Συνεντεύξεις

Paul Apostolidis: Με εργατικά κέντρα και καθολικό εγγυημένο εισόδημα στη μάχη για τον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων

Συνέντευξη με τον Paul Apostolidis, αναπληρωτή καθηγητή στο London School of Economics, με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο του The Fight for Time: Migrant Day Laborers and the Politics of Precarity, Oxford University Press, 2019

Η αυξανόμενη επισφάλεια, η οποία δημιουργεί ένα νέο διαχωρισμό ανάμεσα στους εργαζομένους (ασφαλής vs επισφαλής εργασία), θα μπορούσε να επηρεάσει τις πολιτικές επιλογές των εργαζομένων και να καθορίσει τους κομματικούς ανταγωνισμούς στο μέλλον;

Οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας έχουν δημιουργήσει σήμερα ένα παράδοξο. Αναγκάζουν κάποια τμήματα του πληθυσμού να βιώνουν εξαιρετικά επώδυνες καταστάσεις, αλλά από την άλλη καθιστούν τις εμπειρίες των εργαζόμενων, σε όλο το φάσμα της οικονομίας όμοιες, άσχετα από την τάξη ή την απασχόληση του καθένα. Αυτό προσπαθώ να καταδείξω και στο βιβλίο μου, το οποίο αναπτύσσει μία νέα κριτική θεώρηση της επισφάλειας, μέσα από έρευνα πεδίου με μετανάστες εργάτες στις ΗΠΑ, εξετάζοντας όμως ταυτόχρονα την εργασιακή επισφάλεια και ευρύτερα. Αυτή η κατάσταση αποτελεί ένα ευνοϊκό πολιτικό πλαίσιο σήμερα για τα κόμματα της Αριστεράς, εφόσον βέβαια μπορέσουν να το αξιοποιήσουν.

Οι μετανάστες εργάτες σε ολόκληρο τον πλανήτη αντιμετωπίζουν την επισφάλεια μέσα από τους πολύ χαμηλούς μισθούς, από την εξαιρετικά περιορισμένη αυτονομία τους στη δουλειά και από την πίεση των κρατικών αρχών ελέγχου της μετανάστευσης. Οι εργάτες, μη μετανάστες, η μεσαία τάξη και οι πιο εξειδικευμένοι εργαζόμενοι δεν αντιμετωπίζουν την αντιμεταναστευτική έχθρα, αρκετοί έχουν καλύτερους μισθούς, σταθερότερες δουλειές και μεγαλύτερο πλαίσιο αυτενέργειας. Εντούτοις, υπάρχει μία αναδυόμενη τάση επισφάλειας, η οποία εντοπίζεται πλέον σε όλο το φάσμα της απασχόλησης, όχι μόνο στους εργάτες ή στους οδηγούς της Uber, αλλά και σε όσους εργάζονται στην ανάπτυξη τεχνολογίας λογισμικού και στους μηχανικούς ή στους εκπαιδευτικούς.

Θεωρητικά, όλοι οι εργαζόμενοι σήμερα παλεύουν με αντιφατικές εμπειρίες, οι οποίες καθιστούν την καθημερινότητα εξαιρετικά δύσκολη και απογοητευτική. Οι νέες τεχνολογίες, οι κινητές συσκευές και η ανάπτυξη της άυλης εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, μαζί με μία νέα «μεταβιομηχανική» εργασιακή ηθική, επιβάλλουν στους εργαζομένους να εργάζονται και να είναι διαθέσιμοι κάθε στιγμή της ημέρας χωρίς διακοπή. Έτσι, όλος ο χρόνος μας μεταβάλλεται σε ένα διαρκές εργασιακού χρόνου. Όμως, αυτές οι ίδιες οικονομικές δυνάμεις κατακερματίζουν τις εργασιακές εμπειρίες μας σε ασύνδετα μέρη, οδηγώντας σε μία απορρυθμισμένη οικονομία, η οποία προάγει μία κουλτούρα, όπου θεωρείται «λογικό» η δουλειά να σταματά και να ξεκινά τυχαία μέσα στο χρόνο.

Συνεπώς, η γενική δυσκολία που αντιμετωπίζουν όλοι οι εργαζόμενοι είναι ότι ο χρόνος μας ανήκει όλο και λιγότερο και μας φθείρει με τα αντιφατικά ερεθίσματά του. Το πολιτικό ερώτημα είναι εάν τα κόμματα θα μπορέσουν να κατανοήσουν ότι μπορούν να δημιουργήσουν ένα ευρύ και διαφοροποιημένο δημοκρατικό ακροατήριο εάν καταστήσουν προτεραιότητά τους τη μάχη για τον ελεύθερο χρόνο. Στην Ελλάδα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, τα πολιτικά κόμματα της Δεξιάς υιοθέτησαν αντιμεταναστευτικές πολιτικές και ρητορικές, επιχειρώντας να μην γίνει κατανοητό στους ψηφοφόρους τους το πόσο μοιάζει η επισφάλεια τους με την οξεία επισφάλεια από την οποία υποφέρουν οι μετανάστες, παρά τις όποιες εμφανείς διαφορές ανάμεσά τους. Εναπόκειται στην Αριστερά να αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία.

Η εντεινόμενη επισφάλεια σχετίζεται με μία εν εξελίξει διαδικασία αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης;

Θα έλεγα ότι η εντεινόμενη επισφάλεια οδηγεί σε μία αναδόμηση των ταξικών διαφορών. Όλο και περισσότερο η «τάξη» γίνεται κατανοητή ως μία διακριτή κατηγορία, η οποία εξαρτάται από το βαθμό έκθεσης στην επισφάλεια. Με όρους αντιφατικών εμπειριών σε σχέση με το χρόνο που προαναφέραμε, η διαφορά εντοπίζεται ανάμεσα σε κάποιον που εργάζεται σε μία αποθήκη της Amazon, υπό διαρκή βιντεοεπιτήρηση, ώστε να διασφαλίζεται ότι εκτελείται κάθε καθήκον μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρόνο δευτερολέπτων, και σε κάποιον άλλον, ο οποίος εργάζεται σε ένα γραφείο της Amazon όπου υφίσταται λιγότερη πίεση για υπερεργασία. Συνεπώς, υπάρχει σήμερα μία διακριτή κατάσταση επισφάλειας της εργατικής τάξης, η οποία σχετίζεται με την ευθεία ενσωμάτωση του σώματος του εργαζομένου στα τεχνολογικά και διαχειριστικά συστήματα ελέγχου της εργασιακής συμπεριφοράς και του χρόνου. Οι πιο εξειδικευμένοι εργαζόμενοι βιώνουν την επισφάλεια σε άλλο επίπεδο, έχοντας τη δυνατότητα να λαμβάνουν μεγαλύτερες αποστάσεις, και χρονικά και χωρικά, από την διαχειριστική εξουσία, παρόλο που η βασική δομή της καθημερινής ζωής τους είναι αντιφατική και ενοχλητική επίσης.

Η επισφάλεια της εργατικής τάξης συνεπάγεται επίσης μία διαρκή ευαλωτότητα ως προς τις  σωματικές βλάβες και τους τραυματισμούς, όπως είναι τα ατυχήματα, τα οποία δυστυχώς είναι πολύ συχνά στη χειρωνακτική εργασία ή στα σφαγεία. Η επισφάλεια των πιο εξειδικευμένων επαγγελματιών περιέχει λιγότερα ρίσκα για τέτοιες σωματικές βλάβες. Όμως, όπως για όλους τους εργαζομένους σήμερα, οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι υποφέρουν από συχνότερες αναπνευστικές και ορθοπεδικές βλάβες, διότι εργάζονται σε ακατάλληλα αεριζόμενους χώρους και περνούν πάρα πολλές ώρες μπροστά στον υπολογιστή. Επίσης, όλοι οι εργαζόμενοι βιώνουν αυξανόμενα ρίσκα στην ψυχική τους υγεία και στην καρδιοαναπνευστική τους λειτουργία εξαιτίας μιας εταιρικής κουλτούρας διαρκούς περιορισμού και συνεχούς αξιολόγησης επιδόσεων.

Συνοψίζοντας, αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι ότι αναδύονται νέες κατηγοριοποιήσεις ανάμεσα στις τάξεις, αλλά την ίδια στιγμή ανακύπτουν και νέες παρόμοιες καταστάσεις σε όλες τις τάξεις (εκτός από τους πολύ πλούσιους). Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας, σε σχέση με το πως η εργατική τάξη μεταβάλλεται σε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις ανώτερες οικονομικά τάξεις και το πως θα αντιπαλέψουμε αυτή την εκμετάλλευση. Αυτό όμως δημιουργεί μία νέα ευκαιρία ανάπτυξης πολιτικών που διαπερνούν τους ταξικούς διαχωρισμούς, με στόχο τον τερματισμό της συστημικής κυριαρχίας, στην οποία τελικά υπόκεινται όλοι, όπως υπογραμμίζει άλλωστε και η φίλη και συνάδελφος της πολιτικής θεωρίας Albena Azmanova.

Πως θα μπορούσε να προσεγγίσει κανείς το ζήτημα της οργάνωσης των επισφαλώς εργαζομένων;

Οι εργατικές οργανώσεις στις ΗΠΑ μας προσφέρουν ένα διαφωτιστικό μοντέλο του πως οι επισφαλώς εργαζόμενοι μπορούν να οργανωθούν με επιτυχία, εν μέσω δυσχερών συγκυριών, χρησιμοποιώντας αυτές τις καταστάσεις ως βάση ανάπτυξης αλληλεγγύης. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, οι εργάτες στις περισσότερες αμερικανικές πόλεις έχουν δημιουργήσει ένα διαρκώς εκτεινόμενο και ισχυρό δίκτυο εργατικών κέντρων. Τα κέντρα αυτά λειτουργούν ως κέντρα εξεύρεσης εργασίας και οι εργάτες πηγαίνουν εκεί για να βρουν δουλειά. Οι εργάτες αυτοί είναι συνήθως πολύ φτωχοί, μετανάστες χωρίς χαρτιά, οι οποίοι αμείβονται με πολύ χαμηλές αμοιβές, σε τομείς όπως η οικοδομή, η κηπουρική και οι μετακομίσεις. Όμως, τα εργατικά κέντρα προσφέρουν προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, ορισμένα από τα οποία συντονίζονται από τους ίδιους τους εργάτες και άλλα από εθελοντές ή από στελέχη. Επίσης, τα εργατικά κέντρα οργανώνουν την πολιτική συμμετοχή των εργατών σε εκδηλώσεις που σχεδιάζονται από δημοκρατικά εκλεγμένες εργατικές επιτροπές. Συνοψίζοντας, εκτός από το να λειτουργούν ως πηγές εξεύρεσης εργασίας και ως βάσεις για πολιτισμική διασύνδεση ανάμεσα στην κοινότητα, τα εργατικά κέντρα προσφέρουν στους επισφαλείς εργάτες (όπως και στους ντόπιους εργαζομένους) πολιτική κατάρτιση. Οι επισφαλείς εργάτες στις ΗΠΑ προέρχονται συνήθως από τη Λατινική Αμερική και συνδέονται με την παράδοση της «λαϊκής επιμόρφωσης», ως κύριας οργανωτικής προσέγγισης.

Η λαϊκή επιμόρφωση έχει συνδεθεί ευρέως με το βιβλίο Η Αγωγή του Καταπιεζόμενου, του βραζιλιάνου πολιτικού φιλοσόφου Paulo Freire, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ριζοσπαστική πολιτική αλλαγή μπορεί να επέλθει μόνο όταν οι καταπιεσμένοι μπορέσουν να διατυπώσουν τη δική τους κοινωνική κριτική και πολιτική στρατηγική, σε κοινή πορεία με, και όχι αγόμενοι από, όσους μοιράζονται την επιθυμία τους για δικαιοσύνη.

Αποτελεί το καθολικό εγγυημένο εισόδημα ένα εργαλείο ενάντια στην ευαλωτότητα των επισφαλών;

Κατανοώ τη θέσπιση ενός καθολικού εγγυημένου εισοδήματος ως κομβικής σημασίας για τον περιορισμό της εργασιακής επισφάλειας, αλλά επίσης και για την ενδυνάμωση της πολιτικής προσπάθειας των ανθρώπων. Μία άλλη φίλη και θεωρητική της πολιτικής φιλοσοφίας η Kathi Weeks, έχει δίκιο στο ότι το εγγυημένο εισόδημα θα μπορούσε να ενεργοποιήσει νέες εμπειρίες ελευθερίας, χαλαρώνοντας την ανάγκη εργασιακής εγρήγορσης κάθε λεπτό κάθε μέρας, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Με άλλα λόγια, η πάλη για το εγγυημένο εισόδημα δεν είναι απλώς ένα οικονομικό αίτημα, αλλά είναι επίσης και ίσως και περισσότερο, μία πάλη για τον ελεύθερο χρόνο.

Με δεδομένο ότι παρεμβαίνει και αλλάζει την αντιφατική, εξουθενωτική δομή του χρόνου της καθημερινότητας, που βιώνουν όλοι οι εργαζόμενοι, ακόμα κι αν αυτή η πραγματικότητα είναι πιο δυσχερής για κάποιους σε σχέση με κάποιους άλλους, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα προσφέρει μία ελπιδοφόρα πολιτική στρατηγική για οριζόντια ταξική οργάνωση. Εντούτοις, όπως επιχειρηματολογώ και στο βιβλίο μου Η μάχη για το χρόνο, η πάλη ενάντια στην επισφάλεια απαιτεί περισσότερα από το χρόνο που θα απελευθερώσει το εγγυημένο εισόδημα στα άτομα. Χρειάζεται επίσης μία οργανωτική βάση, ώστε οι άνθρωποι να έρθουν σε επαφή και να επαναπροσδιορίσουν το χρόνο τους στην κατεύθυνση της δημιουργίας ισχυρών, πολιτικοποιημένων κοινοτήτων δράσης. Οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη από λαϊκή επιμόρφωση, όπως συμβαίνει στα εργατικά κέντρα της Αμερικής. Χρειάζονται μία οργανωτική έδρα, η οποία θα τους παρέχει συγκεκριμένους τρόπους επαναπροσδιορισμού του χρόνου τους, ο οποίος διαφορετικά θα αναλωθεί σε ατέρμονη εργασία και ανησυχία για την εργασία. Αυτός είναι κι ο λόγος που το βιβλίο μου τελειώνει με ένα κάλεσμα προς την Αριστερά να δημιουργήσει εργατικά κέντρα για όλους τους εργαζομένους. Αυτό έχει νόημα, αν σκέπτεται κανείς, όπως κι εγώ, ότι η επισφάλεια έχει διαχυθεί σε ολόκληρη την οικονομία, ακόμα κι αν χτυπά ορισμένες ομάδες εργαζόμενων πιο σκληρά από άλλες. Τα εργατικά κέντρα που απευθύνονται σε επισφαλώς εργαζομένους επιτυγχάνουν στο να «αξιοποιούν» το χρόνο που αυτοί διαθέτουν ανάμεσα στις κατακερματισμένες δουλειές τους και τον οποίο, υπό άλλες συνθήκες, θα σπαταλούσαν αναζητώντας κι άλλη δουλειά ή ανησυχώντας για το ότι δεν έχουν αρκετή δουλειά. Όλοι οι εργαζόμενοι, στο σύνολο της οικονομίας έχουν ανάγκη από αυτή τη δυνατότητα.

 

Τη συνέντευξη πήρε ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος

Μετάφραση: Νικόλας Κουντούρης

Πηγή: Η Αυγή