Συνεντεύξεις

ΠΑΣΟΚ και αριστερά: Μια συζήτηση σαράντα χρόνια μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981

Στις 18 Οκτωβρίου συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από τότε που το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε για πρώτη φορά τη διακυβέρνηση της χώρας. Με την ευκαιρία αυτής της επετείου, αποφασίσαμε να φιλοξενήσουμε στις Ιδέες μια συζήτηση για τη σχέση της Αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ με επίκεντρο τα χρόνια 1981-1985, αλλά και προηγούμενες και επόμενες περιόδους. Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Μπάμπης Γεωργούλας, ο Χάρης Γολέμης, ο Παύλος Κλαυδιανός (συντονιστής) και η Θεανώ Φωτίου, που τότε ανήκαν στο χώρο της ανανεωτικής, κομμουνιστικής Αριστεράς.
Χ. Γο.
Να ξεκινήσουμε από το ίδιο το γεγονός. Από τη σημασία των εκλογών της 18ης Οκτωβρίου 1981.

Γολέμης: Αυτές οι εκλογές ήταν μια τομή στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία. Κι αυτό για τρεις λόγους: Πρώτον, γιατί έγινε μια αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό, με την ήττα της Δεξιάς που προβλεπόταν να είχε συμβεί στις εκλογές του 1967, αλλά την απέτρεψε η δικτατορία. Δεύτερον, γιατί τη θέση της Δεξιάς (που διέφερε από τη μετεμφυλιακή ΕΡΕ) στην κυβέρνηση δεν την πήρε ένα κόμμα του παραδοσιακού Κέντρου (τύπου Κόμματος των Φιλελευθέρων παλιότερα, ή Ένωσης Κέντρου αργότερα), αλλά ένα ριζοσπαστικό κόμμα, που αυτοαποκαλούταν “κίνημα”, και επαγγελλόταν τον σοσιαλισμό. Τρίτον, γιατί επισφράγισε την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ επί της κομμουνιστικής Αριστεράς, μια κατάσταση η οποία είχε αρχίσει να εξελίσσεται από το 1977, με την καθήλωση του ΚΚΕ στο 10,9% (αντί του επιδιωκόμενου 17%) και την ουσιαστική εκμηδένιση του ΚΚΕ εσωτερικού, που με ποσοστό 1,35% έμεινε εκτός βουλής. H πλειοψηφία του λαού ήθελε την “αλλαγή”. Καθόλου τυχαία, το σύνθημα του ΚΚΕ τότε ήταν “ΚΚΕ, αλλαγή, δεύτερη κατανομή”, ενώ εκφράστηκε και συμβολικά με την παρουσία του Λεωνίδα Κύρκου και κάποιων λίγων συντρόφων του που συμμετείχαν στους πανηγυρισμούς στους δρόμους της Αθήνας κρατώντας σημαίες του κόμματος.

Γεωργούλας: Θεωρώ και εγώ ότι ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός, σημαντική στιγμή στην πολιτική μας ιστορία και για τους λόγους που παρέθεσε ο Χάρης και γιατί την περίοδο 1981 – 1985 συνέβησαν πολύ σημαντικές αλλαγές. Και στον τομέα του εκδημοκρατισμού, με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, με την ακόμη μεγαλύτερη αποδοχή της Αριστεράς και της Κομμουνιστικής Αριστεράς. Τομές στο δημόσιο σύστημα υγείας, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έχουμε και εκσυγχρονιστικές αλλαγές, πχ επιχειρήθηκε να διαμορφωθεί κοινωνικό κράτος, έγιναν αλλαγές θεσμικές, όπως στο οικογενειακό δίκαιο, στα θέματα ισότητας των φύλων κ.ά. Με την κυβέρνηση που σχημάτισε το 1981 το ΠΑΣΟΚ έφερε στο προσκήνιο ένα νέο πολιτικό προσωπικό, αποκτούν ρόλο πολιτικές δυνάμεις, πρόσωπα, ακόμη και κοινωνικές τάξεις, οι οποίες δεν είχαν τρόπο να εκφραστούν ισότιμα. Η προσδοκία τέτοιων αλλαγών αποτέλεσε το υπόβαθρο για τη δημιουργία του πλειοψηφικού ρεύματος που ανταποκρίνεται στο σύνθημα να φύγει η δεξιά, να γίνει αλλαγή.

Υπήρξε βατή η πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την κυβέρνηση και εύκολη η άνοδος και διαδρομή του; Έχουμε να ερμηνεύσουμε τη γεωμετρική άνοδό του. Οι καταγραφές, για παράδειγμα, αυτού του κόμματος από την περίοδο της δικτατορίας –ο Α. Παπανδρέου εμπόδιζε τις προσπάθειες διεύρυνσης και ενότητας του αντιδικτατορικού μετώπου– ή από τα “περί αλλαγής φρουράς” στη μεταπολίτευση, σταχυολογώ ενδεικτικά, ήταν προβληματικές. Προσωπικά θεωρώ ότι ο δρόμος ήταν ιστορικά διαμορφωμένος και τον ακολούθησε επιδέξια θα λέγαμε. Θεωρώ, επίσης, ότι στην αλματώδη άνοδό του συντέλεσε και η διάσπαση της Αριστεράς.

Φωτίου: Δεν είναι περίπατος η διαδρομή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Από το 1974 έως το 1981 οργανώνεται, πολλαπλασιάζεται, συγκροτείται. Στην παιδεία, στην υγεία, τον συνδικαλισμό, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε κάθε τομέα ζωντανό της κοινωνίας. Αυτό δεν είναι εύκολο. Η Αριστερά, αντίθετα, δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό. Υπήρξε μια πορεία από τα κάτω προς τα πάνω συγκροτημένη και καθοδηγούμενη. Βεβαίως υπήρχε ένα θετικό πολιτικό κλίμα, ένα κύμα ώθησης. Από μια οπτική, αντίστοιχο με το κύμα το 2012 και το 2014 που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, χωρίς όμως στη δεύτερη περίπτωση να έχει γίνει όλη αυτή η δουλειά και πορεία.

Γεωργούλας: Εύκολο δεν ήταν, προφανώς, υπήρχε όλη αυτή η προσπάθεια που είπε η Θεανώ, αλλιώς δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αυτή η μεταστροφή. Όμως καλό είναι να πάρουμε υπόψη ότι υπήρξε μια συνέχεια ανάμεσα σ’ αυτό που συνέβαινε προδικτατορικά και αυτό που διαμορφώθηκε μεταδικτατορικά. Είναι σαν να συνεχίζεται μια διαδικασία προδικτατορικής ριζοσπαστικοποίησης, που την είχε διακόψει βίαια η χούντα. Την κατάρρευσή της διαδέχτηκε μια μεταβατική περίοδος με την ηγεμονία μιας διαφοροποιημένης δεξιάς, η οποία τελειώνει με τη διαμόρφωση ενός ισχυρού αντίπαλου πόλου, που διεκδικεί την εκδίωξη της δεξιάς, σε μια αναμέτρηση που μοιάζει να γίνεται με καθυστέρηση 15 χρόνων. Υπάρχει μια συνέχεια εδώ. Δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να το δούμε σαν ρήξη με το προδικτατορικό παρελθόν και την παράταξη από την οποία προήλθε, αλλά σαν μια συνέχεια και τομή. Συνέχισε μια ριζοσπαστικοποίηση που υπήρχε, σε νέες συνθήκες, οι οποίες είχαν ωριμάσει περισσότερο μέσα στη δικτατορία. Νομίζω ότι συνειδητά ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου λειτούργησε σαν συνεχιστής και ριζοσπαστικός εκπρόσωπος της Αριστεράς του Κέντρου. Από αυτή την άποψη ήταν κάτι εύκολο, με την έννοια ότι τα αξιοποίησε όλα αυτά τα ευνοϊκά στοιχεία.

Γολέμης: Ισχυρίζομαι ότι στη γιγάντωση του ΠΑΣΟΚ συνέβαλε και η Αριστερά. Ειδικότερα ως προς το ΚΚΕ εσωτερικού, η αδικαιολόγητη μεγάλη χρονική παράταση μετά τη μεταπολίτευση της, σωστής στη δικτατορία, γραμμής της εθνικής, αντιδικτατορικής ενότητας (ΕΑΔΕ), το απομάκρυνε από τον λαϊκό, αντιδεξιό ριζοσπαστισμό, τον οποίο καρπώθηκε το ΠΑΣΟΚ και εν μέρει το ΚΚΕ. Γενικά η Αριστερά ήταν αμήχανη απέναντι σ’ αυτό το νέο δυναμικό κόμμα που εμφανιζόταν ως ένα πατριωτικό, αντιδεξιό, και αντιιμπεριαλιστικό «σοσιαλιστικό κίνημα», επιδίωκε την απαλλαγή της χώρας από την «εξάρτηση», και μια ριζική αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας προς όφελος των «μη προνομιούχων» (μιας διαταξικής κατηγορίας στην οποία κυρίαρχο ρόλο είχαν τα μεσαία στρώματα). Πάντως, τουλάχιστον μέχρι το 1981, τόσο το ΚΚΕ εσωτερικού όσο και το ΚΚΕ δεν επιθυμούσαν τη σύγκρουση με το ΠΑΣΟΚ. Στο ΚΚΕ εσωτερικού ένας μέρος της ηγεσίας φλέρταρε με την ιδέα ότι αυτό ως ένα «ιδιότυπο» σοσιαλιστικό κόμμα θα μπορούσε να είναι μια συμμαχική δύναμη στο πλαίσιο του «δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό», σε αντίθεση με τις κλαδικές οργανώσεις του κόμματος ΚΚΕ, κυρίως στο δημόσιο και τις τράπεζες, που είχαν μεγάλη αντιπαλότητα με το συνδικαλιστικό ΠΑΣΟΚ, την ΠΑΣΚΕ, ιδιαίτερα μετά το 1981. Σχετικά θετική ήταν και στάση του ΚΚΕ απέναντι σ’ αυτό το «μικροαστικό» κόμμα με το οποίο επιδίωκε μια λαϊκομετωπική συμμαχία κατά της Δεξιάς, δεδομένης και της κοινής τους θέσης κατά της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ. Σ’ αυτό το γενικό κλίμα, εξαίρεση στον χώρο της ανανεωτικής κομμουνιστικής και ευρύτερης Αριστεράς αποτέλεσε η θέση του Άγγελου Ελεφάντη και της ομάδας του περιοδικού Ο Πολίτης, που θεωρούσαν το ΠΑΣΟΚ προσωποπαγές λαϊκιστικό κόμμα το οποίο δεν είχε καμιά σχέση με τον σοσιαλισμό, και πρότειναν την ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση μαζί του.

Αντιπαλότητα προς το ΠΑΣΟΚ εκείνη την περίοδο, προ του 1981, είχε μια ενδογενή δυσκολία άρα και περιορισμούς. Το γενικό φρόνημα ήταν να φύγει η Δεξιά και επομένως το μέχρι πού θα πας την κριτική σου ήταν δύσκολο. Όταν, μάλιστα, ντε φάκτο αυτό έπειθε ότι το μπορεί και όχι η Αριστερά.

Γεωργούλας: Καταλήγουμε, δηλαδή, ότι το ΠΑΣΟΚ διαμόρφωσε το πλειοψηφικό ρεύμα πάνω στο αίτημα να φύγει η Δεξιά και στη δυνατότητά ότι το ίδιο μπορεί να τη διώξει; Αυτό δεν φαίνεται λίγο παράδοξο, με την έννοια ότι συμβαίνει στις συνθήκες τις μεταδικτατορικές, όπου υποτίθεται ότι είναι πιο ριζοσπαστικοποιημένος ο κόσμος, και τα αιτήματά του πιο προχωρημένα; Πώς γίνεται στις εκλογές του 1974 το σύνθημα να είναι «στις 18 σοσιαλισμό» και το 1981 να είναι να ηττηθεί η δεξιά, αναπαραγωγή του ίδιου αιτήματος με την Ένωση Κέντρου σε διαφορετικές συνθήκες;

Φωτίου: Είναι πολύ ενδιαφέρον το ερώτημα του Μπάμπη. Πώς γίνεται αυτό; Νομίζω ότι συμβαίνει διότι ενώ έχει συνέχεια, δημιουργεί ένα νέο πολιτικό μόρφωμα, και το νέο δεν πρέπει να το υποτιμάμε. Ενώ η Αριστερά δεν μπορεί να διαμορφώσει το νέο υποκείμενο που χρειάζεται ο κόσμος, αλλά ούτε και να αρθρώσει έναν αντίπαλο ριζοσπαστικό λόγο.

Το ΠΑΣΟΚ και από την περίοδο της δικτατορίας ακόμη –κατά τρόπο που έβλαπτε και την αντίσταση– επέλεγε τον αυτόνομο δρόμο προς την εξουσία. Αυτό επέτεινε την αντιπαλότητα με την Αριστερά, για διαφορετικούς λόγους με τα δύο ΚΚ. Ο λαός, όμως, το επιβράβευε, δεν είχε πρόβλημα. Πώς το ερμηνεύουμε αυτό;

Γεωργούλας: Εδώ είναι ένα ακόμη στοιχείο που μπορεί να μας διευκολύνει να δούμε τα πράγματα σ’ αυτή τη σχέση συνέχειας και τομής προδικτατορικής–μεταδικτατορικής περιόδου. Η στάση στη δικτατορία θυμίζει λίγο προδικτατορικό διμέτωπο του Κέντρου. Όσοι ζήσαμε το 1963, όταν κέρδισε τις εκλογές η Ένωση Κέντρου, είδαμε πώς οι κοινοί έως τότε αγώνες –οι φοιτητικοί, πχ, εναντίον της ΕΚΟΦ– υποχώρησαν και εξελίχθηκε μια διεκδίκηση της ηγεμονίας από την πλευρά του Κέντρου, καθώς ήταν πια κυβέρνηση και αυτό θα έπρεπε να ισχύσει, κατά τη γνώμη τους, και στο μαζικό κίνημα. Κάτι παρόμοιο ίσχυσε και μεταδικτατορικά. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της πολιτικής που άσκησε ο Α. Παπανδρέου. Αυτό χαρακτήρισε και τις σχέσεις Αριστεράς – ΠΑΣΟΚ, μετά την ανάληψη της κυβέρνησης το 1981. Και αυτό οφειλόταν σε μια ριζική διαφορά στρατηγικής. Ένα κόμμα που χρησιμοποιεί το σύνθημα «στις 18 σοσιαλισμό», ακόμα και χωρίς να το πιστεύει, αντιλαμβάνεται την αλλαγή σαν αποτέλεσμα της δικής του επικράτησης στις εκλογές. Στο σχέδιό του δεν υπάρχει η ιδέα της συνεργασίας, της συμμαχίας δυνάμεων, της προγραμματικής σύγκλισης επιδιώξεων και συμφερόντων που μπορεί αρχικά να αποκλίνουν. Εξ ου και η απέχθεια για την απλή αναλογική. Αντίθετα, στην Αριστερά, ακόμα και στο σημερινό ΚΚΕ, οι όποιες αλλαγές επιδιώκονται και εντάσσονται σε μια διαδικασία αγώνων, συνεργασιών, προγραμματικών συγκλίσεων με στόχο τη συγκέντρωση των ευρύτερων δυνατών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, ώστε στην επίτευξη του στόχου να συγκεντρωθεί ισχυρή δύναμη πυρός και οι αλλαγές να εξασφαλίσουν βάθος και διάρκεια. Πιστεύω ότι εδώ βρίσκεται η ρίζα της δύσκολης σχέσης αριστεράς και ΠΑΣΟΚ.

Γολέμης: Έχουν βάση αυτά που λέει ο Μπάμπης, αλλά ας προσέξουμε τον ισχυρισμό του Ελεφάντη ότι η θέση του ΠΑΣΟΚ πως αυτό μόνο του θα έφερνε την «αλλαγή» οφειλόταν στη λαϊκιστική του ιδεολογία. Σύμφωνα με την Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη 1974, αλλά και αργότερα, το 1977, με την πλατφόρμα της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας (ΕΛΕ), το «κίνημα» ήταν αυτό που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της αδιαφοροποίητης ταξικά, πατριωτικής συμμαχίας των «μη προνομιούχων» εναντίον του «κατεστημένου» και των ξένων προστατών του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν εναντίον οποιασδήποτε πολιτικής συμμαχίας με την «παραδοσιακή», όπως την έλεγε, Αριστερά. Εξ ου και η διαρκής άρνησή του στην απλή αναλογική. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι το ΠΑΣΟΚ επιδίωκε σχέσεις με την Αριστερά σε επίπεδο δήμων και συνδικάτων (κυρίως με την ΕΣΑΚ, η οποία είχε συνάψει με την ΠΑΣΚΕ ένα άτυπο «μορατόριουμ», το οποίο εγκατέλειψε το 1985).

Έχουμε μπει για τα καλά στο «σταυρικό», όπως έλεγε και ο Ηλίας Ηλιού ζήτημα των σχέσεων Αριστεράς και Κέντρου (προδικτατορικά), Αριστεράς – ΠΑΣΟΚ μετά. Είχε πολλές διακυμάνσεις. Θυμίζω το 1956 με τη συγκρότηση της Δημοκρατικής Ένωσης (ΕΔΑ – Κέντρο – Φιλελεύθεροι), μετά την «προσφορά» βουλευτών το 1963 για να βγει κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον ελιγμό του 1964 για να βγει αυτοδύναμη η ΕΚ. Η άρνηση από το Κέντρο ήταν σταθερή και πριν από το ΠΑΣΟΚ.

Γεωργούλας: Προηγουμένως λέγαμε ότι υπάρχει ένα είδος συνέχειας στον χαρακτήρα της προδικτατορικής σχέσης Αριστεράς – Κέντρου, με τη μεταδικτατορική. Αυτό που απαγορευόταν προδικτατορικά σε καθεστώς κομμουνιστοφοβίας, δηλαδή η συμπόρευση με την αριστερά, στη μεταπολίτευση θεωρητικοποιήθηκε με την ίδρυση ενός κόμματος με τόσο αδιαφοροποίητη κοινωνική αναφορά, που κατέληγε να είναι ένα κόμμα υποκατάστατο του συνασπισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Για τις «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις» προσφερόταν ένας βοηθητικός ρόλος στην καλύτερη περίπτωση. Το αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης το γνωρίζουμε. Κανένα φρένο δεν ήταν ικανό να σταματήσει την κατάληξη του κραταιού κόμματος με τις ισχυρές ρίζες μέσα στο λαό και τις απλωμένες παντού οργανώσεις. Γιατί το φρένο βάζει ο αμοιβαίος έλεγχος των συμβαλλομένων σε μια ισότιμη συμμαχία και όχι ο Γιάννης που κερνάει και πίνει τα κερασμένα. Επειδή πολλές φορές γίνεται σύγκριση ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ, και μόνο η ψήφιση της απλής αναλογικής από τον ΣΥΡΙΖΑ και οι διαρκείς εκκλήσεις για μια αντινεοφιλελεύθερη κυβέρνηση συνεργασίας, θα αρκούσαν για να κάνουν ορατές τις ουσιαστικές διαφορές, τις διαφορές στρατηγικής. Ορισμένοι εκτιμούν ότι «πρώτη φορά αριστερά» είχαμε το 1981. Αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν τι απέγινε αυτή η αριστερά το 1985 και πολύ λιγότερο το 2000. Μια άλλη εκδοχή μοιάζει πιο κοντά στην πραγματικότητα. Το 1981, μαζί με το ΠΑΣΟΚ, μέσα στο ΠΑΣΟΚ δυνάμεις της αριστεράς εκφράστηκαν μέσα από την κυβέρνησή του, εργάστηκαν γι’ αυτήν. Με την έννοια αυτή, για πρώτη φορά βρέθηκαν τόσο κοντά στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Η τομή, όμως, μπόρεσε να γίνει με την ωρίμανση των προϋποθέσεων σε συνθήκες μνημονίων, που επέφεραν μια βαθύτερη ριζοσπαστικοποίηση. Αυτή επέτρεψε σε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς να διεκδικήσει και να πάρει τη σκυτάλη της ηγεμονίας από τις δυνάμεις της αριστεράς του κέντρου, πράγμα αδιανόητο μέχρι τότε. Η στιγμή της τομής μού φαίνεται πιο σωστό να προσδιοριστεί χρονικά στο 2015. Πρώτη φορά τότε επιλέγεται από την πλειοψηφία στις εκλογές ένα κόμμα της αριστεράς, προερχόμενο από τη μήτρα της αριστεράς, για να λύσει τον κόμπο.

Γολέμης: Υπάρχει πράγματι η άποψη ότι στην πραγματικότητα η «πρώτη φορά Αριστερά» στην Ελλάδα ήταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1981. Την υποστηρίζουν όσοι θεωρούν ότι το ΠΑΣΟΚ από το 1981 μέχρι το 1985 ήταν ένα αριστερό σοσιαλιστικό κόμμα, που, κατά τους Τάση και Αποστολόπουλου έτεινε προς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της γενιάς του μεσοπολέμου, ή ένα αριστερό λαϊκιστικό κόμμα, όχι με την «απαξιωτική» έννοια που χρησιμοποιούσε τον αμφιλεγόμενο όρο «λαϊκισμός» ο Ελεφάντης, αλλά θετικά, σύμφωνα με τη θεωρία και τις αναλύσεις του Ερνέστο Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ, που στηρίζεται στη διάκριση «λαός έναντι ελίτ». Είναι αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιούσε ανάλογη ορολογία. Από τη μια, υπήρχε το «κατεστημένο», οι «δυνάμεις της εξάρτησης και της οικονομικής ολιγαρχίας» και, από την άλλη, το σύνολο των «μη προνομιούχων», μια μακεδονική σαλάτα από κοινωνικές τάξεις, μερίδες τάξεων, κοινωνικών στρωμάτων, που την ενότητά τους εγγυόταν ο χαρισματικός αρχηγός στη βάση ενός πατριωτισμού, γνήσιου και όχι κίβδηλου όπως αυτός της Δεξιάς.

Γεωργούλας: Βέβαια, αυτό ισχύει και απ’ αυτή την άποψη μπορείς να πεις ναι είναι η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό αλλά συνέβαινε με την ηγεμονία των δυνάμεων του Κέντρου, της Αριστεράς του Κέντρου.

Ας περάσουμε στην πολιτική που άσκησε το ΠΑΣΟΚ. Όταν ήλθε στην εξουσία υπήρχαν συσσωρευμένα μια σειρά προβλήματα στην ελληνική κοινωνία. Πώς τα αντιμετώπισε; Τι τομές έκανε;

Φωτίου: Θα φέρω ένα παράδειγμα στη συζήτηση, ως ένα είδος case study θα λέγαμε, που θα αξιοποιήσει ή ερμηνεύσει πολλά απ’ αυτά που είπε και ο Μπάμπης και ο Χάρης για τον χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ. Είναι η μεγάλη ριζοσπαστική μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ η οποία θεσμοθετήθηκε – “αποτυπώθηκε” με τον Ν. 1268/82. Γιατί λέω «αποτυπώνεται θεσμικά»: Γιατί ο νόμος 1268 είναι ιστορικό παράδειγμα; Πρώτον, διότι είναι δημιουργία ενός νομοθετήματος από τα κάτω, με συνθήκες και διαδικασίες κινήματος. Δεύτερον, είναι ένας νόμος που υλοποιείται διότι οι φορείς που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του, φοιτητές και Επιστημονικό Διδακτικό Προσωπικό (Ε.Δ.Π.) αναλαμβάνουν την υλοποίησή του (σε αντίθεση με άλλους, πχ το Νόμο-Πλαίσιο 2646/98 του ΠΑΣΟΚ για την Πρόνοια, με τίτλο «ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας και άλλες διατάξεις» που δεν εφαρμόστηκε ποτέ). Τρίτον, είναι ένας νόμος που αλλάζει ριζικά την ανώτατη εκπαίδευση του τόπου σε αυτό που επαγγέλλετο, κυρίως τον εκδημοκρατισμό των δομών και του διδακτικού φορέα κι λιγότερο το περιεχόμενο της διδασκαλίας. Δηλαδή ο Τομέας-Τμήμα / ο διδακτικός φορέας με τις βαθμίδες / η διοίκηση με συμμετοχή τώρα των σπουδαστών στα όργανα. Τι θα πει όμως «ένας νόμος που δημιουργείται από τα κάτω με διαδικασίες κινήματος», όπως ήδη είπα; Πρώτον, το ιστορικό πλαίσιο που γεννά το νόμο 1268/82 είναι το γνωστό μεταπολιτευτικό κλίμα, γενεσιουργό ιδεών, συζητήσεων, συνεδρίων, εκδόσεων και αναλύσεων. Από το 1973-74, ο φοιτητικός χώρος, που περιβάλλεται από την αίγλη των φοιτητικών αγώνων κατά της Χούντας, συνδέεται με τους ελάχιστους προοδευτικούς καθηγητές που είχαν αντισταθεί και διωχθεί στη Χούντα και με τους προοδευτικούς βοηθούς-επιμελητές που τους έχουν ζήσει μέσα στα αμφιθέατρα ως πραγματικούς δασκάλους. Θυμίζω, τη μεγάλη αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού κατά την επταετία χωρίς αύξηση του καθηγητικού στρώματος (περίπου 500) για να είναι ελεγχόμενοι, με εντυπωσιακή όμως αύξηση του αριθμού των βοηθών και επιμελητών (Ε.Δ.Π. – 5.000) οι οποίοι εξαρτώνται απολύτως από τους καθηγητές που τους διόριζαν με τριετείς συμβάσεις. Δεύτερον, έχει αμφισβητηθεί στην πράξη η αυθεντία του καθηγητή και της έδρας που καθορίζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας (ως αναχρονισμός, αυταρχισμός, αναξιοκρατία). Τρίτον, έχει αναδειχθεί ένα νέο στρώμα νεαρών δασκάλων με καλές σπουδές και πάθος για τη διδασκαλία. Είναι οι βοηθοί και επιμελητές που βρίσκονται, όχι μόνο ηλικιακά, αλλά και ιδεολογικά, πλησιέστερα στους φοιτητές. Έχουμε δηλαδή τρεις παράγοντες: την ιστορική συγκυρία, τις ώριμες ανάγκες, τα υποκείμενα που θα αναλάβουν τη σύγκρουση για να φέρουν την αλλαγή. Το 1975, στην Κομοτηνή βοηθοί και επιμελητές, με άψογες διαδικασίες, διαμορφώνουν το Χάρτη για τον εκδημοκρατισμό της ανώτατης παιδείας. Είναι ο νόμος – πλαίσιο, επεξεργασμένος κατ’ άρθρο. Το 1976, με κυβέρνηση δεξιάς, οι βοηθοί και οι επιμελητές ξεκινούν μια απεργία με αίτημα την αναγνώριση του ρόλου τους ως πανεπιστημιακών δασκάλων, αφού όλοι διδάσκουν, τη σταθερή θέση τους στο πανεπιστήμιο και τον τρόπο εκλογής και ανέλιξής τους. Η απεργία αυτή, που αποτελεί case study, είναι καταλυτική εξαιτίας των διαδικασιών της (ανανεώνεται κάθε Δευτέρα με εισήγηση του ΚΣ), και εξαιτίας της μαζικής συμμετοχής που φθάνει το 90-100%. Κρατάει 100 μέρες, χωρίς χρήματα στους απεργούς. Το στρώμα που απεργεί ριζοσπαστικοποιείται και παρατηρείται μια εντυπωσιακή αλλαγή συνειδήσεων και στάσης. Αποτελεί όμως και περίπτωση μελέτης για τον ρόλο των κομμάτων μέσα στη μεταπολίτευση (τα κόμματα, επισήμως, μετά τον πρώτο μήνα, δεν στηρίζουν την απεργία, εκτός από το ΚΚΕ εσωτερικού) και για τον ρόλο των γυναικών στην ανώτατη εκπαίδευση (που ως τότε ήταν «αόρατες», πρωτοστάτησαν στην απεργία και έγιναν ορατές ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι). Η απεργία τελειώνει με μία νίκη ως προς τη σταθερή θέση των απεργών βοηθών και επιμελητών στο πανεπιστήμιο, δηλαδή την κατάκτηση της μονιμότητας. Το 1982, το ΠΑΣΟΚ ψηφίζει με κάποιες αλλαγές το νόμο-πλαίσιο. Όσο οι φορείς που τον δημιούργησαν συμμετέχουν ενεργά, τα πράγματα προχωρούν. Όταν αρχίζει η αποστράτευσή τους αρχίζει και το ξήλωμα του νόμου από τις εναλλασσόμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας.

Γολέμης: Εκτός από τον νόμο-πλαίσιο, το ΠΑΣΟΚ έκανε και άλλα καλά, προοδευτικά πράγματα ως κυβέρνηση, ιδιαίτερα την περίοδο 1981-1985. Αναφέρω ενδεικτικά, κάποια από αυτά που θυμάμαι και θεωρώ σημαντικά: την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, τη μεγάλη προσπάθεια δημιουργίας ενός κράτους πρόνοιας –με μεγαλύτερο επίτευγμα τη δημιουργία του ΕΣΥ, την ενίσχυση -τουλάχιστον μέχρι το 1985- του εισοδήματος των μισθωτών του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού τομέα, τη θεαματική στήριξη του αγροτικού εισοδήματος (και με την αξιοποίηση των επιδοτήσεων της ΕΟΚ), τον πολιτικό γάμο, το δικαίωμα ψήφου στα 18… Έκανε, όμως, και πολλά κακά: Ανέχθηκε τη φοροδιαφυγή και τις κακές εργασιακές σχέσεις στον χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ανέχθηκε τον φασίζοντα αυριανισμό, και μάλιστα ενίοτε στηρίχτηκε σ’ αυτόν όχι μόνο για να πλήξει την Δεξιά αλλά και τους εσωκομματικούς αμφισβητίες, ενίσχυσε τον ατομικισμό, και κυρίως τον εθνικισμό. Τέλος, δυσφήμισε με την πρακτική του κάποιες πρωτοβουλίες του που θα μπορούσαν να είναι διαρθρωτικές αλλαγές στο πλαίσιο του δημοκρατικού δρόμου, όπως τις κοινωνικοποιήσεις με τη συμμετοχή των εργαζομένων στις διοικήσεις τους, τα συνοικιακά συμβούλια, τους συνεταιρισμούς, ακόμα και το συνδικαλιστικό κίνημα που το θεωρούσε ως πυλώνα της δημοκρατίας. Τα κομματικά μέλη κατέλαβαν όλους αυτούς τους θεσμούς και επέβαλαν με τριτοδιεθνιστικό δημοκρατικό συγκεντρωτισμό τις κυβερνητικές επιλογές, ή βόλευαν ημετέρους. Ειδικά στον συνδικαλισμό, από ένα σημείο και μετά η ΠΑΣΚΕ λειτούργησε ως απεργοσπαστικός μηχανισμός σε βάρος κάθε έννοιας αυτονομίας των συνδικάτων. Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι ο Ελεφάντης και ο Καβουριάρης είχαν απόλυτο δίκιο όταν έγραφαν το 1977 ότι «το ΠΑΣΟΚ από την σκοπιά του σοσιαλισμού, μας αφήνει παγερά αδιάφορους». Δεν πρόσφερε τίποτα το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου στην υπόθεση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, και αυτό όχι μόνο επειδή από το 1990 και ιδιαίτερα μετά το 1996 προσχώρησε στο νεοφιλελευθερισμό.

Γεωργούλας: Από την ανάλυση της Θεανώς εμένα μου ενισχύεται η άποψη ότι κανένας δεν είναι ό,τι δηλώσει, ούτε και εμείς, φυσικά. Ο καθένας είναι αυτό που έκανε. Για ένα κόμμα, αυτό που κάνει είναι συνάρτηση και των συνθηκών μέσα στις οποίες το επιχειρεί. Εάν το ΠΑΣΟΚ, πχ, και ως δομή κόμματος και ως στρατηγική αντίληψη είχε την έγνοια αυτό που έγινε στα ΑΕΙ με τον Νόμο Πλαίσιο, από μόνο του ουσιαστικά, από τα “κάτω” όπως είπε η Θεανώ, όπως και στην υγεία εξάλλου που καθιέρωσε το ΕΣΥ, εάν αυτό είχε γενικευτεί και αποκτούσε συνέχεια, με τη συμβολή και δυνάμεων της Αριστεράς που είχαν αυτή την αντίληψη, θα ήταν διαφορετική και η μετέπειτα στάση του ΠΑΣΟΚ, πιστεύω. Οι παθογένειες που παρουσίασε το ΠΑΣΟΚ μετά το 1985, ιδίως, ήταν και συνέχεια αυτής της πραγματικότητας, δεν πρέπει να τα χρεώσουμε μόνο στην αναβίωση του πελατειακού συστήματος και την ενίσχυσή του, ή στις αδυναμίες που είχε στη συγκρότηση αυτό το κόμμα, μέχρι πού πήγαινε, δηλαδή. Το μέχρι πού είχε σχέση και με το τι κίνημα υπήρχε και με το ποιοι το τροφοδοτούσαν. Χωρίς μαχόμενους πανεπιστημιακούς και φοιτητές θα γινόταν νόμος πλαίσιο; Είναι ένα συμπέρασμα που χρειάζεται και στον ΣΥΡΙΖΑ, ασφαλώς. Στους απολογισμούς μας θα πρέπει να το βάζουμε αυτό. Όταν , μπορέσαμε να λειτουργήσουμε έτσι, και τι μας εμπόδισε;

Παύλος Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή