Η παρακμή του Τύπου -το ότι ο Τύπος πεθαίνει- είναι ένα περίπλοκο ζήτημα με πολλά συστατικά στοιχεία: την κρίση στην αγορά και στα παραδοσιακά μοντέλα διαφήμισης, την επιφυλακτικότητα των αναγνωστών καθώς έλκονται από νέα κανάλια πληροφορίας, αίθουσες σύνταξης χωρίς ευελιξία στην ανάληψη δράσης, αργή τεχνολογική πρόοδο, εκδοτική αβεβαιότητα και ούτω καθεξής. Και συμβαίνει γρήγορα εξαλείφοντας περισσότερο από μισό αιώνα ιστορίας.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο παραδοσιακός Τύπος έχει σαφείς δυνάμεις που καλλιεργούσε για περισσότερο από έναν αιώνα: μια στέρεα προσέγγιση στην εύρεση και αποκάλυψη της πληροφορίας, ηθική, εξειδίκευση, εγγύτητα στον αναγνώστη και έναν καλά ρυθμισμένο μηχανισμό διανομής.
Σήμερα αυτές οι δομές υπάρχουν ακόμα, όμως, σε κάθε περίπτωση, οι αντιδράσεις ενάντια στην παρακμή δεν έχουν ανάλογη ένταση, ανεξάρτητα από το αν αυτό συνέβη στη Νέα Υόρκη πριν από δέκα χρόνια ή πέρυσι στη Βηρυτό. Και οι ενώσεις δημοσιογράφων ανά τον κόσμο εξετάζουν πολύ προσεκτικά την ίδια την ουσία του ρόλου μας, το DNA του Τύπου και την εκδοτική συνεισφορά του, κάτι που έχει ευρέως παραβλεφθεί με την ψηφιακή μεταμόρφωση.
Η κρίση στη διαφήμιση έχει υποχρεώσει τα Μέσα να ξανασκεφτούν τις στρατηγικές χρηματικής αποτίμησής τους. Ενώ ο λεγόμενος παραδοσιακός Τύπος έχει σημαντικές απώλειες, νέοι στον χώρο βγάζουν αρκετά καλά χρήματα από διαφημιστές.
Στη Διεθνή Ένωση Δημοσιογράφων η συζήτηση σχετικά με αυτό ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια περίπου. Έκτοτε προσπαθούμε να καταπιαστούμε με αυτόν τον σεισμό, την τεκτονική μετατόπιση, όπως την αποκάλεσε κάποιος, που χτύπησε πρώτα τα αμερικανικά Μέσα και έπειτα επεκτάθηκε σε όλον τον κόσμο, στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη και πιο πρόσφατα σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή.
Σήμερα δεν υπάρχει εφημερίδα ή μπλογκ που να μην έχει μια ιστορία για την κρίση στις εφημερίδες.
Εξ αρχής αυτή η κρίση είχε άμεση επίδραση σε μεγάλες εφημερίδες, κάποιες από τις οποίες αποτελούσαν μέχρι πρόσφατα στέρεους θεσμούς που ξεπέρασαν πολλές υφέσεις, καθώς και τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Αναζητώντας μιαν εξήγηση: Υπάρχουν πράγματι διαφορετικές απόψεις σχετικά με το γιατί φτάσαμε σε αυτό το σημείο, και μάλιστα τόσο σύντομα.
Η καθετοποίηση -που σημαίνει να κατέχει κάποιος τα πάντα, από περιοδικά και τηλεοπτικά κανάλια μέχρι ταινίες και βιβλία- περιόρισε τον ανταγωνισμό για υπερεθνικές εταιρείες που διαμόρφωναν τις τάσεις της βιομηχανίας ανά τον κόσμο, ώστε ήταν σε θέση να επιτύχουν γιγαντιαία ανάπτυξη χωρίς καινοτομία.
Την ίδια στιγμή τους έλειπε η προοπτική. Το επιχειρηματικό πλάνο τους ήταν αποτελεσματικό μόνο βραχυπρόθεσμα κι έπειτα κατέπνιγε τη δημιουργικότητα καθώς έγιναν φερέφωνα των εταιρειών. Αυτοί οι νέοι ιδιοκτήτες αποτελούν τώρα μικροσκοπικά μέρη ασύγκριτα μεγαλύτερων εταιρικών οντοτήτων, των οποίων το πρωταρχικό έργο συχνά δεν είχε τίποτε να κάνει με τις ειδήσεις, ενώ συνολικά ήταν επικεντρωμένοι στο να παρέχουν την υψηλότερη απόδοση στο κέρδος των μετόχων.
Δεν θα μπορούσαμε να είχαμε προβλέψει ότι σε έναν παγκοσμιοποιημένο και όλο και περισσότερο επισφαλή κόσμο αυτοί οι υπερεθνικοί γίγαντες θα αποδεικνύονταν ανίκανοι να χρησιμοποιήσουν τη νέα τεχνολογία για την ενίσχυση της δημοσιογραφίας και τη διασφάλιση της ποιότητας. Αντ’ αυτού, τη χρησιμοποίησαν για να μειώσουν το κόστος και να αυξήσουν τα κέρδη.
Καθώς προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τη διεθνή πτώση στις πωλήσεις των εφημερίδων, εισήγαγαν μαζικές αλλαγές στον τρόπο εργασίας των δημοσιογράφων και στον τρόπο κατανάλωσης των ειδήσεων και της πληροφορίας, με πιθανώς καταστροφικές συνέπειες για την ποιοτική δημοσιογραφία, ενώ σχεδιάζουν αδιάκοπα να επιτύχουν αλλαγές σε ρυθμίσεις των Μέσων που μας επηρεάζουν όλους.
Αυτοί οι μεγάλοι μιντιακοί όμιλοι έχουν ήδη σημαντική εκδοτική τεχνογνωσία, πόρους και προσωπικό, ομάδες πωλήσεων για τη δημιουργία εισοδήματος και μια βάση αναγνωστών που, αν και μειώνεται, παραμένει αξιοσημείωτη. Ωστόσο η εκτύπωση εξακολουθεί να αποστραγγίζει χρόνο και πόρους σε σύγκριση με το χαμηλότερο κόστος και το συχνά υψηλότερο πλεονέκτημα που αναμένεται στο Διαδίκτυο.
Πολλοί ιδιοκτήτες άρχισαν να σχεδιάζουν το μέλλον χωρίς τον Τύπο, αξιοποιώντας τις αλλαγές που έχει επιφέρει το Διαδίκτυο και χτίζοντας την online κοινότητά τους, την οποία ωστόσο θα φτιάξουν για ένα καλύτερο επιχειρηματικό μοντέλο. Το όλο θέμα είναι «η δημιουργία, η συγκέντρωση, η εναρμόνιση, η σύνδεση και η ενθάρρυνση συζητήσεων».
Η μετάβαση από το έντυπο στο ψηφιακό δεν άλλαξε αρχικά το βασικό επιχειρηματικό μοντέλο για πολλούς οργανισμούς ειδήσεων, δηλαδή το μοντέλο της πώλησης διαφημίσεων για τη χρηματοδότηση της δημοσιογραφίας που προσφέρεται στους αναγνώστες. Για ένα διάστημα είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως μια δυνητικά μεγάλη κλίμακα ενός διαδικτυακού κοινού μπορεί να αντιστάθμιζε τη μείωση των αναγνωστών και διαφημιστών του εντύπου.
Εντούτοις η προοδευτική πορεία της ψηφιακής επανάστασης υπερέβη τις προβλέψεις. Κανένας εκδότης δεν μπορούσε να αποφύγει τις εμπορικές επιπτώσεις μιας τεχνολογικής επανάστασης που κάποιοι έβλεπαν ως την αρχή της καταστροφής του μηχανισμού χρηματοδότησης που στήριζε τις επιχειρήσεις του Τύπου για περισσότερα από 150 χρόνια. Η πραγματικότητα είναι ότι δημοσιογράφοι κοστίζουν χρήματα. Επομένως το τελευταίο πράγμα που θέλουν οι εκδότες εφημερίδων σήμερα είναι οι δημοσιογράφοι, εννοώντας τους ρεπόρτερ, τους ρεπόρτερ που βρίσκονται στον δρόμο και αφιερώνουν χρόνο και προσπάθεια στο κυνήγι ιστοριών. Είναι πολύ ακριβοί και, με αυστηρά οικονομικούς όρους, μη παραγωγικοί.
Έχουν ήδη συμβεί δύο σημαντικά πράγματα, στα οποία δεν έχουμε δώσει αρκετή προσοχή:
Κατ’ αρχάς οι εκδότες έχασαν τον έλεγχο επί της διανομής. Οι εταιρείες social media και πλατφορμών ανέλαβαν εκείνο που οι εκδότες δεν θα μπορούσαν να είχαν χτίσει ακόμα και αν το ήθελαν. Τώρα τα νέα φιλτράρονται από αλγορίθμους και πλατφόρμες που είναι ασαφείς και απρόβλεπτες. Κάποιος είπε: «Οι ειδήσεις στο Facebook είναι εκείνο που το Facebook λέει ότι είναι». Με δισεκατομμύρια χρήστες, εκατοντάδες χιλιάδες άρθρα, εικόνες και βίντεο να ανεβαίνουν καθημερινά στο Διαδίκτυο, οι κοινωνικές πλατφόρμες πρέπει να επιστρατεύσουν τους αλγορίθμους για να προσπαθήσουν να ταξινομήσουν το σημαντικό και το πρόσφατο και το δημοφιλές και να αποφασίσουν ποιος πρέπει να δει τι.
Το δεύτερο είναι ότι αυτό έχει μια αναπόφευκτη συνέπεια, που είναι η αύξηση της δύναμης των εταιρειών των κοινωνικών δικτύων. Οι μεγαλύτερες εταιρείες πλατφορμών και κοινωνικών δικτύων -Google, Apple, Facebook, Amazon-, αλλά και οι δεύτερες στην κατάταξη, όπως οι Twitter, Snapchat, καθώς και οι αναδυόμενες εταιρείες εφαρμογών αποστολής μηνυμάτων, έχουν αποκτήσει τεράστια δύναμη όσον αφορά τον έλεγχο του ποιος δημοσιεύει τι σε ποιον και πώς αποτιμάται σε χρήμα αυτή η δημοσίευση. Αυτή τη στιγμή η εμβέλεια του Facebook ξεπερνάει οποιαδήποτε άλλη κοινωνική πλατφόρμα. Σύμφωνα με τα δεδομένα του αμερικανικού ερευνητικού κέντρου Pew, περίπου το 40% των ενήλικων Αμερικανών θεωρούν το Facebook την πηγή της πληροφόρησής τους.
Ο ανταγωνισμός για την προσοχή είναι σφοδρός. Οι «τέσσερις καβαλάρηδες της αποκάλυψης», όπως τους αποκάλεσε κάποιος (Google, Facebook, Apple και Amazon -πέντε αν προσθέσουμε και τη Microsoft), εμπλέκονται σε έναν εκτενή και παθιασμένο πόλεμο για το ποιας εταιρείας οι τεχνολογίες και οι πλατφόρμες, ακόμα και οι ιδεολογίες, θα κερδίσουν.
Η πραγματικότητα του σήμερα είναι ότι παραδίδουμε τον έλεγχο σημαντικού μέρους της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής μας σε έναν πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων που δεν έχουν εκλεγεί και δεν λογοδοτούν.
Ως δημοσιογράφοι θα έπρεπε να διαδραματίζουμε μεγαλύτερο ρόλο για την επιβίωση της δημοσιογραφίας. Σε μια περίοδο κατά την οποία οι καταναλωτές των ειδήσεων αμφισβητούν τις παραδοσιακές δημοσιογραφικές έννοιες της ισορροπίας και της αντικειμενικότητας, το όραμά μας είναι διαφορετικό από εκείνο των επιχειρήσεων. Καθώς αναζητούν το Ιερό Δισκοπότηρο για να ξαναχτίσουν νέα επιχειρηματικά μοντέλα, οι δημοσιογράφοι ανά τον κόσμο προασπίζουν τη δημοσιογραφία.
Τα αιτήματά μας είναι απλά και θα έπρεπε να είναι αρκετά ώστε να ανάψει ξανά η φλόγα μιας θετικής ηθικής για το επάγγελμά μας: αξιοπρεπή επίπεδα προσωπικού, εκ νέου χτίσιμο του δικτύου των ρεπόρτερ της πρώτης γραμμής που καλύπτουν τα εθνικά και τα διεθνή θέματα, προτεραιότητα της αλήθειας έναντι της κατασκευής ειδήσεων, ανάκτηση της ατζέντας των ειδήσεων από τις δημόσιες σχέσεις και την προπαγάνδα και γνήσια προστασία του δημοσίου συμφέροντος προς όλους τους ειλικρινείς ρεπόρτερ.
Σε αυτή τη συζήτηση ενυπάρχει η ιδέα ότι η δημοσιογραφία συνιστά δημόσιο αγαθό, ότι επιφέρει ευρύτερα κοινωνικά προνόμια που υπερκεράζουν εκείνα του αγοραστή και του πωλητή.
Σπάνια συμφωνούμε με κάτι που λέει ο Ρούπερτ Μέρντοχ. Σχετικά με τον θάνατο των εφημερίδων είπε πρόσφατα: «Σε αντίθεση με τους απαισιόδοξους, πιστεύω πως οι εφημερίδες θα φτάσουν σε νέα ύψη. Στον 21ο αιώνα οι άνθρωποι διψούν για πληροφορία περισσότερο από ποτέ. Μεταξύ των πολλών διαφορετικών και ανταγωνιστικών φωνών, οι αναγνώστες θέλουν εκείνο που ήθελαν πάντα: μια πηγή που μπορούν να εμπιστευτούν. Αυτός ήταν πάντα ο ρόλος των μεγάλων εφημερίδων στο παρελθόν. Και αυτός ο ρόλος θα κάνει τις εφημερίδες σπουδαίες στο μέλλον».
Σε αυτό συμφωνούμε μαζί του. Όχι απαραίτητα με τον τρόπο που θέλει να το πραγματοποιήσει, αλλά με τη γενική υπόθεση ότι θα ήταν σφάλμα να αμφισβητήσει κανείς το μέλλον της δημοσιογραφίας.
Αποσπάσματα από την ομιλία του στη διημερίδα του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ με θέμα «Η στήριξη εφημερίδων και περιοδικών στην εποχή της κρίσης» (Αθήνα, Ιανουάριος 2018)
Ο Jim Boumelha είναι πρώην πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων
Μετάφραση: Έλενα Ψυλλάκου
Πηγή: Η Αυγή