Συνέντευξη στον Μαρτίνο Ματζόνις
Με τη λίστα Πέτσα να γνωρίζει νέες δόξες, η συνέντευξη του καθηγητή του Μπέρκλεϊ Πολ Πίρσον, που μαζί με τον συνάδελφό του στο Γέιλ Γιάκομπ Χάκερ χαρακτηρίζουν τη μετάλλαξη της αμερικανικής Δεξιάς “πλουτοκρατικό λαϊκισμό”, γίνεται εξαιρετικά επίκαιρη και για τα καθ’ ημάς, ιδίως όσον αφορά τον ρόλο των ΜΜΕ.
Με αφορμή το τελευταίο τους δοκίμιο “Αφήστε τους να τρώνε tweets”, ο Πίρσον μιλά στο ιταλικό περιοδικό «L’ Espresso» για τον τρόπο με τον οποίο οι Ρεπουμπλικανοί απάντησαν στο δίλημμα των συντηρητικών κομμάτων -να μετριάσουν την οικονομική τους ατζέντα για να διασφαλίσουν τις απαραίτητες συναινέσεις ώστε να κερδίσουν εκλογές ή να φυσήξουν στη φωτιά των φόβων και της δυσαρέσκειας- επιλέγοντας τον δεύτερο δρόμο.
Καθηγητή Πίρσον, πότε και πώς ξεκίνησαν όλα αυτά;
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν ήταν πάντα αυτό που είναι σήμερα. Στο βιβλίο αναφέρουμε το παράδειγμα του Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος, παρότι πυροδότησε τις φυλετικές εντάσεις για να δημιουργήσει συναίνεση στις νότιες πολιτείες, από οικονομική άποψη βρισκόταν πιο αριστερά από οποιονδήποτε σύγχρονο αιρετό Ρεπουμπλικανό. Ίσως μάλιστα κάποιος σήμερα να προσδιόριζε την πρότασή του για την υγειονομική μεταρρύθμιση ως «σοσιαλδημοκρατική». Ο Νίξον αναζητούσε ακόμη και μια σχέση με τα συνδικάτα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τα πράγματα αλλάζουν.
Αν θέλαμε να εντοπίσουμε ένα πρόσωπο – κλειδί για να εξηγήσουμε το σημερινό Grand Old Party, θα έλεγα ότι σίγουρα δεν είναι ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, αλλά ο Νιουτ Γκίνγκριτς, ο εκπρόσωπος στη Βουλή ανάμεσα στο 1995 και το 1998. Ο Γκίνγκριτς οργάνωσε μια εξέγερση εναντίον του Μπους του πρεσβύτερου επειδή επιδίωκε κάποιον διάλογο με τους Δημοκρατικούς στο Κογκρέσο και εγκαινίασε τον δρόμο της ακραίας πόλωσης αμφισβητώντας τη δημοκρατική αφοσίωση των πολιτικών αντιπάλων.
Φυσικά ο Γκίνγκριτς ήταν ο φορέας της πολιτικής δυναμικής που διέσχιζε το κόμμα: εκείνα τα χρόνια τα συντηρητικά talk radio αυξάνονταν εκθετικά, ενώ το λόμπι των όπλων, η National Rifle Association (NFA), και οι ευαγγελιστές γίνονταν σταδιακά οι πυλώνες της ρεπουμπλικανικής συναίνεσης.
Ο Γκίνγκριτς και οι συνεργάτες του, πολλοί από τους οποίους έγιναν κεντρικά πρόσωπα του κόμματος τα επόμενα χρόνια, θεμελίωσαν επίσης τις συμμαχίες με τις οργανώσεις των επιχειρηματιών. Το Εμπορικό Επιμελητήριο, τώρα σύμμαχος των Ρεπουμπλικανών, ήταν θετικό έναντι της μεταρρύθμισης της Υγείας που πρότεινε ο Κλίντον, αλλά ο Γκίνγκριτς εργάστηκε για να αλλάξει τις εσωτερικές ισορροπίες της επιχειρηματικής ένωσης, που άλλαξε διοίκηση και ανέστρεψε τη θέση της. Από τότε η συμμαχία μεταξύ λαϊκιστών και πλουτοκρατών είναι δεδομένη.
Μια δεύτερη στιγμή – κλειδί έρχεται με τις προκριματικές του 2000. Ο Τζον ΜακΚέιν πρότεινε μια φορολογική μεταρρύθμιση ευνοϊκή για τη μεσαία τάξη και μια μεταρρύθμιση του συστήματος χρηματοδότησης της πολιτικής, ενώ στα δεξιά του έτρεχε ο Τζορτζ Ου. Μπους. Με την ευκαιρία αυτή, χιλιάδες άνθρωποι που ψήφιζαν στη Νότια Καρολίνα έλαβαν ένα τηλεφώνημα από δημοσκόπο που ρωτούσε: «Θα ψηφίζατε τον ΜακΚέιν γνωρίζοντας ότι η γυναίκα του παίρνει ναρκωτικά και η υιοθετημένη κόρη του στην πραγματικότητα είναι μια εκτός νόμου θυγατέρα;» (σ.σ.: το κορίτσι είναι από το Μπαγκλαντές, οπότε το υποδηλούμενο ήταν «ο ΜακΚέιν είναι άπιστος και δη με γυναίκες έγχρωμες»).
Ο Μπους κέρδισε τις προκριματικές και από τότε και ύστερα αυτός ο τρόπος διεξαγωγής της πολιτικής μάχης επικράτησε. Από την Προεδρία του Μπους και μετά οι δυνάμεις που ωθούν το κόμμα προς τον πλουτοκρατικό λαϊκισμό δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να αναπτύσσονται.
Γιατί “πλουτοκρατικός”; Δεν αρκεί να τον λέμε “λαϊκισμό”;
Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του ευρωπαϊκού λαϊκισμού αυτών των ετών και αυτού που συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εδώ σ’ εμάς συνδυάζονται ο αντι-ελιτισμός, ο προσδιορισμός των εχθρών, ο λευκός εθνικισμός και ο θρησκευτικός συντηρητισμός, αλλά αυτά συμβαδίζουν με οικονομικές πολιτικές τόσο ευνοϊκές για τους πλούσιους, ώστε κανείς δεν έχει το θάρρος να τις υιοθετήσει αλλού.
Δεν υπάρχει δυτική χώρα με τόση ανισότητα όση στις Ηνωμένες Πολιτείες και η αλήθεια είναι ότι, αν περιγράφαμε στους ψηφοφόρους κάποιες από τις οικονομικές πολιτικές που υιοθέτησαν οι Ρεπουμπλικανοί τις τελευταίες δεκαετίες, αυτοί θα αντιδρούσαν λέγοντας: «Όχι, δεν είναι δυνατόν να έκαναν όντως αυτά τα πράγματα».
Οι περικοπές φόρου του Τραμπ πήγαν κατά 60% στο πλουσιότερο 20%, αλλά το σύνθημα είναι «η μεγαλύτερη φορολογική περικοπή στην ιστορία», ενώ οι προτάσεις των Ρεπουμπλικανών για την Υγεία θα στερούσαν από 20 εκατομμύρια άτομα την ασφάλιση και θα καταργούσαν την απαγόρευση, που περιέχεται στο Obamacare, για επιβολή ποινής στα άτομα με χρόνιες παθήσεις. Όμως, στα εκλογικά σποτ η υπόσχεση είναι ότι δεν θα αλλάξει τίποτα προς την κατεύθυνση που δείχνουν οι γραπτές προτάσεις.
Μα, πώς είναι δυνατόν να πείσεις τα εκατομμύρια της λευκής εργατικής τάξης που δίνουν τη συγκατάθεσή τους στους Ρεπουμπλικανούς παρά τις συγκεκριμένες οικονομικές πολιτικές;
Οι πλούσιοι από μόνοι τους δεν σου επιτρέπουν να κερδίσεις τις προεδρικές εκλογές. Ήταν απαραίτητο να επιτευχθεί διαφορετικά η συναίνεση. Πώς; Δημιουργώντας κλίμα συναγερμού και δυσαρέσκειας για μια σειρά κοινωνικά ζητήματα. Υπάρχουν πολλά ιστορικά προηγούμενα, ειδικά σε περιόδους μεγάλης ανισότητας.
Στο αμερικανικό πλαίσιο, στο οποίο τα κόμματα είναι χαλαρά και δεν έχουν την ικανότητα να δημιουργούν συμμετοχή, απαιτούνταν συμμαχίες με ομάδες οι οποίες είχαν αυτήν την ικανότητα. Υπ’ αυτήν την έννοια το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα παρέδωσε τα κλειδιά του σπιτιού στη συμμαχία που συν τω χρόνω διαμορφώθηκε μεταξύ του πλούτου και των συντηρητικών οργανώσεων, όπως η NRA ή οι ευαγγελικές εκκλησίες.
Παράλληλα τον ρόλο του αντηχείου έπαιξαν τα δεξιά μέσα ενημέρωσης, ο γαλαξίας των talk radio και από το 1996 το FoxNews, το οποίο δημιούργησε ένα κερδοφόρο επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται στην προώθηση του θυμού και στη δημιουργία μιας φούσκας εντός της οποίας οι άνθρωποι ακούνε μόνον ένα είδος μηνύματος
Φυσικά αυτή η συμμαχία δεν είναι καρπός μιας απόφασης που ελήφθη κατά τη διάρκεια μιας σύσκεψης, υπάρχουν δυνάμεις που ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση και υπάρχουν εκείνες που φρενάρουν. Όμως οι πλουτοκρατικές δυνάμεις στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα γίνονται όλο και πιο ισχυρές και είναι όλο και πιο δύσκολο για όσους είναι εναντίον τους να εκτρέψουν αυτή την κατεύθυνση.
Κατά βάθος πιστεύω ότι στη ρίζα όλων αυτών βρίσκεται μια σταθερή διολίσθηση της οικονομικής εξουσίας στην Αμερική τα τελευταία 50 χρόνια, την οποία οι Ρεπουμπλικανοί αποφάσισαν να υιοθετήσουν και να προωθήσουν. Και έπειτα υπάρχει η προοδευτική κατάρρευση των συνδικάτων, που μέτρησε σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Εάν το μήνυμα λειτουργεί, ωστόσο, σημαίνει ότι υπάρχει και ένα ποσοστό ανθρώπων διατεθειμένων να το ακούσουν…
Αν ο Τραμπ κέρδισε, αυτό σημαίνει ότι υποτιμούσαμε το επίπεδο φυλετικής οργής στο λευκό εκλογικό σώμα. Μαζί με τη μεταβίβαση της οικονομικής εξουσίας προς τα πάνω, η μετάβαση από μια κοινωνία με σαφή λευκή κυριαρχία σε μια μεικτή κοινωνία υπήρξε ένας παράγοντας που διατάραξε βαθιά εκείνους τους λευκούς που δεν έχουν άλλο πλεονέκτημα από τη φυλή, που έχουν σπουδάσει λιγότερο και ζουν σε λιγότερο δυναμικές περιοχές. Εμείς, ωστόσο, πιστεύουμε ότι είναι περιοριστικό αυτό που τείνουν να κάνουν τα μέσα ενημέρωσης λέγοντας ότι «ευθύνονται οι ανισότητες και το οικονομικό άγχος» ή ότι «ευθύνεται o φυλετικός φθόνος».
Η αλήθεια είναι ότι έχει προκύψει μια δεξιά ταυτοτική πολιτική, που δημιουργεί μια μακεδονική σαλάτα με διαφορετικά συστατικά, τα οποία αθροίζονται και έτσι γίνονται πολύ πιο ισχυρά από ό,τι το καθένα ξεχωριστά. Η εμφάνιση του θυμού, είτε πρόκειται γι’ αυτόν που σχετίζεται με την υπεράσπιση της κατοχής όπλων είτε για εκείνον που τροφοδοτείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είτε για τον οφειλόμενο σε θρησκευτικούς λόγους, έχει συχνά ως φόντο το φυλετικό ζήτημα, αλλά δεν αρκεί.
Για παράδειγμα οι ευαγγελιστές είναι πεπεισμένοι ότι η πίστη και ο τρόπος ζωής τους απειλούνται. Οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν ασχολούνται και τόσο με την πολιτική και έτσι τείνουν να αποδέχονται ό,τι ακούνε. Και πολλά από αυτά που οι άνθρωποι ακούνε έχει δημιουργηθεί από ψηλά, από τους οργανισμούς που προανέφερα, το δε οικοσύστημα των ΜΜΕ λειτουργεί ως αντηχείο.
Αυτές οι οργανώσεις γνωρίζουν πώς να αξιοποιούν κατά τον καλύτερο τρόπο τις ανησυχίες και τους φόβους ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού σχετικά με τον δημογραφικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και τις μειωμένες ευκαιρίες. Αλλά η οπισθοδρομική μορφή που λαμβάνουν αυτές οι ανησυχίες είναι το προϊόν μιας δουλειάς που έγινε από ψηλά και όχι μόνο των συναισθημάτων στην κοιλιά της λευκής εργατικής τάξης.
Μετάφραση: Λάμπρος Αθ. Τσουκνίδας
Πηγή: Η Αυγή