Macro

Η επερχόμενη επισιτιστική κρίση

Στις μέρες μας η μηχανοποιημένη παραγωγική διαδικασία της τροφής καταναλώνει κατά μέσο όρο περισσότερες μονάδες ορυκτής ενέργειας για να παραχθεί μία μονάδα διατροφικής ενέργειας. Αυτό μπορούσε να γίνεται όσο υπάρχουν ακόμα φθηνά ορυκτά καύσιμα και σε μεγάλες ποσότητες. Όμως τα αποθέματα των ορυκτών καυσίμων αρχίζουν να μειώνονται παγκοσμίως. Η εξόρυξη πετρελαίου, για παράδειγμα, ξεπέρασε το κορυφαίο σημείο (pick oil). Οι εταιρείες εξόρυξης συνεχίζουν σε δυσπρόσιτες περιοχές και σε μεγάλα βάθη ή χρησιμοποιούν καταστροφικές τεχνικές, όπως το fracking για το λιθοσφαιρικό αέριο, γιατί το εύκολο να εξορυχθεί πετρέλαιο –άρα και το φθηνό– έχει τελειώσει. Έτσι θα αναγκασθούν να δαπανήσουν πολλά περισσότερα σε χρήματα και φυσικούς πόρους για να παραχθεί ένα βαρέλι πετρελαίου. Κάποια στιγμή η δαπάνη αυτή των πόρων για να εξαχθεί ένα βαρέλι, θα ξεπεράσει την αξία της απόδοσης ενός βαρελιού πετρελαίου, άρα η εξόρυξη, εκτός από αντιπεριβαλλοντική, θα γίνει και οικονομικά αντιπαραγωγική.

Εν αρχή η λειψυδρία

Επίσης έχουμε εξάντληση των αποθεμάτων νερού, που είναι απαραίτητο για την γεωργία. Μετά το 1980, κυρίως και με τις σύγχρονες μεθόδους ποτίσματος, βασικά από τους μεγαλοαγρότες (αυτόματη άρδευση με μπεκ και μέρα μεσημέρι, με αποτέλεσμα την εξάτμιση μεγάλου μέρους του νερού), υπήρξε ανεύθυνη χρήση του νερού στη γεωργία. Υπήρξε επίσης έλλειψη προνοητικότητας από τα κράτη και κυρίως από τις εταιρείες ύδρευσης των πόλεων, που δεν επισκευάζουν τα τρύπια δίκτυα ύδρευσης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλες απώλειες νερού –μέχρι και 40% ή και 50% σε κάποιες περιπτώσεις. Παράλληλα, η επιλογή υδροβόρων καλλιεργειών απαίτησαν γεωτρήσεις παντού (π.χ. στον κάμπο της Θεσσαλίας μέχρι και 340 μέτρα βάθος)1 με συνέπεια την υποχώρηση, την υφαλμύρωση ή και την στέρευση πολύτιμων υδροφόρων οριζόντων. Από την άλλη, η μέθοδος fracking για την εξόρυξη του φυσικού αερίου από τα ίδια εδάφη που καλλιεργούνται, δηλητηριάζει τον υδροφόρο ορίζοντα με τα χημικά που χρησιμοποιούνται, ενώ καταναλώνει τεράστιες ποσότητες νερού και προκαλεί απόγνωση στους γειτονικούς αγρότες –με αρκετούς κερδοσκόπους να βλέπουν ευκαιρίες από την εκμετάλλευση των αναγκών καθαρού νερού. Εξάλλου, η κλιματική αλλαγή θα μειώσει τη χιονόπτωση, με αποτέλεσμα να μειωθεί και η τροφοδοσία των υπαρχόντων πηγών νερού (οι αυξημένες καταρρακτώδεις βροχές δεν θα εμπλουτίζουν τις πηγές, γιατί το νερό τους με τους χειμάρρους και τα ποτάμια καταλήγουν στη θάλασσα και όχι στον υδροφόρο ορίζοντα). Όλο και περισσότερες πηγές θα στερεύουν, λοιπόν, στο μέλλον με επίπτωση και στην παραγωγικότητα της γεωργίας.
Μειώνεται η δυνατότητα των οικοσυστημάτων για απορρόφηση των αυξημένων εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και των άλλων καυσαερίων και απόβλητων της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτό έχει διαπιστωθεί από πολλές επιστημονικές μελέτες. Και φαίνεται ήδη η μείωση της παραγωγικότητας της γεωργίας λόγω επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Ένας επιπλέον λόγος, ο οποίος όμως δεν αφορά μόνο τη βιομηχανική γεωργία, αλλά και την εναλλακτική γεωργία που αρχίζει να αναπτύσσεται, είναι ότι αρχίζουν να μειώνονται οι μέλισσες παντού. Αυτές δεν παράγουν μόνο μέλι, αλλά επικονιάζουν το 90% των φυτών, όντας μια τεράστια εργατική δύναμη, που θα είναι αδύνατο να αντικατασταθεί από την ανθρώπινη. Αν εκλείψουν, όπως αρχίζει να συμβαίνει ήδη στις ΗΠΑ (μέχρι και 60%–70% μείωση στα σμήνη τους) και στην Ευρώπη (έχει ανησυχήσει αυτό και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή2), τότε θα υπάρξει σίγουρα μείωση των συγκομιδών στο 90% των καλλιεργειών τουλάχιστον.

Το πιο δυστοπικό κραχ

Για τους παραπάνω λόγους, όταν γίνουν αυτοί αντιληπτοί από τους κάθε είδους «επενδυτές» του αγροδιατροφικού συστήματος, θα έχουμε και την όξυνση της αγροδιατροφικής κρίσης. Θα έχουμε ένα πραγματικό κραχ, που μπροστά του θα ωχριά το πρόσφατο χρηματοπιστωτικό κραχ. Θα πάψουν να υπάρχουν φθηνά τρόφιμα, γιατί θα αυξηθούν στο έπακρο τα κόστη της καλλιέργειας–εκτροφής, της συγκομιδής, της αποθήκευσης, της συντήρησης, της ψύξης, των μεταφορών και της διανομής
Τα πρώτα δείγματα αυτής της κρίσης τα βλέπουμε ήδη:
• Ενώ η παγκόσμια προσφορά τροφίμων –προς το παρόν– είναι παραπάνω από επαρκής, ταυτόχρονα 1 δισ. ανθρώπων υποσιτίζεται.
• Οι κλιματικές αλλαγές οδηγούν σε μείωση και καταστροφή παραγωγής.
• Αύξηση ζήτησης στην ΝΑ Ασία –άνοδος πολυπληθών μεσαίων τάξεων και αλλαγή διατροφικού μοντέλου(αύξηση της ζήτησης και εδώ σε ζωικά προϊόντα).
• Κερδοσκοπία στις τιμές στο χρηματιστήριο των δημητριακών.
• Το 30% της παραγόμενης τροφής πάει στα σκουπίδια. Σύμφωνα με τον FAO, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων: 1,3 δισ. τόνοι τροφίμων καταλήγουν κάθε χρόνο στα σκουπίδια και τις χωματερές, χωρίς να καταναλωθούν3.
• Έλεγχος παραγωγής–διανομής τροφής από μεγάλες πολυεθνικές: π.χ. 5 πολυεθνικές ελέγχουν το 75% των σιτηρών, 2 το 50% της παραγωγής μπανάνας, 3 την παγκόσμια παραγωγή τσαγιού, ενώ 30 πολυεθνικές ελέγχουν το 1/3 των επεξεργασμένων τροφών.
• Οι γεωργοί βασικά είναι παραγωγοί πρώτων υλών για τη βιομηχανία και όχι για τον εαυτό τους, τις κοινότητές τους και τις τοπικές αγορές.
• Οι καταναλωτές είναι εξαρτημένοι πλήρως από την αγορά μέσω των αλυσίδων. Πληρώνουν μέχρι και 4–6 φορές παραπάνω από την τιμή παραγωγού.
• Έχουμε παρακμή υπαίθρου, μείωση αγροτικού πληθυσμού, συρρίκνωση αγροτικών κοινοτήτων και εσωτερικούς–εξωτερικούς μετανάστες. Μεγάλες εκτάσεις χρησιμοποιούνται για ζωοτροφή με απώλεια αρχικής ενέργειας κατά 65–90%: στα βιομηχανοποιημένα συστήματα καταναλώνονται 300 μονάδες πόρων, για να παραχθούν 100. Η βιομηχανική γεωργία είναι πλέον αντιπαραγωγική, ενώ η καλλιέργεια ενεργειακών φυτών για αγροκαύσιμα διεκδικεί μεγάλες εκτάσεις υπέρ του «οδηγού» και εις βάρος του «υποσιτισμένου».
• Έχουμε πατεντοποίηση των σπόρων και των ποικιλιών με «βιοπειρατεία» των γενετικών πόρων από τις εταιρείες κολοσσούς4.
• Το συνολικό παγκόσμιο αγροτοδιατροφικό σύστημα (παραγωγή, συντήρηση, συσκευασία, ψύξη, μεταφορές γεωργ. προϊόντων, διανομή στα σουπερμάρκετ κ.λπ.) είναι υπεύθυνο σχεδόν για το 50% του φαινομένου του «θερμοκηπίου».

Η ανισότητα στη διανομή της τροφής

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η υπάρχουσα παραγωγή τροφίμων μπορεί να θρέψει με τροφή 2.700 θερμίδων ημερησίως, 12 δισ. ανθρώπους. Δεν θα έπρεπε να πεινάει κανείς, δεδομένου ότι είμαστε προς το παρόν περίπου 7 δισ. Όμως 40 εκατ. πεθαίνουν από πείνα κάθε χρόνο και κάπου 850 εκατ. υποφέρουν από υποσιτισμό, εκ των οποίων το 34% (Αφρικανοί) ζουν με κάτω από 300 θερμίδες την ημέρα. Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι της παραγωγής, που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, αλλά της διανομής της τροφής και του εισοδήματος (φτώχεια) και άρα κοινωνικοπολιτικό και παίρνει διαφορετική μορφή, ανάλογα με τη χώρα και την περιοχή.
Με μια δικαιότερη κατανομή των θρεπτικών πόρων της Γης μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη διατροφή όλης της ανθρωπότητας και ταυτόχρονα να έχει υγιεινότερο τρόπο ζωής. Με μια ζωοεκτροφή, ούτε εκτατική ούτε σταυλισμένη, αλλά στα πλαίσια ολοκληρωμένων αγροκτημάτων5, όπου τα ζώα παίζουν συμπληρωματικό ρόλο και ανακυκλώνουν την οργανική ύλη, ενώ τα ζωϊκά προϊόντα συμπληρώνουν επίσης τη διατροφή. Δεν θα πρόκειται οπωσδήποτε για χορτοφαγία, αλλά για οικολογική–υγιεινή διατροφή. Χρειάζεται, όμως, αλλαγή του καταναλωτικού και διατροφικού μοντέλου στη Δύση, με περιορισμό της υπερκατανάλωσης κρέατος και ευρεία ενημέρωση του κόσμου ότι η ζωοεκτροφή συμβάλλει σημαντικά στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, καθώς και στην κακή υγεία. Χρειάζεται γενικότερα να απορρίψουμε το καπιταλιστικό αναπτυξιακό μοντέλο παραγωγής, συσσώρευσης και κατανάλωσης. Να απορρίψουμε το μοντέλο της χημικής βιομηχανοποιημένης γεωργίας. Να επιλέξουμε το μοντέλο της αγροτικής οικο–γεωργίας, που είναι λύση και για την κλιματική αλλαγή6. Να επιλέξουμε την κατεύθυνση μιας αγροδιατροφικής οικονομίας των αναγκών και όχι των επιθυμιών, των μικρών αποστάσεων και της εγγύτητας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, της δίκαιης διανομής των τροφίμων –με αποφυγή των μεσαζόντων– μέσω δικτύων παραγωγο–καταναλωτών και τοπικών αυτοδιαχειριζόμενων αγορών. Γενικά μέσα από κοινοτικές, αμεσοδημοκρατικές δομές, που θα συντονίζονται μέσω διασύνδεσης και ομοσπονδιοποίησης, να γίνει στροφή στη γεωργία που θα στοχεύει στην όλο και μεγαλύτερη αυτοδυναμία της αλυσίδας: αγρότης – κοινότητα – περιοχή – επικράτεια. Για τους αγρότες σημαίνει ότι θα παράγουν πρώτα για τις ανάγκες τις δικές τους (τουλάχιστον να παράγουν ένα μέρος της τροφής τους) και στη συνέχεια να παράγουν για τις ανάγκες της περιοχής τους και της χώρας. Από ανάγκη πρέπει να εφαρμόσουν αυτό που λέγεται «πολυλειτουργικότητα». Η δραστηριότητά τους να έχει πολλές πλευρές: οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική. Η δουλειά τους θα έχει και κάποια πλευρά μη άμεσα κερδοφόρα, όπως π.χ. για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην περιοχή. Θα παράγουν, θα μεταποιούν οι ίδιοι το προϊόν τους και θα το διακινούν, δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Θα προστατεύουν το περιβάλλον, θα αποκτούν σχέσεις με την τοπική κοινωνία και θα γίνονται παράγοντες ζωής της κοινότητας, προωθώντας την κοινοτίστικη αντίληψη και βοηθώντας να κρατηθεί ζωντανή η περιοχή τους και γενικότερα η κοινωνία της υπαίθρου.
Η μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία είναι εντάσεως εργασίας (άρα δημιουργεί πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας από την μηχανοποιημένη γεωργία) και απαιτεί λίγα καύσιμα, αυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό και στην «ψύξη» της γης.
Μια τέτοια ριζική αλλαγή των μεθόδων καλλιέργειας και εκτροφής, καθώς και του τρόπου διατροφής μας θα απαιτήσει σαφώς θεμελιώδεις αλλαγές. Οι τρέχουσες πολιτικές κατά των αγροτογεωργών, όπως οι νόμοι που ευνοούν την ιδιωτικοποίηση και τη μονοπώληση των σπόρων και οι κανονισμοί για την προστασία των εταιρειών, οι οποίοι έχουν εξοντώσει τα παραδοσιακά συστήματα τροφίμων, θα έπρεπε να καταργηθούν. Οι υπάρχουσες τάσεις για αυξημένη συγκέντρωση της γης και για επέκταση της βιομηχανικής γεωργίας θα πρέπει να αντιστραφούν.
Ο χρόνος εξαντλείται, η διαδικασία επιταχύνεται με ανησυχητικό ρυθμό. Η αλλαγή του κλίματος7 ήδη επηρεάζει σοβαρά 325 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο –με 315.000 να πεθαίνουν από την πείνα, την ασθένεια και τις καιρικές καταστροφές που προκαλούνται από την αλλαγή του κλίματος. Ο ετήσιος αριθμός των νεκρών θα μπορούσε να ανέβει σε μισό εκατομμύριο έως το 2030, με 10% του παγκόσμιου πληθυσμού που πλήττεται σοβαρά. Ως συνέπεια του αυξημένου άγχους που προκαλείται από την κλιματική κρίση στα εδάφη, τα φυτά και τα ζώα, οι γεωργικές αποδόσεις αναμένεται να πέσουν, ιδίως στις θερμότερες χώρες του Νότου. Ένα τέτοιο σενάριο θα προκαλέσει αφάνταστη ταλαιπωρία σε δισεκατομμύρια ανθρώπους.
{Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Κολέμπα και Γιάννη Μπίλλα «Για την Κοινότητα των Κοινοτήτων», Εκδόσεις των Συναδέλφων}
Σημειώσεις
Χαρά Τζαναβάρα, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 22/3/2010
«Την πλήρη απαγόρευση των τριών πιο διαδεδομένων νεονικοτινοειδών φυτοφαρμάκων, αποφάσισε η Ευρώπη μετά από αίτημα 5 εκατ. πολιτών προς τους Ευρωπαίους υπουργούς και την Κομισιόν. Είναι το μεγαλύτερο ψήφισμα στον κόσμο για τη διάσωση των μελισσών», βλέπε: http://tvxs.gr/…/giati-i-apagoreysi-ton-entomoktonon…
Οι λόγοι είναι αρκετοί: οι προδιαγραφές εμπορίας και συσκευασίας που στέλνουν στη χωματερή μεγάλους όγκους τροφής σαν ακατάλληλη –στην όψη και στο σχήμα– για διακίνηση από το εμπορευματικό σύστημα, η ημερομηνία λήξης στα σουπερμάρκετ, που στέλνει στους κάδους σκουπιδιών τροφή που μπορεί ακόμα να φαγωθεί από τους ανθρώπους, αλλά όχι να καταναλωθεί από τους καταναλωτές, μεγάλα υπολείμματα τροφής από τα ψυγεία των νοικοκυριών–καταναλωτών κ.λπ. Αποτέλεσμα αυτού: 14 δισ. στρέμματα –δηλαδή το 28% των καλλιεργούμενων εδαφών– χρησιμοποιούνται για παραγωγή πεταμένης τροφής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η πιο διάσημη και η πλέον μισητή επιχειρηματική εξαγορά των τελευταίων χρόνων –αν όχι δεκαετιών– παγκοσμίως, αυτή της Monsanto από την Bayer, ολοκληρώθηκε το 2018, με το δυσθεώρητο ποσό των 63 δισεκατομμυρίων δολαρίων. apokoinou.com/i-monsanto-pethane-zito-i-bayer
Ολοκληρωμένα αγροκτήματα: Είναι στην ουσία ένα αγρο-οικο-σύστημα, όπου κοινότητες φυτών και ζώων αλληλεπιδρούν με το φυσικό, βιολογικό και χημικό τους περιβάλλον, το οποίο ταυτόχρονα τροποποιείται από το ανθρώπινο δυναμικό του, για την παραγωγή τροφίμων, κλωστικών ινών, ενέργειας και άλλων προϊόντων για ανθρώπινη κατανάλωση και μεταποίηση. Αυτό το αγροοικοσύστημα είναι ενταγμένο οργανικά στα πλαίσια του γενικότερου τοπικού οικοσυστήματος που το περιβάλει και λειτουργεί με στόχο την αειφορία, δηλαδή την κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων που συμμετέχουν στη διαχείρισή του, χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα της μελλοντικής γενιάς τους να καλύψει τις δικές της. Στα πλαίσιά του η διαχείριση των φυσικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού είναι πρωταρχικής σημασίας. Περιλαμβάνει τη διατήρηση ή τον εμπλουτισμό αυτών των ζωτικών πόρων μακροπρόθεσμα, τη δημιουργία αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας και διαβίωσης των μελών, λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των διπλανών αγροτικών ή αστικών κοινοτήτων, την υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον. Η «ολοκληρωμένη προσέγγιση αγρού» λαμβάνει υπόψη τους πολιτιστικούς, τους κοινωνικούς και φυσικούς πόρους καθώς και το έδαφος, το νερό και τον αέρα. Από την ανακύκλωση και την ενεργειακή αποδοτικότητα, μέχρι τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και τη χρήση των παρασκευασμάτων φυτο-ζωοπροστασίας και των άλλων εισροών. Περισσότερα στο : topikopoiisi.blogspot.de/2010/09/blog-post_09.html
Μια 10ετή μελέτη στο Ινστιτούτο Rodale της Πεννσυλβάνια των ΗΠΑ έδειξε ότι η χρήση κομπόστ, σε συνδυασμό με εναλλαγή καλλιεργειών σε βιολογικά αγροσυστήματα, μπορεί να οδηγήσει σε ενσωμάτωση του άνθρακα στο έδαφος σε αναλογία 910 κιλά / στρέμμα / έτος ( αντίθετα, σε αγροκτήματα που βασίζονται στο όργωμα και στα χημικά λιπάσματα, χάνονται σχεδόν 140 κιλά άνθρακα ανά εκτάριο ετησίως). Η ενσωμάτωση 910 κιλών άνθρακα σήμαινε επίσης λήψη 3185 κιλών διοξειδίου του άνθρακα από τον αέρα ανά στρέμμα το χρόνο(μεγάλη ικανότητα πρόσληψης και συγκράτησης λόγω της αυξημένης ποσότητας μικροοργανισμών) . Έχει υπολογισθεί ότι, αν θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε και πάλι στα γεωργικά εδάφη του κόσμου την οργανική ύλη, που έχουμε ήδη χάσει, λόγω της βιομηχανικής γεωργίας, τότε τα εδάφη αυτά θα μπορούσαν να συλλάβουν τουλάχιστον το 1/3 του πλεονάζοντος CO2 στην ατμόσφαιρα. Συνεχίζοντας την ανοικοδόμηση των εδαφών, σε περίπου 50 χρόνια, αυτά θα είχαν προσλάβει περίπου τα 2/3 του πλεονάζοντος CO2 από την ατμόσφαιρα. Κατά τη διαδικασία αυτή, ενώ θα είχαμε υγιέστερο και πιο παραγωγικό έδαφος, ταυτόχρονα θα είχαμε απαλλαγεί: 1) Από τη χρήση χημικών λιπασμάτων, τα οποία αποτελούν ένα άλλο γνωστό μεγάλο παραγωγό αερίων του θερμοκηπίου και κατά τη παραγωγή τους και κατά τη χρήση τους. 2) Από τα οργανικά απόβλητα των πόλεων, τα οποία θα επέστρεφαν στα γεωργικά εδάφη και το μεθάνιο και οι εκπομπές CO2 από χώρους υγειονομικής ταφής και των λυμάτων (ισοδύναμο με 3,6% του συνόλου των σημερινών εκπομπών) θα μπορούσαν να μειωθούν σημαντικά. Η επιστροφή στην αγρο-οικολογική γεωργία σε μεγάλη κλίμακα θα μετρίαζε σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή κρίση. Η διεθνής οργάνωση των μικρών αγροτών Via Campesina πιστεύει ότι οι λύσεις για την τρέχουσα κρίση θα πρέπει να διαμορφωθούν από τις οργανωμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες θα αναπτύξουν τρόπους παραγωγής, κατανάλωσης και εμπορίου που θα στηρίζονται στη δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη και στις υγιείς κοινότητες. Η σημερινή στάνταρ τεχνολογία δεν θα μας σώσει από την τρέχουσα παγκόσμια περιβαλλοντική και κοινωνική καταστροφή. Η αειφόρος, μικρής κλίμακας οικογενειακή γεωργία είναι εντάσεως εργασίας και απαιτεί λίγα καύσιμα. Αυτή θα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην «ψύξη» της γης. Εκατομμύρια γεωργών–αγροτικών κοινοτήτων θα πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα να κάνουν τις απαραίτητες αμειψισπορές, να οργανώνουν την αγρανάπαυση και να δημιουργούν βοσκότοπους, ώστε να μπορούν να επιστρέφουν στο έδαφος πάνω από 7 δισεκατομμύρια τόνους οργανικής ουσίας κάθε χρόνο. Αυτό περιλαμβάνει και κατανάλωση λιγότερης ενέργειας, παραγωγή βιοαερίου και ηλιακής ενέργειας στα αγροκτήματα –και όχι σε μεγάλο βαθμό προώθηση της παραγωγής βιοντίζελ, όπως συμβαίνει σήμερα. Για αυτό θα χρειασθούν –στις σημερινές συνθήκες– εφαρμογές γεωργικών και εμπορικών πολιτικών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο για την υποστήριξη της τοπικής παραγωγής-διανομής-αγοράς-κατανάλωσης τροφίμων με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτάρκεια που, εκτός των παραπάνω, θα περιλαμβάνουν την απαγόρευση των επιδοτήσεων που οδηγούν σε ντάμπινγκ των φτηνών τροφίμων στις αγορές.
Οι κλιματικές αλλαγές θα οδηγούν επίσης σε μείωση και καταστροφή παραγωγής (αλλού καύσωνες, αλλού ξηρασίες ή πλημμύρες, με αποτέλεσμα την άνοδο της τιμής π.χ. των σιτηρών κατά 70%, πάνω από 230 ευρώ/τόνο).

Γιώργος Κολέμπας, Γιάννης Μπίλλας

Πηγή: Η Εποχή