Ποιο το απόλυτο τεκμήριο της περιλάλητης «ανδρικής τιμής»; Μα τα παντελόνια. Παρότι τα φοράνε και οι γυναίκες, δεκαετίες τώρα. Και παρότι ένα μεγάλο τμήμα του άρρενος πληθυσμού της Γης, που και αυτό θα έχει βέβαια «ανδρική τιμή» και τρόπους πολλούς για να την επιδεικνύει (βίαιους συνήθως), παραμένει μακριά από τον «παντελονάτο πολιτισμό». Και κυκλοφορεί με κελεμπία ή ό,τι άλλο άνευ μπατζακίων.
Το φετίχ των παντελονιών εμφανίζεται συχνά παντού όπου αναπτύσσεται ο ιδιότυπος «δημόσιος διάλογός» μας – από την τηλεόραση έως τη Βουλή. Στις 18.3.2018, η δημοσιογράφος Φανή Πετραλιά είχε δημοσιεύσει στην «Εφημερίδα των Συντακτών», υπό τον τίτλο «Η τιμή και δόξα των παντελονάτων», ένα εξαιρετικό ιστορικό του νεοελληνικού παντελονισμού, απαριθμώντας φίρμες του δημόσιου βίου που κατέφυγαν στο κλισέ του παντελονιού για να καταγγείλουν αντιπάλους τους σαν άνανδρους ή να καυχηθούν για την ανδρειοσύνη τους.
Στην πινακοθήκη της «εξουσίας με μπατζάκια» πρέπει πια να προστεθεί η μορφή του πρωθυπουργικού ανιψιού και γραμματέα Γρηγόρη Δημητριάδη. Οπως μάθαμε από το διαφωτιστικό κείμενο του Σταύρου Παπαντωνίου στην «Κ» της περασμένης Κυριακής, ο έκπτωτος «κλειδοκράτορας» συναριθμούσε στις «αγαπημένες του φράσεις» το «εμείς φοράμε παντελόνια». Χάρη στη στιβαρή αυτοπεποίθησή του κατάφερε να δημιουργήσει ένα «”τσαρικό” σύστημα» σχεδόν μεσοτοιχία με το γραφείο του πρωθυπουργού, που επιμένει να αμύνεται με ασπίδα το «δεν γνωρίζω, δεν απαντώ».
«Εγώ φοράω παντελόνια, ρε» / «Δεν τιμάτε τα παντελόνια που φοράτε, ρε»: ιδού το εξουσιολαγνικό δίπολο στο οποίο εξαντλείται η πλούσια ελληνική γλώσσα. Και πάντα με τη συνοδεία του άσματος «Στα παντελόνια που φοράω», όπου ο τραγουδιστής Γιάννης Κόλλιας ορκίζεται στο τσιγάρο που κρατάει (άλλο σύμβολο ανδρισμού, επίσης έκπτωτο δεκαετίες τώρα) και στις μακριές περισκελίδες που φορούσε μια φορά κι έναν καιρό, τον 16ο αιώνα, ο Πανταλεόνε, ο χαρακτήρας της ιταλικής commedia dell’ arte, στον οποίο οφείλουν το όνομά τους. Εξ ου και «πανταλόνι» στην καθαρεύουσα. Αν το παντελονάκι μας το δανειστήκαμε από το ιταλικό «pantaloni» ή από το γαλλικό «pantalon» δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Μοιάζει πάντως απίθανο να γνωρίζουν τα περιβόητα «γλωσσικά γονίδιά» μας την ετυμολογική υπόθεση, ότι δηλαδή το όνομα του Πανταλεόνε πλάστηκε με μοντέλο το αρχαίο όνομα Πανταλέων. Και αντιδάνειο να το πούμε το «παντελόνι», δάνειο παραμένει. Και τουλάχιστον στις γλώσσες δεν είναι ντροπή να δανείζεσαι. Αλλωστε, τα περισσότερα από τα ρούχα και τα παπούτσια μας έχουν δανεικό όνομα.
Συνήθως, μαζί με το εκάστοτε νέο πράγμα που εκτελωνίζεται για να μπει στην αγορά μας, από εργαλεία και ενδυματολογικά εξαρτήματα έως εδώδιμα και μουσικά είδη, εισάγεται και το όνομά του. Μεταγλωττιζόμενο ή μη. Κάποιες μεταγλωττιστικές προτάσεις επικρατούν (όχι πάντως διά νόμου), άλλες όχι. Και κάποτε συνυπάρχει ατόφιος ο ξένος όρος με τα ελληνικά βαφτιστικά του, το μαζικό «ασανσέρ» λ.χ. με τον επισημότερο «ανελκυστήρα». Αφήνω εδώ εκθύμως να με νικήσει ο πειρασμός και παραθέτω το ωραίο λήμμα «ανελκυστήρ» από τη «Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» του Στέφανου Α. Κουμανούδη (προλεγόμενα Κ.Θ. Δημαράς, Ερμής, 1980):
«Ανελκυστήρ: Εν “Αστει” εγράφη η λέξις ως μετάφρασμα του Γαλ. ascenseur (του μηχανήματος δι’ ου τις αναβιβάζεται ακόπως εις τα υψηλότερα πατώματα οικίας πολυωρόφου). Αλλά ο Γ.Ν. Χατζιδάκις εν “Εστία” εικονογραφημένη 21 Μαΐου 1895 αποδοκιμάσας την κατά ταύτην την σημασίαν χρήσιν της λέξεως αντεπρότεινεν, ουχί προσφυώς κατ’ εμέ, τον “αναβάτης”, λέξιν αρχαιοτάτην και προκατειλημμένην δι’ άλλας σημασίας. Δεν έλαβεν δε υπ’ όψιν τας πολλάς διά τον ascenseur, υπό πολλών προταθείσας λέξεις, ας έχει η παρούσα Συναγωγή ως γνωστάς μέχρι Φεβρουαρίου 1895, και είναι αι δε κατ’ αλφαβητικήν τάξιν· αναδρομεύς, ανασυρτήρ, ανέλκηθρον, ανελκτήρ, ανελκυστήρ, ανελκυστής, ανολκεύς, ανυψωτήρ, υψελάτης, υψιελάτης, υψιφορεύς. Μόνον μετά επικριτικόν τούτων εκτίναγμα θα ήτο έντοπος η πρότασις νέας λέξεως, ή εκλογή οριστική μιας των ήδη προταθεισών, τούθ’ όπερ δεν εγένετο. Φαίνεται όμως το γε νυν, ότι επικρατεί ο ανελκυστήρ, γραφόμενος συχνά εν εφημερίσιν, οίον εσχάτως εν “Ακροπόλει” 15 Απρ. 1896 και εν “Πρωΐα” 17 Ιουν. 1897».
Τρεις σημειωσούλες εδώ. Η πρώτη: Στο μυαλό μου, με δύο μορφές εμφανίζεται ο φιλολογικός μόχθος: του Στέφανου Κουμανούδη και του Αδαμάντιου Κοραή, που είχε τη θαυμαστή ικανότητα να παραπέμπει για πάμπολλες λέξεις της αρχαίας ελληνικής σχεδόν σε όσα κείμενα παραπέμπει σήμερα ο ηλεκτρονικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας. Η δεύτερη: Το νεκροταφείο των λέξεων μπορούμε να το φανταστούμε σαν «οικία πολυώροφον», σαν ουρανοξύστη μάλλον, που κάθε τόσο αποκτά και νέο πάτωμα. Και η τρίτη: Αν δεν κάνω λάθος, ο Κουμανούδης εννοεί το «ascenseur» ως γένους αρσενικού, αντίθετα μ’ εμάς, που το… εξουδετερώσαμε. Η ανθρώπινη μικροϊστορία μάλλον τον παλαιό γραμματικό δικαιώνει, αν σκεφτούμε πόσες φορές έχει απελευθερωθεί έκτοτε η χυδαία αρρενωπότητα στον κλειστό χώρο του ανελκυστήρα. Με τη μορφή βιασμού, απόπειρας βιασμού ή δήθεν αβρής σεξουαλικής παρενόχλησης.
Αν τολμούσε, πάντως, κανείς να αμφισβητήσει την ανδρεία και τον ανδρισμό αφενός των αρχαίων Ελλήνων, αφετέρου των κλεφτών και των αγωνιστών του ’21, επικαλούμενος σαν αποδεικτικό στοιχείο τον χιτώνα και τη φουστανέλα τους, θα άκουγε τα μύρια όσα. Αγράμματο και ανιστόρητο θα τον ανέβαζαν, ανθέλληνα θα τον κατέβαζαν. Και μπορεί να τον υποχρέωναν να σταθεί στον Αγνωστο Στρατιώτη όρθιος επί ένα σωφρονιστικό οχτάωρο, με μέτωπο προς τη Βουλή. Ως και ο αρχιθεός Δίας ακόμα, θα του έλεγαν, με τόσες ερωτικές αποπλανήσεις στο μητρώο του, ορισμένες από τις οποίες ήταν σκέτοι βιασμοί, δεν φορούσε παντελόνια. Ενα ιμάτιο έριχνε πάνω του. Ετσι εμφανίζεται στις παραστάσεις που μας κληροδότησε η αρχαιότητα, έτσι και στις ταινίες του Χόλιγουντ. Το ίδιο και αναρίθμητοι άλλοι θεοί της οικουμένης, έκπτωτοι και μη. Οσο για τους ήρωες, περίφημο είναι βέβαια το «ηρωικό γυμνό», στη μάχη όμως δεν συνέφερε να σπεύδεις έκθετος.
Μετά το πρώτο ρούχο της, τα φύλλα συκής (όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη επιλογή), η ανθρωπότητα έζησε το πολύ πολύ μεγαλύτερο τμήμα της διαδρομής της δίχως παντελόνια. Αυτό δεν την εμπόδισε ούτε να ερωτεύεται και να γεννοβολάει, ούτε να πολεμάει αγριότατα, ούτε να επιδίδεται σε τσαμπουκάδες και τραμπουκισμούς. Πόθεν λοιπόν η ταύτιση μιας ενδυματολογικής εκδοχής με την τιμή, τη λεβεντιά, την ντομπροσύνη, την μπέσα, κι όλα τα καλά του κόσμου; Το ερώτημα δεν έχει εύκολη απάντηση. Ζούμε άλλωστε σε μια χώρα όπου πέραν των άλλων μικροεμφυλίων, μετεπαναστατικά δαπανηθήκαμε και στον εμφύλιο ανάμεσα σε φραγκορράφτες και ελληνορράφτες, ανάμεσα σε λατινοντυμένους και ανατολικούς. Εξ ου και το τραγουδάκι: «Τον Φράγκο δεν τον θέλω / γιατί φορεί καπέλο. / Μόν’ θέλω τον Γιωργάκη / οπού φορεί καλπάκι».
Παντελής Μπουκάλας
Scheduling options
Facebook News Feed preview
Commonality
Just now·
Like
Comment
Share
Meta Business Suite
Commonality