Macro

Λευκοί ελέφαντες: η κρίση ρευστότητας και η τούρτα της σπατάλης

Δεν έχει υπάρξει ποτέ στάδιο που να έφερε αύξηση θέσεων εργασίας και οικονομική ανάπτυξη στην πόλη όπου χτίστηκε. Οι μεγαλεπίβολες αθλητικές εγκαταστάσεις ως δημόσια έργα έχουν τεράστιο κόστος κατασκευής, μεγάλο κόστος συντήρησης και πολύ μικρή αποδοτικότητα. Ως επενδύσεις δεν μπορούν να αποσβεστούν, μπορούν όμως να χτίσουν πολιτικές καριέρες.

 

Οι λευκοί ελέφαντες στη νοτιοανατολική Ασία ήταν σπάνιοι, τους θεωρούσαν ιερά σύμβολα ευμάρειας. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί μονάρχες όταν δεν συμπαθούσαν κάποιον αυλικό, του έκαναν δώρο έναν λευκό ελέφαντα. Ο αυλικός δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί το ιερό δώρο, και ο ελέφαντας τον γονάτιζε οικονομικά με το κόστος συντήρησης, μιας και χρειαζόταν πάρα πολύ φαγητό αλλά και προσωπικό να τον προσέχει. Ο λευκός ελέφαντας με άλλα λόγια είναι κάτι πολύτιμο, πανάκριβο και καθόλου χρήσιμο. Σήμερα, ο όρος λευκός ελέφαντας χρησιμοποιείται για δημόσια έργα τεράστιου κόστους κατασκευής, μεγάλου κόστους συντήρησης και πολύ μικρής αποδοτικότητας.

Συναντά κανείς πολύ συχνά το φαινόμενο του λευκού ελέφαντα στον αθλητισμό. Μερικά εντυπωσιακά παραδείγματα είναι τα στάδια που κατασκευάστηκαν στη Βραζιλία και φιλοξένησαν το πρόσφατο Μουντιάλ. Η Βραζιλία, μια χώρα με πάρα πολλούς κατοίκους να ζουν σε φαβέλες και σε καθεστώς ακραίας φτώχειας, έδωσε 230 εκατομμύρια δολάρια για να κατασκευάσει την Αρένα Παντανάλ στην Κουιάμπα, χωρητικότητας 42.000 θεατών, τη στιγμή που οι δύο ομάδες της πόλης προσελκύουν το πολύ 1.000 θεατές. Το στάδιο έχει ήδη κλείσει για επισκευές. Δεν είναι όμως το μόνο παράδειγμα. Έφτιαξαν ένα γήπεδο σε μια απομακρυσμένη πόλη μέσα στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου, την Αρένα Αμαζόνια στη Μανάους, που δεν διαθέτει ομάδες πρώτης κατηγορίας, και έδωσαν 300 εκατομμύρια δολάρια. Αλλά το κερασάκι στην τούρτα της σπατάλης βρίσκεται στην πρωτεύουσα. Στην Μπραζίλια ανακατασκευάστηκε το Εστάντιο Νασιονάλ. Το έργο κόστισε 900 εκατομμύρια δολάρια. Στην πρώτη του χρονιά απέφερε έσοδα 500.000 δολάρια από ενοίκια. Θα χρειαστούν περίπου 1000 χρόνια για να γίνει απόσβεση.

Αυτή η σπατάλη ωστόσο δεν είναι φαινόμενο που συναντά κανείς μόνο στη Βραζιλία, τη χώρα του πιο γνωστού καρναβαλιού. Σύμφωνα με τον Ρότζερ Νολ, συγγραφέα του βιβλίου Σπορ, Θέσεις Εργασίας και Φόροι: Ο Οικονομικός Αντίκτυπος των Αθλητικών Ομάδων και των Σταδίων, «όλες οι ανεξάρτητες μελέτες δείχνουν ότι η κατασκευή σταδίων ως επένδυση είναι ανόητη. Όποιος προσπαθεί να πουλήσει την ιδέα κατασκευής τους στη βάση ότι συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη και στην αύξηση των θέσεων εργασίας κάνει λάθος. Δεν έχει υπάρξει ποτέ στάδιο που να έφερε αύξηση θέσεων εργασίας και οικονομική ανάπτυξη στην πόλη όπου χτίστηκε». Αλλά και σύμφωνα με μια αναφορά που εκπόνησε το Ινστιτούτο Μπρούκινγκς, «κανένα στάδιο δεν έχει έστω πλησιάσει μια λογική απόδοση επένδυσης. Κανένα στάδιο δεν βγάζει τα έξοδά του βάσει των φορολογικών στοιχείων που αποδίδει. Τα οικονομικά οφέλη των αθλητικών εγκαταστάσεων είναι ελάχιστα».

Αυτό το γνωρίζουν οι ιδιοκτήτες των αθλητικών ομάδων, γι’ αυτό ποτέ δεν βάζουν το χέρι στην τσέπη. Προτιμούν να πληρώσουν κάποιοι άλλοι την κατασκευή ή την ανακατασκευή του σταδίου της ομάδας τους. Αυτοί οι κάποιοι άλλοι είναι συνήθως οι φορολογούμενοι. Έτσι αρχίζει μια γνωστή και τετριμμένη διαδικασία. Ο ιδιοκτήτης ασκεί πίεση στους πολιτικούς, αυτοί λυγίζουν, και όλοι πληρώνουν τη δική του επένδυση. Αυτό ακούγεται ιδιαίτερα κακόγουστο σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όταν πάρα πολλοί άνθρωποι ζουν σε καθεστώς φτώχειας επειδή «λεφτά δεν υπάρχουν». Αν δεν φαίνεται όμως αρκετά άσχημη αυτή η εκδοχή, υπάρχει και χειρότερη.

Στα 40 του, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος έγινε εκτελεστικός διευθυντής της ομάδας μπέιζμπολ των Ρέιντζερς, με έδρα το Άρλινγκτον του Τέξας. Είναι καλό και χρήσιμο να έχεις αφεντικό στην ομάδα τον γιο του Προέδρου της χώρας, θα σκέφτηκαν στην ομάδα. Δικτυώθηκε με την τοπική ελίτ κι όταν ένιωσε δυνατός απείλησε την ντόπια κυβέρνηση ότι θα έπαιρνε την ομάδα από τους οπαδούς της, από το Άρλινγκτον, και θα την πήγαινε αλλού αν ο Δήμος του Άρλινγκτον δεν του έφτιαχνε καινούργιο στάδιο. Ο Δήμος λοιπόν πλήρωσε τα 135 από τα 190 εκατομμύρια δολάρια, ενώ τα υπόλοιπα τα πλήρωσαν οι φίλαθλοι μέσω ενός πρόσθετου τέλους στα εισιτήρια. Οι φορολογούμενοι αφενός και οι φίλαθλοι αφετέρου πλήρωσαν το στάδιο της εταιρείας, και ο Μπους με τους συνεταίρους του συνεισέφεραν τα λαμπερά τους χαμόγελα. Αυτή η ομορφιά δεν σταμάτησε όμως εκεί.

Η κατά τα άλλα εξαιρετική Αν Ρίτσαρντς, τότε δημοκρατική κυβερνήτης του υπερ-ρεπουμπλικανικού Τέξας, δημιούργησε μια ειδική υπηρεσία (Arlington Sports Facilities Development Authority), που είχε την εξουσία να απαλλοτριώνει οποιαδήποτε περιουσία, ιδιωτική ή δημόσια, απαραίτητη για το χτίσιμο του γηπέδου. «Ποτέ μια δημοτική αρχή δεν είχε απαλλοτριώσει την περιουσία ενός ιδιώτη προς όφελος άλλων ιδιωτών» έγραφε ο ρεπόρτερ Τζο Κόνασον. Τον Νοέμβριο του 1993 και ενώ το στάδιο θα άνοιγε την επόμενη άνοιξη, ο Μπους ανακοίνωσε ότι θα κατέβαινε υποψήφιος κυβερνήτης του Τέξας. Θέμα της προεκλογικής του καμπάνιας ήταν η αυτάρκεια και η προσωπική ευθύνη αντί για την εξάρτηση από το κράτος. Το 1998 ο Μπους πούλησε τις μετοχές που είχε στους Ρέιντζερς αντί 15 εκατομμυρίων δολαρίων. Τις είχε αγοράσει 600 χιλιάδες δολάρια. Παραπάνω από τις μισές από τις 30 ομάδες του εθνικού πρωταθλήματος μπέιζμπολ συνεισέφεραν οικονομικά στην προεκλογική εκστρατεία του Μπους για την προεδρία. Κάποιοι έδωσαν περισσότερα από 200 χιλιάδες δολάρια. Λίγο μετά έγινε Πρόεδρος των ΗΠΑ.

Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλονται μετ’ επιτάσεως σε περιόδους κρίσης είναι ο κεϋνσιανός κανόνας ότι το κράτος, έστω και άκριτα, θα πρέπει να χρηματοδοτεί τους ιδιώτες για να κάνουν οτιδήποτε. Στόχος αυτής της τακτικής είναι η αποκατάσταση της ρευστότητας στην αγορά. Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιείται συχνά, μαζί με την εκμετάλλευση του οπαδικού συναισθήματος, προκειμένου ιδιοκτήτες μεγάλων αθλητικών εταιρειών και μεγαλοκατασκευαστές να διεκδικήσουν σημαντικά κεφάλαια για την ανέγερση σταδίων και άλλων αθλητικών εγκαταστάσεων. Δείξαμε ωστόσο ότι η αποδοτικότητα αυτών των «επενδύσεων» μοιραία θα είναι πολύ μικρή, κάτι που έτσι κι αλλιώς αποδεικνύει το γεγονός ότι οι κεφαλαιοκράτες, συνυπεύθυνοι άλλωστε για την έλλειψη ρευστότητας, δεν επενδύουν ποτέ τα δικά τους κεφάλαια. Όπως δεν τα επενδύουν και στην οικονομία γενικότερα. Πιο αποδοτικό θα ήταν να πετούσαμε τα χρήματα από ελικόπτερα στον κόσμο.

Όπως και να το δει κανείς, είναι δύσκολο να πιστέψει ότι τόσοι πολιτικοί καριέρας, σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, δεν μπορούν να σκεφτούν κάτι λίγο πιο έξυπνο και αποδοτικό για να αντιμετωπίσουν μια κρίση ρευστότητας.

Ο Κώστας Ψιούρης είναι δημοσιογράφος