Από τη μία απευθύνονται στα πληττόμενα από τις πολιτικές λιτότητας εκλογικά τους ακροατήρια, υποσχόμενα εθνική κυριαρχία, ελαφρύνσεις για τους μικρομεσαίους και καλύτερες δουλειές – αλλά μόνο για τους «ντόπιους», αφού οι υπόλοιπες θα καλύπτονται από «ρυθμιζόμενες μετακλήσεις» φθηνών εργατικών χεριών από τρίτες χώρες. Από την άλλη υπηρετούν πιστά τις δυνάμεις του κεφαλαίου των χωρών τους, βιομήχανους, τραπεζίτες, εφοπλιστές, αλλά και τους ξένους επενδυτές που θα ενισχύσουν την «ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα».
Σε ποια πολιτική «αγκαλιά» θέλουν να κουρνιάσουν τα εθνικιστικά και Ακροδεξιά κόμματα σαν βγουν στον πηγαιμό για τις Βρυξέλλες; Δύο είναι οι μεγάλες «οικογένειες» που τα υποδέχονται στους κόλπους τους στην Ευρωβουλή: Η μία είναι οι «Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές» και η άλλη η «Ομάδα για την Ταυτότητα και τη Δημοκρατία».
Προς θεού, μην τους πείτε ακροδεξιούς. Οι πρώτοι αυτοαποκαλούνται «κεντροδεξιοί ευρωρεαλιστές» και πιέζουν για ακόμα πιο σκληρή αντί-μεταναστευτική πολιτική, περισσότερες απελάσεις προσφύγων, λιγότερο κράτος αλλά αυστηρότερη αστυνόμευση, φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις και «δημοσιονομική υπευθυνότητα», δηλώνοντας πίστη στο ΝΑΤΟ, την ελεύθερη αγορά και στην «αξία της οικογένειας ως θεμέλιου της κοινωνίας».
Οι δεύτεροι έχουν στην προμετωπίδα τους την αναγνώριση της «ελληνορωμαϊκής και χριστιανικής κληρονομιάς ως πυλώνες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού», μάχονται κατά του «εξισλαμισμού» και υπέρ της κυριαρχίας του (λευκού) έθνους-κράτους, ζητώντας κι αυτοί μια ακόμα πιο σιδηρόφραχτη Ευρώπη απέναντι σε ό,τι είναι πιο σκουρόχρωμο. Αν όμως οι ιδεολογικές καταβολές των δύο βασικών ομαδοποιήσεων των «δεξιότερων της Δεξιάς» κομμάτων είναι λίγο πολύ γνωστές, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα οικονομικά τους προγράμματα. Ο λόγος είναι ότι οι οικονομικές τους θέσεις ακροβατούν μεταξύ ακραίου νεοφιλελευθερισμού και συντηρητικού λαϊκισμού, σε εναλλασσόμενες δόσεις.
Από τη μία απευθύνονται στα πληττόμενα από τις πολιτικές λιτότητας εκλογικά τους ακροατήρια, υποσχόμενα εθνική κυριαρχία, ελαφρύνσεις για τους μικρομεσαίους και καλύτερες δουλειές – αλλά μόνο για τους «ντόπιους», αφού οι υπόλοιπες θα καλύπτονται από «ρυθμιζόμενες μετακλήσεις» φθηνών εργατικών χεριών από τρίτες χώρες. Από την άλλη υπηρετούν πιστά τις δυνάμεις του κεφαλαίου των χωρών τους, βιομήχανους, τραπεζίτες, εφοπλιστές, αλλά και τους ξένους επενδυτές που θα ενισχύσουν την «ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα». Στη συνεργατική έρευνα του Pulse θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τις βασικές οικονομικές θέσεις των συντηρητικών και ακροδεξιών κομμάτων που κατέρχονται για το Ευρωκοινοβούλιο από τρεις χώρες στο νότιο τμήμα της ηπείρου: Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα.
Μείγμα νεοφιλελευθερισμού και εθνικισμού
Η Ακροδεξιά στην Ελλάδα
Το μόνο ακροδεξιό ελληνικό κόμμα με εκπροσώπηση στην Ευρωβουλή είναι η Ελληνική Λύση, μέλος της ομάδας Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών. Ο ιδρυτής της, Κυριάκος Βελόπουλος, περιγράφει το οικονομικό τους πρόγραμμα ως «οικονομικό πατριωτισμό», με στόχο «την πάταξη του φαύλου κύκλου του δανεισμού που μετατρέπει την Ελλάδα σε αποικία χρέους, αφαιρώντας της κάθε δυνατότητα δόμησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής». Στην ιδρυτική τους διακήρυξη βρίσκεται η πρόταση για «αξιοποίηση όλων των παραγωγικών δυνάμεων και δυνατοτήτων μας προς όφελος της Ελληνικής Οικονομίας. Να απεξαρτηθούμε από δεσμεύσεις που υπαγορεύονται από την παγκοσμιοποίηση των αγορών».
Υποστηρίζουν τη μείωση των έμμεσων φόρων, «κούρεμα» τραπεζικών δανείων για μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά και ευνοϊκές λύσεις για τα «κόκκινα» δάνεια μέσω μιας κρατικής «bad bank». Προτείνουν την «προετοιμασία συμπληρωματικού νομίσματος για κάθε ενδεχόμενο διάλυσης της ευρωζώνης», ενώ για το τραπεζικό σύστημα υποστηρίζουν τη «διατήρηση του δικτύου των τραπεζών και τη μείωση του κόστους χρήματος (προμήθειες και επιτόκια)». Είναι υπέρ της ελεύθερης αγοράς, υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων (αν και καταψήφισαν τον νόμο για την ίδρυσή τους για καιροσκοπικούς λόγους), προτάσσουν την «επαναβιομηχάνιση» της Ελλάδας, με αύξηση της συμβολής της βιομηχανίας «τουλάχιστον στο 15% του ΑΕΠ», την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων με στόχο την «ενεργειακή ανεξαρτησία».
Υποστηρίζουν το εφοπλιστικό κεφάλαιο και την αμυντική βιομηχανία και είναι υπέρ της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών. Ο Βελόπουλος έχει δηλώσει θαυμαστής του Πούτιν και προτείνει τον «εθνικό οικονομικό προστατευτισμό». Μάλιστα παρότρυνε τον υπουργό Οικονομικών να υιοθετήσει «τα πετυχημένα οικονομικά προγράμματα της Ρωσίας, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας», επιβάλλοντας δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα.
Το θρησκόληπτο κόμμα Νίκη κατεβαίνει μεν στις ευρωεκλογές, όμως το προεκλογικό του πρόγραμμα ακόμα αγνοείται, ενημερώνοντας στην ιστοσελίδα του ότι οι θέσεις του «θα κοινοποιηθούν αναλυτικά στο προσεχές διάστημα». Προς το παρόν αρκούνται στη διακήρυξη ότι οραματίζονται «μια Ευρώπη που δεν πρέπει να μεταβληθεί σε χωνευτήρι λαών, θρησκειών και παραδόσεων», διακήρυξη που το τοποθετεί πιο κοντά στην ομάδα Ταυτότητα και Δημοκρατία.
Το οικονομικό τους πρόγραμμα για τις εθνικές εκλογές περιλάμβανε το αίτημα για φοροελαφρύνσεις στις παραγωγικές μονάδες της βόρειας Ελλάδας, όπου βρίσκεται και η πλειονότητα της εκλογικής τους βάσης, και μείωση της φορολόγησης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επίσης προτείνουν μειωμένους φόρους για ξένες επιχειρήσεις που μεταφέρουν τη φορολογική τους έδρα στην Ελλάδα, επαναφορά της παραγωγικής και φορολογικής έδρας ελληνικών επιχειρήσεων από τρίτα κράτη πίσω στην Ελλάδα, με φορολογικά κίνητρα και αντικίνητρα.
Ζητάνε να φορολογούνται τα εμβάσματα των μεταναστών στο εξωτερικό και «εξισορροπητική πολιτική ΦΠΑ μεταξύ Ελλάδας και όμορων κρατών». Επίσης προτείνουν φοροαπαλλαγές για τους εφοπλιστές και φορολογική ατέλεια στον ναυπηγικό τομέα με προϋπόθεση τα ναυπηγεία να ανήκουν σε ελληνικές επιχειρήσεις.
Οι Σπαρτιάτες, όπως είναι γνωστό, δεν κατεβαίνουν στις ευρωεκλογές, αφού ο Αρειος Πάγος μπλόκαρε τη συμμετοχή τους, κρίνοντας ότι αποτελούν συνέχεια της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή και πραγματικός τους αρχηγός είναι ο Ηλίας Κασιδιάρης. Το κόμμα-όχημα του καταδικασμένου ναζιστή δεν έχει συνεκτικό οικονομικό πρόγραμμα, παρά μόνο κάποιες προσχηματικές διακηρύξεις τις οποίες αποκαλούν «Οικονομικό Πατριωτισμό» (όπως και η Ελληνική Λύση). Μεταξύ άλλων προτείνουν ενιαία φορολόγηση, με μικρότερο φόρο για το πρόσθετο εισόδημα, ώστε να δοθεί «μπόνους παραγωγικότητας» στον Ελληνα.
Προτείνουν τη μείωση ασφαλιστικών εισφορών, έκπτωση φόρων και φοροαπαλλαγές για μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
«Ο πατριωτισμός της τσέπης»
Μία ερμηνεία για τις οικονομικές θέσεις της Aκροδεξιάς δίνουν τα βιβλία και η αρθρογραφία του συγγραφέα και δημοσιογράφου Δημήτρη Ψαρρά, μελετητή του ακροδεξιού φαινομένου στην Ελλάδα επί δεκαετίες. Με βάση τις αναλύσεις του ο «προπάτορας» της σημερινής κοινοβουλευτικής Aκροδεξιάς στην Ελλάδα είναι το κόμμα «Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός» – ΛΑΟΣ, που συμμετείχε στην κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» του Λουκά Παπαδήμου ως συγκολλητική ουσία μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., το 2010, υπερψηφίζοντας την εφαρμογή του δεύτερου Μνημονίου.
Ο αρχηγός του ΛΑΟΣ, Γ. Καρατζαφέρης, χρησιμοποιούσε τη ρητορική μιας λαϊκής Δεξιάς, προτείνοντας μέτρα που φαινομενικά δεν ταίριαζαν με έναν ακραίο νεοφιλελευθερισμό, π.χ. για «προστασία των μικρομεσαίων», ενώ ασκούσε μια επιδερμική κριτική στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ομως, όπως έγραφε ο Δ. Ψαρράς, «αν μπει κανείς στον κόπο και αφαιρέσει από τις προτάσεις του κ. Καρατζαφέρη το διαφημιστικό τους περίβλημα, το μόνο που μένει είναι μια σκληρή νεοφιλελεύθερη λογική».
Εξάλλου η μήτρα του ΛΑΟΣ είναι αυτή που ενώνει τόσο τον αρχηγό της Ελληνικής Λύσης όσο και τους προβεβλημένους υπουργούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τον Βορίδη και τον Γεωργιάδη. Στην πράξη η ελληνική Ακροδεξιά συντάσσεται με τις βασικές θέσεις της κυβέρνησης, π.χ. για μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, φοροαπαλλαγές για τους εφοπλιστές, κίνητρα στους επενδυτές (Ελληνες και ξένους), μείωση εργοδοτικών εισφορών, ενώ τάσσεται υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων οργανισμών, υπό προϋποθέσεις ότι υπάρχει όφελος για την εθνική οικονομία.
Οι «(ακρο)δεξιοί ψάλτες» του Ευρωκοινοβουλίου
Στα έδρανα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η «Συμμαχία Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών» (ECR) και η ομάδα «Ταυτότητα & Δημοκρατία» (ID) εκπροσωπούν συγγενικά, αλλά διακριτά ρεύματα της ευρωπαϊκής Aκροδεξιάς. Η ομάδα ECR έχει 68 ευρωβουλευτές, προερχόμενους από εθνικό-συντηρητικά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, όπως το ιταλικό «Αδέλφια της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι και το πολωνικό «Νόμος και Δικαιοσύνη». Η ΙD, πιο ανοιχτά εθνικιστική, περιλαμβάνει μεταξύ των 59 εδρών της μέλη της ιταλικής Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι, της γαλλικής «Εθνικής Συσπείρωσης» της Μαρίν Λεπέν και της γερμανικής «Εναλλακτική για τη Γερμανία».
Τα δύο μπλοκ κινούνται σε παρόμοιες γραμμές σε πολλά μέτωπα και συχνά συμβαδίζουν στις ψηφοφορίες της Ευρωβουλής, ενώ εξίσου συχνά συμπορεύονται με τα δεξιότερα ρεύματα του Λαϊκού Κόμματος. Ακόμη και οι οικονομικές τους θέσεις δεν αποκλίνουν πολύ. Οι ECR, όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμά τους, πιέζουν πάνω απ’ όλα για μια γραμμή υπέρ της ελεύθερης αγοράς, ενάντια στα «γραφειοκρατικά βάρη» και τις κοινές ευρωπαϊκές δαπάνες. Η γραμμή τους για τα περιβαλλοντικά θέματα συνοψίζεται στη διακήρυξη «να διαφυλάξουμε το περιβάλλον σε μια τιμή που μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά»: μια ευθεία βολή ενάντια στους «μη ρεαλιστικούς στόχους» της τελευταίας συνόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μείωση των εκπομπών ρύπων και την -κάπως τσαλακωμένη- ατζέντα της Νέας Πράσινης Συμφωνίας της Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν.
Η «Ταυτότητα και Δημοκρατία» δεν εκφράζει ένα ενιαίο πρόγραμμα, επειδή κάθε εθνική αντιπροσωπεία έρχεται με το δικό της, αλλά υπάρχουν κάποιες συγγένειες: αντίθεση στις δημοσιονομικές πιέσεις και στον «παρεμβατισμό» της Ε.Ε., αναθεώρηση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, λιγότερες δεσμεύσεις στην οικονομία, ιδίως σε ο,τι αφορά τις οικολογικές υποχρεώσεις.
Τα δύο «αδελφά» κόμματα της (άκρας) Δεξιάς
FDI και ECR (Ιταλία)
Ο δυϊσμός της ευρωπαϊκής Δεξιάς αντικατοπτρίζεται στις δύο κινητήριες δυνάμεις της ιταλικής κυβέρνησης, τα «Αδέλφια της Ιταλίας» (Fratelli d’Italia – FdI) της Τζόρτζια Μελόνι και τη Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι. Τα δύο κόμματα προέρχονται από διαφορετικές, αν όχι ασυμβίβαστες, παραδόσεις όσον αφορά τις οικονομικές τους κατευθύνσεις. Το FdI είναι κληρονόμος του μεταφασιστικού Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος, ενός κόμματος που ανακάτεψε τάσεις που βρίσκονταν επίσης σε αντιπαράθεση μεταξύ τους: από τα πιο «αριστερά» ρεύματα που έβλεπαν θετικά τα μέτρα κοινωνικού κράτους μέχρι εκείνα που ήταν πιο στενά προσδεδεμένα στα συντηρητικά μπλοκ της βιομηχανίας και της αγροτικής ιδιοκτησίας, μια πολύτιμη δεξαμενή συναίνεσης ειδικά στη νότια Ιταλία.
Η Λέγκα, πρώην Λέγκα του Βορρά, ξεκίνησε ως αποσχιστικός σχηματισμός κατά του «συγκεντρωτισμού» της Ρώμης και της γραφειοκρατίας του δημόσιου τομέα, που ήταν δυσμενής για τις μικρές και μεσαίες επιχειρηματικές τάξεις του Βορρά. Oι ρητορικές του ενός και του άλλου κόμματος είχαν ως αποτέλεσμα σήμερα οι δύο ατζέντες να καταλήγουν να μοιάζουν μεταξύ τους, σε μια κοινή ατζέντα που ακροβατεί ανάμεσα στις πιο «φιλελεύθερες» και σε πιο εθνικιστικές θέσεις: από τη μία πλευρά η δυσανεξία για ένα «επιθετικό» φορολογικό σύστημα ή προτάσεις για μέτρα όπως ο flat tax (ενιαίος φορολογικός συντελεστής) υπέρ των αυτοαπασχολούμενων, από την άλλη μια πιο προστατευτική φλέβα, που προτάσσει την υπεράσπιση της εθνικής βιομηχανίας ή μέτρα πρόνοιας για τις οικογένειες και τα ασθενέστερα τμήματα του (ιταλικού) πληθυσμού.
Το πρόγραμμα του κόμματος για τις βουλευτικές εκλογές του 2022, αυτό που έφερε την άνοδο της Μελόνι στην προεδρία του ECR, περιλάμβανε ένα μείγμα οικονομικών συνταγών που βρισκόταν κάπου ανάμεσα στους ελιγμούς υπέρ των επιχειρήσεων και κάποιων «κοινωνικών» υπολειμμάτων που εκφράζονται σε ευαίσθητους τομείς, όπως τα ποσοστά γεννήσεων και η στήριξη της οικογένειας. Η Λέγκα, μέλος της ευρωπαϊκής ομάδας ID, επιμένει σε παρόμοιες γραμμές, εναλλάσσοντας μέτρα που κλείνουν το μάτι κυρίως στο κοινό των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιτηδευματιών, με μεταρρυθμίσεις με πιο κοινωνικό πρόσημο, όπως η στήριξη του κατώτατου μισθού ή η αύξηση των κατώτατων συντάξεων. Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα της Λέγκα δεν έχει ακόμη κατατεθεί, αλλά μια τάση που φαίνεται να δυναμώνει είναι αυτή της εχθρότητας προς την «πράσινη» ατζέντα της απερχόμενης Επιτροπής: . Το σύνθημα του μανιφέστου είναι «Περισσότερη Ιταλία, λιγότερη Ευρώπη».
Λεωνίδας Βατικιώτης
Οικονομολόγος, διδάσκων καθηγητής στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο
«Είναι πολύ δύσκολο να επιχειρήσει κανείς μια ρεαλιστική αποτίμηση της Ακρας Δεξιάς, για τον λόγο ότι είναι βαθιά καιροσκόποι. Για παράδειγμα, την περίοδο της οικονομικής κρίσης πλειοδοτούσαν σε αντιμνημονιακή ρητορική, αλλά ταυτόχρονα ήταν αποδεδειγμένα οι άνθρωποι των Ελλήνων εφοπλιστών και Ελλήνων τραπεζιτών. Σήμερα το αφήγημα της Ακρας Δεξιάς που κινείται γύρω από το σύνθημα “Πρώτα η Ελλάδα” δίνει προτεραιότητα στην υποστήριξη της εθνικής βιομηχανίας, σε μια πολιτική προάσπισης της ελληνικής οικονομικής βάσης. Δεν είναι κατά του ευρώ και της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, υποστηρίζουν τη συμμετοχή στην Ε.Ε. με όρους άσκησης εθνικής οικονομικής στρατηγικής.
Με τη ρητορική τους περί τόνωσης της εθνικής παραγωγής και τα συνθήματα για “δουλειά για Ελληνες”, κλείνουν το μάτι στα κομμάτια της εργατικής τάξης που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες επιπτώσεις από τη διεθνοποίηση, αλλά και σε κομμάτια του κεφαλαίου του εγχώριου καπιταλισμού που έχουν και αυτά δει την έξοδο εξαιτίας του ανοίγματος των αγορών. Χρησιμοποιούν κατεξοχήν τη διπλή γλώσσα. Οπως η Χρυσή Αυγή εμφανιζόταν ως φιλολαϊκή, αλλά στην πράξη ήταν με την αστική τάξη και ειδικά με το εφοπλιστικό κεφάλαιο, έτσι και οι διάδοχοί τους, άλλα λένε στις διακηρύξεις τους και αλλιώς πράττουν, για παράδειγμα με τις θέσεις που παίρνουν σε κρίσιμες ψηφοφορίες».
Ηλίας Ιωακείμογλου
Οικονομολόγος – συγγραφέας
«Ενα μέρος της ελληνικής κοινωνίας εντάσσεται πλέον με άνεση στο παιχνίδι της νεοφιλελεύθερης αγοράς, της απελευθερωμένης από τα δεσμά της κρατικής ρύθμισης και της ηθικής. Αλλά είναι δυσβάσταχτο να σε συνδέει με τους άλλους μόνο η Αγορά, δηλαδή το γυμνό ατομικό συμφέρον, όταν είσαι ένας από αυτούς που έχασαν στο παιχνίδι της. Από αυτή την τραυματική κοινωνικοποίηση που επιβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός απορρέει η επιστροφή ενός τμήματος των λαϊκών τάξεων “σε παλιούς χάρτες που καθοδηγούν τα άτομα στην ατομική και συλλογική τους ζωή”, όπως έλεγε ο Ερικ Χόμπσμπομ.
»Αυτοί οι παλαιοί χάρτες είναι τα γνώριμα και ασφαλή τοπία της Θρησκείας, που προσφέρει παρηγοριά, του Εθνους και του Αθλητισμού, που προσφέρουν ταυτότητα, της Οικογένειας, του Στρατού και της Αστυνομίας, που προσφέρουν ασφάλεια. Συγκροτείται, έτσι, ένας Λαός της Δεξιάς ο οποίος εντάσσεται στην πολιτική σκηνή υπό τη μορφή λαϊκής αντιπολίτευσης στον νεοφιλελευθερισμό της αστικής τάξης, μιας αντιπολίτευσης όμως που δεν θέλει να είναι ανταγωνιστική προς το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, από το οποίο ηγεμονεύεται. Από όπου απορρέουν διάφορα υβρίδια υποτιθέμενης οικονομικής πολιτικής, με τα οποία επιχειρούν οι ακροδεξιοί να ενσωματώσουν στον “υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό” οικονομικές προτάσεις για τη βελτίωση της ζωής του Λαού του Δεξιάς, αντλώντας όμως έμπνευση αυστηρά από τις δικές τους συντηρητικές αξίες. Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, Ισχυρό Κράτος, Ελεύθερη Οικονομία, δουλοπρέπεια προς το μεγάλο Κεφάλαιο».
Μεταξύ ενιαίου φορολογικού συντελεστή και «αντι-πράσινων» μαχών
Vox (Ισπανία)
Το FdI στις Βρυξέλλες ανήκει στην ίδια ευρωπαϊκή οικογένεια με το Vox, το πρώτο ισπανικό ακροδεξιό κόμμα που εισήλθε στο Κοινοβούλιο 36 χρόνια μετά την πτώση του φρανκικού καθεστώτος. Πολλοί θεωρούσαν ότι η Ισπανία είχε «ανοσία» στο ευρωπαϊκό φαινόμενο του ακροδεξιού λαϊκισμού, επειδή υπάρχει ακόμα ζωντανή στην ισπανική κοινωνία η ιστορική μνήμη της δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο. Ομως οι τοπικές εκλογές στην Ανδαλουσία το 2018, μια από τις περιοχές της Ισπανίας με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και κύριος σταθμός υποδοχής μεταναστών, διέψευσαν αυτή την πεποίθηση. Το Vox αναδείχθηκε στην τοπική βουλή με μία δυναμική που εξέπληξε πολλούς εντός και εκτός των ισπανικών συνόρων, πηγαίνοντας κατευθείαν από τις 0 στις 12 έδρες.
Οι ρίζες του Vox ανάγονται στην απογοήτευση ορισμένων τμημάτων της ισπανικής Δεξιάς από το Λαϊκό Κόμμα. Τον Δεκέμβριο του 2013, τα εν λόγω τμήματα αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα νέο πολιτικό κόμμα το οποίο βάφτισαν Vox («Φωνή» στα λατινικά). Ο αρχικός του στόχος, όπως παραδέχονται οι ηγέτες του, ήταν να πιέσει το Λαϊκό Κόμμα να επιστρέψει στις παραδοσιακές ιδεολογικές του θέσεις. Στη συνέχεια, το κόμμα μεγάλωσε στο μέγεθος που έχει σήμερα και φιλοδοξεί, χρόνια μετά, να επιστρέψει στις ευρωεκλογές μετά την υποχώρηση των ποσοστών του στις βουλευτικές εκλογές του 2023.
Στην εσωτερική οικονομική του ατζέντα, το Vox πατά σε πολλά μέτωπα. Στο φορολογικό μέτωπο προτείνει δύο ενιαίους συντελεστές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (15% και 25% από φορολογητέο εισόδημα 70.000 ευρώ) και φορολογικές ελαφρύνσεις για τις επενδύσεις στην πρώτη κατοικία, στο ύψος του ατομικού φόρου εισοδήματος. Στο μέτωπο της απασχόλησης υπόσχεται την κατάργηση της εργασιακής μεταρρύθμισης, την αύξηση όλων των μισθών και την προώθηση της «σταθερής, διαρκούς και ποιοτικής απασχόλησης» με τη μείωση των εισφορών για τις εταιρείες που προσλαμβάνουν Ισπανούς και το άνοιγμα στη «ρυθμιζόμενη μετανάστευση» για τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό.
Η βασική διαφοροποίηση του Vox στα ευρωπαϊκά θέματα αφορά τις πράσινες πολιτικές. Από την αρχή, το Vox αρνήθηκε όλες τις πράσινες προτάσεις και τα μέτρα που επιβάλλονται όχι μόνο από την Ε.Ε., αλλά και τους νόμους που προτείνονται από άλλες Κοινοβουλευτικές Ομάδες. «Η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Vox είναι εντελώς κατά της Ατζέντας 2030 και νόμων όπως η αποκατάσταση των οικοτόπων», εξηγεί ο Guillermo Fernández-Vázquez, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Carlos III και συγγραφέας του βιβλίου «Τι πρέπει να κάνουμε για την Ακροδεξιά στην Ευρώπη – Η περίπτωση του Εθνικού Μετώπου». Σε ευρωπαϊκή κλίμακα πιέζει για «χαλάρωση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας» στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Η Ευρώπη, ωστόσο, δεν είναι ο φυσικός βιότοπος του κόμματος. «Οι ευρωεκλογές δεν είναι το καλύτερο σενάριο για το Vox, διότι ο ευρωσκεπτικισμός ή ο ευρω-αναθεωρητισμός που προτείνει δεν έχει ούτε μεγάλη προβολή ούτε απήχηση στην Ισπανία», επισημαίνει ο καθηγητής. Ετσι, το Vox το 2019 πέτυχε ένα πολύ μέτριο αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές, και, ως εκ τούτου, δεν βρίσκει μια σαφή θέση στο φάσμα της ευρωπαϊκής Δεξιάς.
Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος PULSE, μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας που διευκολύνει τη διεθνή δημοσιογραφική συνεργασία. Η «Εφημερίδα των Συντακτών» συνεργάζεται με άλλα εννέα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης για να προσφέρουν στον αναγνώστη πανευρωπαϊκά ρεπορτάζ και έρευνες
Alberto Magnani (Il Sole 24 Ore, Ιταλία), Αφροδίτη Τζιαντζή («Εφημερίδα των Συντακτών», Ελλάδα), Ana Somavilla (El Confidencial, Ισπανία)*