξύ μιας λαοφιλούς, σοσιαλδημοκρατικής και μιας ελιτίστικης, νεοφιλελεύθερης εποχής. Πηγαίνοντας ακόμη πιο βαθιά, είτε σοσιαλδημοκρατικό είτε νεοφιλελεύθερο, ένα καπιταλιστικό κράτος θα θεωρεί πάντα πρώτη του προτεραιότητα την εξασφάλιση της υγείας του καπιταλισμού.
Δεν μιλάω θεωρητικά εδώ. Ζούσα στη Βαλτιμόρη κατά τη διάρκεια της εξέγερσης την προηγούμενη άνοιξη. Έχουμε λοιπόν μια πόλη με εγκαταλελειμμένα σπίτια στη σειρά, όπου η αστυνομία εξαπολύει βάναυσες περιπολίες σε κομμάτια της πόλης που έχουν υπομείνει συνθήκες μεγάλης οικονομικής ύφεσης για δεκαετίες. Είναι όμως ακριβές να πούμε ότι οι διαδηλωτές εξεγείρονταν ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές; Ή μήπως εξεγείρονταν ενάντια στα αποτελέσματα του καπιταλισμού, που για χρόνια κατέστρεψαν τις κοινότητες τους; Η απουσία επενδύσεων προετοίμασε την άνοδο του Τρίτου Δρόμου. Προετοίμασε την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970. Η μερίδα του λέοντος των επενδύσεων πάντα διοχετεύονταν σε περιοχές πιο κερδοφόρες για το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Οπότε μια πρώτη απάντηση είναι πως πρέπει, πράγματι, να σκεφτούμε διαφορετικά σε σχέση με το νεοφιλελεύθερο κράτος. Ωστόσο, ακόμη και πενήντα χρόνια μετά την έκδοσή του, θα έλεγα πως το The State in Capitalist Society [Το κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία] του Μίλιμπαντ είναι η καλύτερη εισαγωγή.
Β.Ρ.: Μπορεί να μην ήμουν αρκετά συγκεκριμένος στην ερώτησή μου. Το καπιταλιστικό κράτος είναι ένα πράγμα. Ένα άλλο πράγμα είναι τι μπορούμε να βάλουμε εμείς στη θέση του, αν έχουμε θεωρία περί αυτού; Το λέω διότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα ακόμα και για να μετασχηματίσει έστω και λίγο το κράτος προς μια μη νεοφιλελεύθερη σκοπιά.
Σ.Γκ.: Με τι μπορούμε να αντικαταστήσουμε το καπιταλιστικό κράτος –καλή ερώτηση, αλλά δεν είμαι σίγουρος πως έχω μια απάντηση πέρα από τη στάνταρ ωραία ατάκα που λέει πως πρέπει να εκδημοκρατίσουμε το κράτος. Σίγουρα χρειάζεται να σκεφτούμε τη μορφή του κράτους σε μια σοσιαλιστική δημοκρατία και πώς θα περάσουμε από αυτό που έχουμε σε αυτό που θέλουμε. Στο άρθρο που αναφέρεσαι παραθέτω τον Μίλιμπαντ, ο οποίος καλεί σε «μια αναζήτηση, αναπόφευκτα επίπονη και προβληματική, για μια λειτουργική σχέση μεταξύ δύο μορφών εξουσίας: την κρατική και την κοινωνική εξουσία». Αυτό είναι μια καλή τοποθέτηση, παρόλο που πάσχει από μια κάποια ασάφεια. Θα χρειαστούμε μορφές τόσο αντιπροσωπευτικής όσο και άμεσης δημοκρατίας, κάτι που να αντανακλά τη διάδραση μεταξύ ενός σοσιαλιστικού κόμματος και τα συνδεδεμένα μ’ αυτό αλλά αυτόνομα κοινωνικά κινήματα. Θα χρειαστεί να περιοριστεί αισθητά ο μηχανισμός καταναγκασμού του κράτους, ενώ ταυτόχρονα να χτιστεί η ικανότητα του να παρέχει δημόσια αγαθά και ταυτοχρόνως να ενσωματώνει τη δημοκρατική συμμετοχή.
Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σοσιαλδημοκρατίας είναι πως το κοινωνικό κράτος που κατασκευάστηκε λόγω της κοινωνικής πίεσης κατέληξε να δημιουργήσει απάνθρωπες, μη δημοκρατικές γραφειοκρατίες. Οι σοσιαλιστές, προς μεγάλη τους τιμή, το αναγνώρισαν εγκαίρως. Στην ακμή της σοσιαλδημοκρατίας, οι σοσιαλιστές υπέβαλαν το κοινωνικό κράτος σε εξαντλητική κριτική, ακόμα κι όταν υπερασπίζονταν τους στόχους του και προσπαθούσαν να χτίσουν πάνω στα, τεράστια ομολογουμένως, οφέλη του. Στις ΗΠΑ η Frances Fox Piven ήταν υποδειγματική στον τομέα αυτό. Έπειτα από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης επίθεσης στο κοινωνικό κράτος, το γραφειοκρατικό κράτος πρόνοιας μοιάζει συγκριτικά σχετικά καλό. Αν όμως ισχύει, όπως πιστεύω, ότι η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία δεν είναι ένα βιώσιμο καταληκτικό σημείο, είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικό για εμάς να σκεφτούμε σοβαρά πώς θα μπορούσε να μοιάζει το κοινωνικό κράτος στο σοσιαλισμό και, ευρύτερα, πώς θα μπορούσε να μοιάζει το κράτος εν γένει.
Β.Ρ.: Αντιμετωπίσαμε μια παγκόσμια οικονομική κρίση και είναι πολύ πιθανόν να έρθει ακόμα μια πολύ σύντομα. Η Αραβική Άνοιξη, τα Οccupy, οι κοινωνικές εκρήξεις στη Νότια Ευρώπη (Αγανακτισμένοι στην Ελλάδα και την Ισπανία) είναι τα κινήματα της δικής μας εποχής, αλλά φαίνεται πως αυτός ο κύκλος διαμαρτυρίας έκλεισε. Η νεοφιλελεύθερη αφήγηση ταρακουνήθηκε, αλλά παραμένει ηγεμονική. Με ποιο τρόπο μπορούμε να αφηγηθούμε μια διαφορετική προοπτική, μια προοπτική που δεν θα αποδέχεται τη θατσερική TINA;
Σ.Γκ. :Η υποψηφιότητα του Σάντερς με κάνει αισιόδοξο, επειδή αντιπροσωπεύει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, την ιδέα πως υπάρχει εναλλακτική. Έπειτα από τόσα χρόνια όπου καθεστωτικοί τύποι πλασάρουν την ιδέα ότι οι ψηφοφόροι φτύνουν οτιδήποτε μυρίζει σοσιαλδημοκρατία (ή, όπως αυτοί θα το έθεταν, «φιλελευθερισμός μεγάλου κράτους»), ο Σάντερς δείχνει ξεκάθαρα πως θεματικές όπως η δωρεάν πανεπιστημιακή εκπαίδευση και το καθολικό σύστημα υγείας είναι δημοφιλείς. Η καμπάνια του Κόρμπιν είχε παρόμοια επίδραση, όπως και τα κινήματα που ανέφερες. Το δύσκολο είναι πώς θα μεταφράσεις τη λαϊκή υποστήριξη σε πραγματικά πολιτικά οφέλη.
Νομίζω πως ότι οι δυσκολίες μας απλώς υπογραμμίζουν τις τεράστιες προκλήσεις. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο καπιταλισμός του κοινωνικού κράτους διένειμε υγιή περιθώρια κέρδους στις εταιρείες. Όταν αυτό κατέρρευσε στη δεκαετία του 1970, περάσαμε στη νεοφιλελεύθερη συνθήκη. Αλλά τι έχει ο καπιταλισμός τώρα; Δεν μπορεί να αντέξει τη βαλβίδα απελευθέρωσης μιας ρωμαλέας σοσιαλδημοκρατίας, οπότε δεν μας ξαφνιάζει η μεγάλη του δυσκολία να δημιουργήσει μια περισσότερο ισότιμη οικονομική και πολιτική τάξη.
Έχοντας λοιπόν πει αυτά ο Σάντερς, με όλες του τις ατέλειες, φαίνεται να κερδίζει έδαφος. Παραμένω αισιόδοξος!
Ο Βασίλης Ρόγγας είναι υποψήφιος διδάκτορας Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης