Συνεντεύξεις

Παναγιώτης Κουστένης: «Η ΝΔ είναι ξεκάθαρο ότι διαμορφώνει την ατζέντα»

Η δημόσια συζήτηση αυτές τις μέρες έχει εστιάσει στο ζήτημα της ισότητας στο γάμο. Γιατί η ΝΔ φέρνει τώρα ένα θέμα που φαίνεται να διαμορφώνει εσωτερικούς κραδασμούς;

Η ΝΔ είναι ξεκάθαρο ότι διαμορφώνει την ατζέντα. Δεν θεωρώ ότι είναι το πιο επικίνδυνο θέμα που έχει να αντιμετωπίσει, αλλά σίγουρα είναι από τα πιο δύσκολα, καθώς η πλειονότητα των ψηφοφόρων της είναι αντίθετη, κάτι που δεν συμβαίνει με άλλα ζητήματα που περιλαμβάνονται στον κυβερνητικό σχεδιασμό. Νομίζω ότι ο λόγος που το φέρνει πιο νωρίς από όσο κάποιοι εκτιμούσαν, είναι για να το έχει κλείσει ενόψει των ευρωεκλογών, αλλά και για να περάσει ένα μήνυμα: ότι είναι πιστή σε μια προοδευτική στροφή, δείχνοντας μάλιστα ότι δεν φοβάται το πολιτικό κόστος. Άλλωστε, το εν λόγω θέμα στη διαχείρισή του αποδείχτηκε δύσκολο όχι μόνο για τη ΝΔ, αλλά και για τα υπόλοιπα κόμματα, με κυριότερο το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, αμφισβητώντας και τη δική του συνοχή. Μόνο ο χώρος της άκρας Δεξιάς φαίνεται πιο συμπαγής στο συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ ανάλογα ενιαία στάση δείχνουν να τηρούν στο εσωτερικό τους η Νέα Αριστερά και η Πλεύση Ελευθερίας.

Γιατί η ΝΔ να φέρει τον εαυτό της σε αυτή τη θέση; Διεκδικεί να αλλάξει κέντρο βάρους και πολιτική στόχευση; Ή θεωρεί ότι μπορεί να πατά σε δύο βάρκες, ανάλογα με το νομοθέτημα που φέρνει;

Το κοινό της ΝΔ είναι σαφώς και παραδοσιακά πιο συντηρητικό. Γι’ αυτό και στο ιστορικό παρελθόν, ανάλογες μεταρρυθμίσεις επί το προοδευτικότερο είτε τις απέφευγε είτε εισέπραττε κόστος όταν τις προωθούσε. Να θυμίσω ότι στις εκλογές του 1977, ο Γεώργιος Ράλλης βγήκε με σχετική δυσκολία βουλευτής, μόνο και μόνο λόγω της καθιέρωσης της δημοτικής που είχε προηγηθεί. Οι ψηφοφόροι της ΝΔ επομένως δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα επιδεκτικοί σε τέτοιου είδους πρωτοβουλίες. Γι’ αυτό και άλλα ζητήματα, όπως την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, δεν τα άγγιξε καν, αφήνοντάς τα ως έτοιμα «δώρα» για την επόμενη κυβέρνηση, του ΠΑΣΟΚ. Τώρα ακριβώς αυτή η παράδοση είναι που αντιστρέφεται ιστορικά, καθώς το ζήτημα της ισότητας στο γάμο είναι ένα από τα «δώρα» που η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άφησε στη ΝΔ, μαζί με το δημοσιονομικό «μαξιλάρι» και την καταδίκη της Χρυσής Αυγής.

Είναι δώρο ή μια βραδυφλεγής βόμβα;

Η γνώμη μου είναι ότι όντως πρόκειται για δώρο, καθώς της επιτρέπει να δώσει ένα προοδευτικότερο στίγμα, τη στιγμή που η πολιτική της σε άλλα θέματα, καθώς και εκείνα που είτε αφορούν στενά τα οικονομικά είτε αντανακλούν σε αυτά, παραμένει πιο συντηρητική. Επιβεβαιώνοντας όμως με αυτόν τον τρόπο ότι η δικαιωματική ατζέντα έχει πάψει να αποτελεί κατ’ ανάγκη προνομιακό χώρο της Αριστεράς και ότι μπορούν να αποτελέσουν πεδίο συνθέσεων, ακόμα και στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Φυσικά στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης αναδεικνύονται ρήγματα αισθητά, καθώς εκδηλώνονται και από προβεβλημένα στελέχη, προεξάρχοντος του πρώην πρωθυπουργού Α. Σαμαρά, αλλά που τελικά δεν γνωρίζω αν απειλούν καθοριστικά τη συνοχή της. Ανάλογες άλλωστε διαφωνίες έχουν αναδειχθεί και στο παρελθόν, ίσως όχι στην ίδια έκταση, αλλά πάντως αμφισβητώντας την προσπάθεια της στροφής προς το Κέντρο. Να θυμίσω την παρουσία και την εν γένει στάση των ίδιων σχεδόν στελεχών του κόμματος στην κηδεία του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ, ένα χρόνο πριν. Το τελικό αποτέλεσμα εκτιμώ ότι ήταν ένα διπλό όφελος για τη ΝΔ, καθώς αφενός υπενθύμισε στους ψηφοφόρους ότι ένα μέρος των υπερσυντηρητικών απόψεων εξακολουθούν να εμφωλεύουν στους κόλπους της, αφετέρου επιβεβαίωσε ότι η σημερινή της ηγεσία επιχειρεί να επανατοποθετηθεί πολιτικά και ιδεολογικά, τοποθετούμενη σε σαφώς προοδευτικότερες θέσεις σε σχέση με το σύνολο των στελεχών και ενδεχομένως με την εκλογική βάση του κόμματος. Μια ανάλογη διπλή ανάγνωση νομίζω ότι θα μπορούσε να γίνει και στην παρούσα συγκυρία. Ας θυμηθούμε και το αποτέλεσμα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών. Η ΝΔ κατάφερε να σταθεροποιήσει και ελαφρώς να αυξήσει τις δυνάμεις της, ισοσταθμίζοντας τις απώλειές της προς τα δεξιά με κέρδη από το κέντρο και την κεντροαριστερά. Δεν είναι απίθανο να αποδειχθεί ότι και η ισότητα στο γάμο επιτελεί αυτόν τον διπλό στόχο: αφενός να ικανοποιεί τους προοδευτικότερους ψηφοφόρους που κέρδισε και αφετέρου να εξακολουθεί να διεκδικεί και την εκπροσώπηση των πιο συντηρητικών, έστω και διαμέσου των δημόσιων διαφωνιών, ώστε να περιορίσει πιθανές περαιτέρω απώλειες προς τα δεξιά της.

Θεωρείς δηλαδή ότι δεν θα έχει εκλογικές απώλειες ή εσωκομματική διάβρωση;

Καταρχήν ας λάβουμε και πάλι υπόψη ότι από τις τελευταίες εκλογές η ηγεσία της ΝΔ βγήκε σαφώς ενισχυμένη και εσωκομματικά, αφενός λόγω της συρρίκνωσης του παραδοσιακού καραμανλικού ρεύματος, αφετέρου διότι η ορατή ακόμα παρουσία του Α. Σαμαρά προέκυψε από έναν εσωκομματικό συμβιβασμό. Όσο δε για πρόσωπα που αποτέλεσαν κατεξοχήν επιλογές του πρωθυπουργού, αυτά πήγαν πολύ καλύτερα στη σταυροδοσία από ότι άλλα στελέχη που είχαν αναλάβει την έκφραση της εσωκομματικής αμφισβήτησης είτε στο θέμα των υποκλοπών είτε γενικότερα. Αναλόγως και τώρα νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό θα καταφέρει να απορροφήσει τις αντιδράσεις. Από την άλλη πλευρά είναι τέτοια η φύση του συγκεκριμένου ζητήματος που οι προφανείς διαρροές που η κυβέρνηση θα μπορούσε να έχει, είναι προς τα δεξιά της, όπου όμως δεν έχει συγκροτηθεί ένας ανάλογα συμπαγής πόλος ώστε να εισπράξει σε σημαντικό βαθμό αυτή τη διαμαρτυρία. Βεβαίως το εκλογικό κόστος ενδιαφέρει, ίσως ακόμα περισσότερο, τους ίδιους τους βουλευτές ή πολιτευτές της ΝΔ και αυτό το στοιχείο ερμηνεύει την έκταση του διαφαινόμενου εσωκομματικού ρήγματος. Αλλά και την ίδια την κυβέρνηση δεν την αφήνει εντελώς αδιάφορη, για αυτό επιχειρεί σε ένα βαθμό να το αντιμετωπίσει με επικοινωνιακούς ή τακτικιστικούς όρους. Μάλλον δεν είναι τυχαίο δηλαδή ότι η εξαγγελία της ισότητας στο γάμο συνέπεσε με την άρση του προστίμου για τους ανεμβολίαστους, αφού σε ένα τέτοιο υπερσυντηρητικό κοινό ευδοκίμησε κυρίως το αντιεμβολιστικό κίνημα.

Δημοσκοπικά πάντως τα ακροδεξιά κοινοβουλευτικά κόμματα φαίνεται ότι χάνουν δυνάμεις. Μόνο η Ελληνική Λύση δείχνει να διατηρεί τις δυνάμεις της.

Η Ελληνική Λύση είναι το μόνο από τα κόμματα δεξιότερα της ΝΔ που από τις αρχές της χρονιάς έχει παρουσιάσει μέχρι και δημοσκοπική άνοδο, αμέσως μετά πχ το άνοιγμα στην επικαιρότητα του ζητήματος των νέων ταυτοτήτων. Παρόλα αυτά, γενικότερα ο εν λόγω χώρος δεν αποτελείται από οργανωμένες ή παγιωμένες στον πολιτικό χάρτη δυνάμεις. Ειδικά οι Σπαρτιάτες που αποτέλεσαν ένα συγκυριακό πυροτέχνημα του ρεύματος Κασιδιάρη και με δεδομένη την μετεκλογική τους εικόνα, είναι φυσιολογικό να παρουσιάζουν τέτοιες δημοσκοπικές μεταπτώσεις. Γενικότερα πάντως, ο ακροδεξιός χώρος αν και αθροιστικά διογκωμένος στις τελευταίες εκλογές, παραμένει κατακερματισμένος και χωρίς ορατές προοπτικές ενοποίησής του για την ώρα, ελλείψει μιας κατάλληλης ηγετικής έκφρασης, τέτοιας που να το καταστήσει γενικότερη απειλή για το πολιτικό σύστημα, ενδεχομένως και με προοπτική διεκδίκησης της εξουσίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Γαλλίας. Βεβαίως, το φαινόμενο της άκρας Δεξιάς πρέπει να μας απασχολεί ως παγιωμένο πλέον αντανακλστικό σε ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που ακόμα και μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής απέδειξε ότι μπορεί και να επανεμφανίζεται.

Δηλαδή πιστεύεις ότι η κυριαρχία της ΝΔ εξακολουθεί να αντέχει;

Για την ώρα ναι. Με βάση τις δημοσκοπήσεις η κοινωνία φαίνεται μεν να εμφανίζεται σε αρκετά ζητήματα όλο και πιο διχασμένη, ωστόσο στις κρισιμότερες μεταρρυθμίσεις η πολιτική της κυβέρνησης φαίνεται να εξακολουθεί να έχει την αποδοχή της πλειοψηφίας, με σημαντικότερη βεβαίως εξαίρεση το θέμα της ισότητας στο γάμο και της τεκνοθεσίας. Πιο δύσκολη φαίνεται να είναι η κατάσταση σε άλλα επιμέρους ζητήματα της καθημερινότητας, σημαντικότερα εκ των οποίων είναι το θέμα της ακρίβειας και της οικονομίας. Εκεί η αξιολόγηση της κυβερνητικής πολιτικής είναι πλέον σταθερά πλειοψηφικά αρνητική, αλλά και πάλι διατηρείται υψηλότερα από ένα κρίσιμο επίπεδο πολιτικού κινδύνου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι σε μια σειρά αναλυτικών δημοσκοπήσεων η δυσαρέσκεια ή η απαισιοδοξία για την προσωπική οικονομική κατάσταση των πολιτών δεν είναι τόσο έντονη όσο οι ανάλογες απαντήσεις για την κοινωνία ή τα δημόσια οικονομικά. Δηλαδή η αρνητική εικόνα για την οικονομία είναι μέχρι στιγμής περισσότερο ζήτημα περιρρέουσας ατμόσφαιρας παρά προσωπικού βιώματος.

Το ΠΑΣΟΚ δείχνει πλέον να σταθεροποιείται ως δεύτερη δύναμη; Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε φάση συρρίκνωσης ή περνά μια ισχυρή κρίση;

Για τον ΣΥΡΙΖΑ η εικόνα είναι σαφώς δυσμενής, όμως από την άλλη πλευρά η συρρίκνωσή του εξακολουθεί να μην μετουσιώνεται παρά σε πολύ μικρό βαθμό σε ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ, με τη δημοσκοπική διαφορά μεταξύ τους να παραμένει περιορισμένη, τις περισσότερες φορές εντός των ορίων του στατιστικού λάθους. Συνεπώς δεν μπορούμε να πούμε ούτε με βεβαιότητα ότι η μάχη του ανταγωνισμού ανάμεσά τους έχει ξεκαθαρίσει, ούτε να κάνουμε κάποια πρόβλεψη για την καταγραφή στις επικείμενες ευρωεκλογές. Το μόνο βέβαιο είναι ότι για την ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στην επικαιρότητα, αλλά τις περισσότερες μάλλον φορές με αρνητικό τρόπο, παρά το γεγονός ότι προς στιγμή διατηρεί τις δυνάμεις του, όπως διαμορφώθηκαν μετά τη διάσπαση. Από την άλλη η προφανής πλέον αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να αξιοποιήσει το πολιτικό κενό, καθιστά όλο και πιο ορατή την ανάγκη ανασύνταξης του προοδευτικού χώρου. Κάτι που για την ώρα ωστόσο δεν φαίνεται να αποτελεί την προτεραιότητα για τις ηγεσίες των δύο κομμάτων και επισήμως εκφράζεται ενίοτε μόνο με όρους ανταγωνιστικούς ή αυστηρά ποσοτικούς. Από την άλλη, στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο υπάρχει μια σημαντική μάζα απογοητευμένων ψηφοφόρων που τόσο στις εκλογές του Ιουνίου όσο και στις αυτοδιοικητικές εκφράστηκαν κυρίως μέσω της αποχής, η οποία τείνει ενδεχομένως έτσι να σταθεροποιηθεί ως ένας από τους τέσσερις βασικότερους και σχεδόν ισοδύναμους πόλους της αντιπολίτευσης, μαζί με το ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ.

Η Νέα Αριστερά δεν αποτυπώνει κάποια δυναμική στις δημοσκοπήσεις. Τι δείχνει αυτό;

Η Νέα Αριστερά έχει ξεκινήσει από πολύ χαμηλά στις δημοσκοπήσεις, γεγονός ιδιαίτερα αρνητικό για τις προοπτικές της, ενώ δεν δείχνει να εκφράζεται τόσο δυναμικά ούτε στο επίπεδο της άλλοτε ενιαίας κομματικής κοινωνικής βάσης, ούτε στο σύνολο του εκλογικού σώματος. Επιπλέον δεν περνάει το μήνυμα ότι εκφράζει κάτι νέο, αλλά κυρίως την παραδοσιακή εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην ηγεσία Κασσελάκη, όπως περίπου είχε συμβεί και στις εσωκομματικές εκλογές. Ούτε ως κοινοβουλευτική ομάδα έχει καταφέρει να κάνει ορατή την παρουσία της σε επίπεδο πρωτοπορίας ή πρωτοβουλιών. Φοβάμαι ότι σε μεγάλο βαθμό ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κομμάτων εμφανίζεται ως μια μάχη μεταξύ ενός παρωχημένου και ενός κακοφορμισμένου ΣΥΡΙΖΑ. Και φυσικά αυτό δεν είναι ικανό να δημιουργήσει καν την αισιοδοξία ότι η συρρίκνωση του ενός θα οδηγήσει αυτονόητα στην ενίσχυση του άλλου, σε μια λειτουργία συγκοινωνούντων δοχείων. Άλλωστε, σε συνδυασμό και με την επιλογή της αποχής, να θυμίσω ότι στις περιφερειακές εκλογές η συνολική εκλογική επιρροή του μη διασπασμένου ακόμα αυτού κομματικού χώρου δεν ξεπέρασε το 13%.

Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός