Εκ του κατά Ματθαίον αγίου ευαγγελίου: «Και ιδού είς προσελθών είπεν αυτώ· διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον;». Πρόκειται για το επεισόδιο που υποχρεώνει τον Ιησού να καταλήξει στο περίφημο πόρισμά του: «Ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν». Και στην επίσημη μετάφραση, της Βιβλικής Εταιρίας: «Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού».
Ποιος ρωτάει τον Ιησού και ποια συμπεριφορά τον οδηγεί στον πιθανότατα ταξικότερο στοχασμό του, ο οποίος σήμερα θα κινδύνευε να αποκληθεί «υπερβολικός», «αντιπαραγωγικός» και βεβαίως «τοξικός», όπως αποκαλείται οτιδήποτε αμφισβητεί το κυρίαρχο αφήγημα γα τις υποκλοπές, την ακρίβεια, την πανδημία, το μεταναστευτικό κτλ.; Στην αφήγηση του Ματθαίου το ερώτημα το υποβάλλει ένας «νεανίσκος», στην ιστόρηση του Λουκά ένας «άρχων», που ευλόγως πιστεύω τον φανταζόμαστε με κάποια χρόνια στην κόμη του. Δεν είναι φυσικά αυτή η μοναδική ή η σημαντικότερη ασυμφωνία ανάμεσα στα ευαγγέλια. Αλλωστε, κατά τα λοιπά οι διηγήσεις των δύο ευαγγελιστών συμπίπτουν απολύτως.
Να τιμάς τις εντολές, αποκρίνεται ο Ιησούς στον εν απορία διατελούντα συνομιλητή του. Παραθέτω, με την αίσθηση ότι εδώ πια δεν χρειάζεται μετάφραση, πραγμάτωση χρειάζεται: «μη μοιχεύσης, μη φονεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου» (στο κατά Λουκάν αυτά· ο Ματθαίος προσθέτει την καινοτόμο εντολή «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν»). «Ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου» σπεύδει να απαντήσει ο άρχων/νεανίσκος. Τον Χριστό βέβαια δεν θα μπορούσε να τον ξεγελάσει ένα άτομο έκδηλα επηρμένο, όπως άνετα μπορεί να παραπλανήσει την ανθρώπινη κοινότητα ένας γερός υποκριτής. Ακολουθεί λοιπόν το «δοκίμιν της αλήθειας», όπως θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε, με πρότυπο το διάσημο «δοκίμιν της αγάπης» των δημοτικών τραγουδιών. Αν τα τηρείς όλα αυτά, ένα σού λείπει, λέει ο Χριστός: «Πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις».
Η συνέχεια επί της σκηνής του πραγματικού βίου: «Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός, έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιουσία» (στον Ματθαίο). «Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πολύ πλούσιος» (στον Λουκά). «Ην γαρ έχων κτήματα πολλά» / «Ην γαρ πλούσιος σφόδρα». Κι όσο σφοδρότερα πλούσιος είναι κανείς τόσο βαθύτερα και προθυμότερα υποτάσσεται στον πλούτο του. Παράδειγμα ο τερατωδώς πλούσιος Ιλον Μασκ. Το πρώτο που έκανε αγοράζοντας (και) το τουίτερ ήταν να απολύσει κάμποσες χιλιάδες εργαζόμενους του νέου αποκτήματός του. Για οικονομία. Αλλά και επειδή δυστρόπησαν στους όρους μεσαιωνικής δουλοπαροικίας που θέλησε να επιβάλει ο άπληστα νάρκισσος μεγιστάνας. Γιατί θυμήθηκα τη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή; Επειδή αυτήν άκουσε ο όσιος Αντώνιος ο Μέγας μια Κυριακή στην εκκλησία, στην Αίγυπτο του 3ου αιώνα μ.Χ. Το γνωρίζουμε από τις εκκλησιαστικές πηγές, σπουδαιότερη από τις οποίες είναι ο Βίος του αγίου διά χειρός ενός άλλου Μεγάλου, του Αθανασίου. Από πλούσια οικογένεια ευσεβών χριστιανών ο Αντώνιος, ένιωσε πως η εντολή του Ιησού δεν ήταν αφηρημένη αλλά προσωποποιημένη. Δεν απευθυνόταν γενικά και αόριστα σε όλους (κάτι το οποίο στην κοινή, βιωμένη γλώσσα μεταφράζεται «σε κανέναν») αλλά ειδικά και συγκεκριμένα στον ίδιο. Και τη σταυρώθηκε. Γιατί σταυρός είναι η πεισματική άρνηση της βολής, της οικονομικής άνεσης, της απόλαυσης. Ακριβώς όπως σταυρός είναι η ενανθρωπιστική άρνηση της θεϊκής σου ισχύος, που σε εκθέτει στο ενδεχόμενο του θανάτου, αν ακολουθήσουμε τις ευαγγελικές εξιστορήσεις.
Ο Αντώνιος, ορφανός από μάνα και πατέρα περί τα είκοσί του, διαχειριστής πια της σεβαστής οικογενειακής περιουσίας, χαρίζει αμέσως τα εύφορα κτήματά του, πουλάει όλα του τα υπάρχοντα, δίνει ελάχιστα στη μικρή αδερφή του, που την εμπιστεύεται σε ένα κοινόβιο παρθένων, και τα υπόλοιπα τα μοιράζει στους φτωχούς. Είναι πλέον έτοιμος να αρνηθεί τα εγκόσμια και να πρωτοπορήσει στο κίνημα του αναχωρητισμού. «Εξελθών ευθύς εκ του Κυριακού», λέει ο Αθανάσιος, «τας μεν κτήσεις ας είχεν εκ προγόνων (άρουραι δε ήσαν τριακόσιαι εύφοροι και πάνυ καλαί), ταύτας εχαρίσατο τοις από τοις κώμης, τα δε άλλα, αργύριον ικανόν, δέδωκε τοις πτωχοίς». Οι συγχωριανοί του τον αγάπησαν σαν γιο ή σαν αδερφό τους, και όχι μόνο από συμφέρον παρά και από θαυμασμό για τον ασκητικό βίο του. «Ο μισόκαλος και φθονερός διάβολος» ωστόσο τον φθόνησε. Και βάλθηκε να τον πειράζει, πότε μεταμορφωνόμενος σε γυναίκα ποθητή και πότε αφήνοντας στον δρόμο του ερημίτη έναν δίσκο ασημένιο, δόλωμα καλοζωίας. Κι έγιναν θρύλος οι μάχες του οσίου με τον Πειρασμό και τις ευφάνταστες παγίδες του. Και από τα συναξάρια πέρασαν στη ζωγραφική, από τον Ιερώνυμο Μπος έως τον Σαλβαντόρ Νταλί, αλλά και στη λογοτεχνία, σε ένα «δύσκολο», μοντέρνας γραφής αφήγημα του Γουσταύου Φλωμπέρ. Με την πρωτοτυπία της σύλληψής του, «Ο πειρασμός του αγίου Αντωνίου» έφτασε να θέσει σε δοκιμασία τη σχέση του Γάλλου συγγραφέα με τους αμήχανους ή και αποδοκιμαστικούς φίλους του.
Ενας Αντώνιος είναι ο αρνητικός ήρωας των ημερών, γι’ αυτό και όλα όσα προηγήθηκαν. Ενας «Πάτερ Αντώνιος», όπως επιγράφεται το κεφάλαιο που τον αφορά στην ιστοσελίδα της εν Κολωνώ «Κιβωτού του Κόσμου». Μιας ταπεινής φωλιάς, κατά την αρχική υπόθεση, που απέκτησε σταδιακά παραρτήματα στην Καλαμάτα, τη Χίο, τον Βόλο, την Πωγωνιανή, η είσοδος της οποίας έχει όντως κάτι από τη σιδερένια «αισθητική» του Αουσβιτς. Στην ιστοσελίδα αυτή, πλούσια σε (αυτο)εγκώμια, ουδείς φρόντιζε, επί χρόνια πολλά, να αναρτήσει κάποια λογοδοσία, αλλά και ουδείς κρατικός νοιάστηκε να την αναζητήσει. Ουδείς δημοσίευσε ποτέ κάποιον λογαριασμό για τα έσοδα ενός «εθελοντικού μη κερδοσκοπικού οργανισμού μέριμνας και προστασίας μητέρας και παιδιού». Ο αυτοπροσδιορισμός αυτός ηχούσε παραμυθητικός, εξού και οι συνεχείς προσφορές, από το υστέρημα των πολλών και από το περίσσευμα των ολίγων. Τώρα όμως ακούγεται παραμυθιακός, μετά τις πολλές βαριές καταγγελίες αλλά και τις ονοματεπώνυμες μαρτυρίες για παλαιότερες καταγγελίες που παραδόξως αρχειοθετήθηκαν. Και τώρα, ακόμα και η επιλογή του λαϊκού τύπου «Πάτερ Αντώνιος», και όχι «Πατήρ Αντώνιος», μοιάζει σαν να έγινε εκ του πονηρού. Προς επίδειξη λαϊκότητας, απλότητας, ταπεινότητας.
Οσα ανατριχιαστικά καταγγέλλονται, για ποικιλότροπη κακοποίηση παιδιών και πλουτισμό, μένει να κριθούν από τη Δικαιοσύνη, που τούτη την περίοδο έχει φόρτο εργασίας. Ηδη όμως επαρκούν για να καταλογίσουμε –για μία επιπλέον φορά– βαριά αμέλεια στην πολιτεία και την Εκκλησία. Οπως ήρθαν τα πράγματα, ο Κολωνός, με τον «καλό χριστιανό και πατριώτη» Μίχο και τον «αγαθό λευίτη», αποδείχτηκε «δοκίμιν της ψυχής μας». Που αποκαλύφθηκε πολύ πιο σκοτεινή απ’ όσο αντέχουμε.
Παντελής Μπουκάλας