Μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις, από τις οποίες προέκυψε μία αυτοδύναμη κυβέρνηση και μία 8κομματική βουλή, ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν το κομματικό σύστημα;
Σε αυτή τη φάση φαίνεται ότι τείνει να διαμορφωθεί ένα πολιτικό τοπίο τριών πόλων. Η ΝΔ κατάφερε να διατηρήσει και ελαφρώς να αυξήσει το συνολικό εκλογικό της μέγεθος, μετατοπιζόμενη όμως πάνω στον ιδεολογικό άξονα και καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του ενδιάμεσου χώρου, αφήνοντας ένα αρκετά μεγάλο περιθώριο στα δεξιά της, αλλά πολύμορφο και κατακερματισμένο, με τρία κόμματα να καταφέρνουν να εισέλθουν στη βουλή. Αντίστοιχα όμως κατακερματισμένος –και μάλιστα συνολικά συρρικνωμένος– εμφανίζεται ο χώρος στα αριστερά της. Γενικότερα στο πεδίο της Κεντροαριστεράς αναμένεται κυρίως να παιχτεί η δεύτερη πράξη του κομματικού ανταγωνισμού, μέσα σε αυτή την τετραετία. Εφόσον ο ευρύτερος αυτός χώρος ανασυνταχθεί αναδεικνύοντας μια νέα ανταγωνιστική δύναμη προς το κυβερνών κόμμα, θα οδηγηθούμε ενδεχομένως σε μια μορφή κομματικού συστήματος που θα θυμίζει ανεστραμμένη την περίοδο Σημίτη, όταν το ΠΑΣΟΚ είχε καταλάβει αρχικά επίσης τον ενδιάμεσο χώρο, έχοντας όμως μια ποικιλία δυνάμεων στα αριστερά του που μπορούσαν να λειτουργήσουν ως δυνητικές εκλογικές δεξαμενές. Αν όμως ο χώρος της Κεντροαριστεράς παραμείνει διασπασμένος, τότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια απαρχή «μακρονοποίησης» του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο θα είναι απολύτως κυριαρχούμενο από τη ΝΔ, η οποία μάλιστα διατηρεί το επιπλέον πολιτικό πλεονέκτημα της συνεχούς αναπαραγωγής και ανατροφοδότησής της ως οργανωμένου κομματικού μηχανισμού, κάτι το οποίο δεν υπήρχε στην περίπτωση της Γαλλίας.
Έχουμε αυτή τη στιγμή δικομματισμό, με την κλασική έννοια του όρου;
Προφανώς έχουμε απομακρυνθεί από την τυπική μορφή ενός δικομματικού συστήματος, αφού η εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ ως δεύτερου κόμματος, έχει απομειωθεί σε τέτοιο βαθμό σε σύγκριση με τη ΝΔ, ώστε να απέχει πλέον ορατά από την προοπτική της επανόδου στην εξουσία. Η δυνατότητα εναλλαγής δύο κομμάτων σε αυτήν, αποτελεί την προϋπόθεση ενός δικομματικού συστήματος, αλλά τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών στέρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς αυτόν το ρόλο του κόμματος εξουσίας. Τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, το κομματικό σύστημα βαδίζει στα πρότυπα ενός κυριαρχούμενου πολυκομματισμού, ανάλογου του οποίου –αριθμητικά τουλάχιστον– στην Ελλάδα είχαμε να δούμε από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, με την εμφάνιση του Αλ. Παπάγου στην πολιτική σκηνή.
Πώς νοείται ένα κυριαρχούμενο από τη ΝΔ κομματικό σύστημα;
Η ΝΔ, όπως περιέγραψα, έχει βρεθεί στη μέση του νέου πολιτικού τοπίου. Το γεγονός αυτό της δίνει τη δυνατότητα, κατά το δοκούν και κατά περίπτωση, είτε να ακολουθεί μια πιο προοδευτική στάση σε ζητήματα κοινωνικού φιλελευθερισμού (π.χ. αμβλώσεις, ανθρώπινα δικαιώματα), στοιχείο που θα γίνεται όλο και πιο εμφανές σε αντίστιξη με τις συντηρητικές τοποθετήσεις των κομμάτων στα δεξιά της, είτε να εκφράζει τα νεοσυντηρητικά αντανακλαστικά της (σε ζητήματα μετανάστευσης, δημόσιας τάξης κ.τ.λ.), ειδικά σε περίπτωση ανασύνταξης της Κεντροαριστεράς, ούτως ώστε να διατηρεί τους διαύλους επικοινωνίας με αυτό το δεξιό ακροατήριο.
Η ΝΔ βγήκε ενισχυμένη από την προηγούμενη τετραετία, κοιτώντας τα ποιοτικά στοιχεία;
Με βάση τα εκλογικά δεδομένα είπαμε ότι διατήρησε ουσιαστικά και εν μέρει ενίσχυσε το μέγεθος των δυνάμεών της, εξέλιξη η οποία ωστόσο προφανώς δεν προέκυψε ομοιόμορφα, αλλά ως συνισταμένη δύο αντίρροπων εκλογικών ρευμάτων. Δηλαδή αφενός της σημαντικής διαρροής ενός μέρους των ψηφοφόρων της προς τα δεξιά, η οποία μάλιστα διευρύνθηκε συνολικά στις δεύτερες εκλογές, λόγω της εμφάνισης των Σπαρτιατών. Αφετέρου όμως μπόρεσε να υπεραναπληρώσει αυτές τις απώλειες με κέρδη από τον χώρο της κεντροαριστεράς, κυρίως μάλιστα με απευθείας εισροή ψηφοφόρων από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, που συνολικά και στις δύο αναμετρήσεις έφτασαν να αντιστοιχούν σε 4-5% επί του συνόλου του εκλογικού σώματος (και σχεδόν σε 250-300 χιλιάδες ψήφους). Αυτή η μετακίνηση ήταν αριθμητικά και ισχυρότερη που καταγράφηκε και στις δύο πρόσφατες διαδοχικές αναμετρήσεις, παρότι ειδικά η δεύτερη αναμέναμε ότι θα είχε ως κεντρικό διακύβευμα τις μετακινήσεις των βασικών κομμάτων προς ή από τα νεοεμφανιζόμενα μικρά, που διεκδικούσαν με αξιώσεις την είσοδό τους στο κοινοβούλιο.
Οι ψηφοφόροι επέλεξαν τη ΝΔ και με ιδεολογικά κριτήρια ή ήταν τελικά κυρίως οικονομικά;
Οι κοινωνικές κρίσεις που κλήθηκε η ΝΔ να αντιμετωπίσει στη θητεία της, λειτούργησαν σαν ευκαιρία για αυτήν. Οι όποιες επιλογές έκανε σε επίπεδο κοινωνικής ή οικονομικής πολιτικής φαίνεται ότι λειτούργησαν σαφώς υπέρ της, ενώ είναι αρκετά εμφανής η σημασία της λεγόμενης «οικονομικής ψήφου» που σε αυτές τις εκλογές μάλλον επηρέασε καθοριστικά την εκλογική συμπεριφορά των λαϊκών στρωμάτων, ενώ ερωτηματικό και ανοιχτό πεδίο μελέτης παραμένει αν η αύξηση της επιρροής της σε αυτό το υποσύνολο του εκλογικού σώματος είχε ταυτόχρονα και χαρακτήρα ιδεολογικής μετατόπισης, ώστε να τεκμηριώνεται η συνολική υπόθεση περί συντηρητικής στροφής της ελληνικής κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, η ΝΔ προσλήφθηκε ως επαρκέστερος διαχειριστής των κρίσεων, ειδικά από τα ιδεολογικά οριακά και μεταιχμιακά κοινά, προβάλλοντας ως σαφώς προτιμητέα επιλογή έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, ύστερα από μια δεκαετία αλλεπάλληλων κρίσεων ήταν η πρώτη κυβέρνηση που δεν τις αντιμετώπισε με περικοπές, αλλά με παροχές, ανεξάρτητα από την ουσιαστική ή διαχρονική τους αξία.
Η άνοδος της ακροδεξιάς καταγράφηκε και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Όπως είπες οφείλεται κυρίως σε διαρροές της ΝΔ. Τι ήταν αυτό που έστρεψε ψηφοφόρους στην ακροδεξιά;
Η ΝΔ κατηγορείται από τους αντιπάλους της ότι εν πολλοίς νομιμοποίησε την ακροδεξιά. Παρόλα αυτά, είναι γεγονός ότι σε κεντρικά ζητήματα της προηγούμενης τετραετίας πήρε κάποιες ξακάθαρες πολιτικές αποφάσεις, που για την εκλογική της πελατεία είχαν δυνητικό κόστος, δημιουργώντας εσωτερικά ρήγματα, που υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσαν κατεξοχήν συνταγές εκλογικής αποτυχίας, αφού αποτέλεσαν πεδίο προνομιακό ιδιαίτερα για την ακροδεξιά. Τέτοια περίπτωση ήταν η στάση της στο θέμα του εμβολιασμού, γεγονός που την έφερε αντιμέτωπη με την έκρηξη του αντιεμβολιαστικού κινήματος. Κάτι παρεμφερές συνέβη και με τη θέση της για τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου η εκδήλωση του φιλορωσικού ρεύματος στην Ελλάδα ήταν πολύ εντονότερη από άλλες χώρες της Ευρώπης. Μάλιστα στην αρχή του πολέμου – σε συνδυασμό με την φιλονατοϊκή στάση της κυβέρνησης που εκφράστηκε και με την αποστολή οπλισμού – οδήγησε δημοσκοπικά τουλάχιστον στη μεγαλύτερη προς στιγμή μείωση της υπεροχής της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας μέχρι και την τραγωδία των Τεμπών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και τα δύο προαναφερόμενα ρεύματα (αντιεμβολιαστικό και φιλορωσικό) είχαν ως βασικό επίκεντρο της εκδήλωσής τους την Β. Ελλάδα, σε συνδυασμό και συντονισμό με ένα τμήμα των εκεί εκκλησιαστικών ή παρα-εκκλησιαστικών οργανώσεων, στοιχείο που προφανώς σχετίζεται με την εκλογική άνοδο της Ελληνικής Λύσης και της Νίκης στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Παρόλα αυτά, η ΝΔ φάνηκε τελικά να βγαίνει κερδισμένη από αυτές τις επιλογές, αφού αύξησαν τη δημοφιλία της στον ενδιάμεσο και εκσυγχρονιστικό ιδεολογικό χώρο, την ίδια στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ με μια (έστω και άδηλα) επαμφοτερίζουσα στάση, επιχειρούσε να ισορροπήσει ανάμεσα και στα δύο κοινά που διαμορφώνονταν στο εκλογικό σώμα και στα δύο αυτά κεντρικά ζητήματα, καταλήγοντας συχνά σε μία μάλλον θολή τοποθέτηση, χωρίς τελικά ουσιαστικό αποτέλεσμα. Γενικότερα, άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ σε αρκετές περιπτώσεις φάνηκε να εγκλωβίζεται σε μια εσωτερική διαμάχη ανάμεσα στη διατήρηση του προηγούμενου αντισυστημικού του πυρήνα και της αναγκαίας μετεξέλιξής του σε ένα τυπικό συστημικό κόμμα εξουσία, γεγονός που άλλωστε προέκυπτε συχνά ως κρίση ταυτότητας, η οποία αποτυπώθηκε και στο εκλογικό αποτέλεσμα, καταγράφοντας τελικά μια ομοιόμορφη και οριζόντια σχεδόν εκλογική επιρροή της τάξης του 18-20%, χωρίς τις χαρακτηριστικές έντονες αιχμές και εμφάσεις του παρελθόντος (δημογραφικές, κοινωνικές, γεωγραφικές). Η αντιμετώπιση αυτής της κρίσης ταυτότητας θα αποτελέσει ένα από τα κύρια ζητούμενα για τη νέα του ηγεσία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Είμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο «συριζοποίησης» ή υπάρχει κόσμος που περιμένει να εκφραστεί ξανά, με την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς, όπως είπες;
Είναι πολύ πιθανό να είμαστε μπροστά σε μια διαδικασία «συριζοποίησης» (ανάλογης της «πασοκοποίησης»/pasokification) και της εξασθένισης του ΣΥΡΙΖΑ ως κομματικού φαινομένου. Όμως για την ώρα, πρέπει να δούμε πώς θα εξελιχθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ μέσα στον επόμενο χρόνο, ο οποίος αναμένεται να είναι κρίσιμος λόγω των δύο επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων, των αυτοδιοικητικών και των ευρωεκλογών, όταν ειδικά οι πρώτες είναι παραδοσιακά το πιο ευνοϊκό πεδίο για το ΠΑΣΟΚ, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος για τους επόμενους μήνες θα τελεί υπό την περιπέτεια της αλλαγής ηγεσίας.
Τι ξέφυγε από την πολιτική ανάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα να χάσει τόσες πολλές μονάδες από τις εκλογές του 2019;
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε πολλά ζητήματα μονοσήμαντα. Παράδειγμα, η αδυναμία αντίληψης ότι η πανδημία λειτουργούσε σαν δίχτυ προστασίας για την κυβέρνηση, κρατώντας την για πολύ καιρό ψηλά στην ατζέντα ως πεδίο κριτικής για τη διαχείρισή της. Ή στη συνέχεια η ευθύγραμμη ερμηνεία ότι το κύμα της ακρίβειας θα οδηγούσε νομοτελειακά σε φθορά και εν τέλει σε ανατροπή της κυβέρνησης, με βάση τη θεωρία του «ώριμου φρούτου». Αντιθέτως και οι δύο αυτές κρίσεις, για το εκλογικό σώμα γίνονταν αντιληπτές πρωτίστως ως εξωγενείς (ακόμα και ο λόγος περί «ακρίβειας Μητσοτάκη» δεν έγινε πειστικός), ενισχύοντας τη συσπείρωση της κυβέρνησης και αποτελώντας συχνά προνομιακό πεδίο για τη λήψη φιλολαϊκών μέτρων εκ μέρους της, όπως πχ. τα επιδόματα. Και αρκετές φορές υπερβάλλοντας, στη δημιουργία μίας εικόνας κρίσης, απέναντι σε ένα εκλογικό σώμα που διατηρούσε ολοζώντανες τις μνήμες της προηγούμενης –πολύ σκληρότερης– δεκαετίας.
To αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα αναλύθηκε και μελετήθηκε τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα περιλαμβάνεται στην εξίσωση για το εκλογικό αποτέλεσμα; Παραμένει ισχυρό και επομένως ένας παράγοντας αποδυνάμωσης;
Το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα προφανώς συνέχισε να υπάρχει, ποιοτικά μάλιστα έντονο, όπως φαινόταν από το γεγονός ότι στις δημοσκοπήσεις η αντικυβερνητική δυσαρέσκεια, ακόμα και όταν έφτανε σε πλειοψηφικά επίπεδα, δεν μπορούσε να μετουσιωθεί σε θετική ψήφο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό που το αντιΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούσε να μετατρέπεται σε φιλοΝΔ. Απλώς στις μετρήσεις, το απόλυτο μέγεθος του αντιΣΥΡΙΖΑ φαινόταν να έχει περιοριστεί αριθμητικά σε σχέση με το παρελθόν, γεγονός όμως το οποίο σε μεγάλο βαθμό πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απείχε όλο και περισσότερο στην πράξη από το ενδεχόμενο «να κερδίσει έστω και με μια ψήφο διαφορά». Όπως προέκυπτε εναργώς και από τις δημοσκοπήσεις ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε μία στιγμή δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει ουσιαστικά την υπεροχή της ΝΔ, ακόμα και στις χειρότερες στιγμές για την κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, είχε χάσει τις εκλογές πολύ πριν τη διεξαγωγή τους, με οριστικό σημείο την τραγωδία των Τεμπών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ χάραξαν διαφορετικούς δρόμους, με αφορμή και τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις, για παράδειγμα η θέση για το άρθρο 16. Επειδή αναφέρθηκες στην ανάγκη ανασυγκρότησης του Κέντρου και της Αριστεράς και επειδή έχουμε μπροστά μας και άλλες αναμετρήσεις, σε ποια βάση θα μπορούσε να δομηθεί μια τέτοια προσέγγιση;
Αν είναι εφικτό ή όχι θα φανεί στην πορεία. Για τον επόμενο ένα χρόνο ωστόσο κάτι τέτοιο μάλλον είναι αδύνατο, αφού στο πλαίσιο της κυριαρχίας της ΝΔ, ο βασικός ανταγωνισμός θα είναι μεταξύ των δύο κομμάτων της Κεντροαριστεράς, αρχής γενομένης με τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Το επόμενο καλοκαίρι, ανάλογα με το πώς θα έχουν διαμορφωθεί οι συσχετισμοί μεταξύ τους, θα μπορεί να φανεί αν βαδίζουμε προς μια κατεύθυνση σύγκλισης και υπό ποιους όρους. Μέχρι τότε, είναι ξεκάθαρο ότι ο στόχος ειδικά για το ΠΑΣΟΚ θα είναι η περαιτέρω ενίσχυση της θέσης του έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, ευελπιστώντας έως και να καταγραφεί ως δεύτερο σε δύναμη κόμμα, το οποίο μάλιστα στις αυτοδιοικητικές έχει αρκετές πιθανότητες να το επιτύχει.
Με δεδομένη όμως την οριζοντιοποίηση της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της αντίστοιχης εξισορρόπησης παλαιότερων διαφοροποιήσεων της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ (π.χ. του ηλικιακού χάσματος μεταξύ των ψηφοφόρων του), τα προφίλ των δύο κομμάτων δεν εμφανίζονται πλέον συμπληρωματικά όπως στο παρελθόν, με το ένα να καλύπτει δυνητικά τις ελλείψεις του άλλου, αλλά ακόμα πιο ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Ειδικά για το ΠΑΣΟΚ ωστόσο επισημαίνεται και πάλι η διατήρηση της αδυναμίας του στα αστικά κέντρα και ειδικά στην πρωτεύουσα. Γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι η όποια ενίσχυσή του δεν έχει εμπεδωθεί ακόμα ως εθνικό εκλογικό ρεύμα, αλλά βασίζεται κυρίως στη λειτουργία τοπικών και προσωπικών δικτύων, τα οποία βεβαίως λείπουν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό ενισχύει το πρόκριμα του ΠΑΣΟΚ ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών, γενικά όμως φαίνεται για την ώρα να περιορίζει της συνολικές προοπτικές του.
Το γεγονός ότι έμεινε εκτός βουλής και το ΜέΡΑ25, δείχνει κάτι για το χώρο αυτό της Αριστεράς;
Φυσικά. Το γεγονός ότι τρία κόμματα στα δεξιά της ΝΔ, καθόλα ανταγωνιστικά μεταξύ τους ως προς την προσέλκυση ψηφοφόρων, κατάφεραν να μπουν στη Βουλή, την ίδια στιγμή που δεν υπήρξε αντίστοιχα επαρκής χώρος για το ΜέΡΑ25, επαληθεύει την εκ πρώτης όψεως ανάγνωση περί συντηρητικής στροφής. Αφού τελικά οι δυνάμεις της Δεξιάς δεν υπερίσχυσαν μόνο στο πεδίο του κεντρικού πολιτικού ανταγωνισμού, μεταξύ των βασικών κομμάτων, αλλά και στο υποσύστημα των μικρών. Κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψη σοβαρά στην ανάλυση τόσο της γενικής εκλογικής συμπεριφοράς, όσο και επιμέρους της αδιευκρίνιστης, αναποφάσιστής ψήφου, που μπορεί να εκφράζεται είτε ως αντισυστημική είτε ως αντιπολιτική διαμαρτυρία.