Ενα νέο ερώτημα προστέθηκε εσχάτως στα ερωτηματολόγια των δημοσκοπήσεων. Κάνει την εμφάνισή του για πρώτη φορά και είναι χαρακτηριστικό τής κατάστασης που έχει διαμορφωθεί: «Αν η κυβέρνηση προχωρήσει σε στοχευμένες παροχές, θα επηρεάσει την ψήφο σας στις εθνικές εκλογές;»
Πρόκειται για κλασική περίπτωση ερωτήματος που ποδηγετεί την απάντηση. Είναι έτσι διατυπωμένο που, ακόμα κι αυτοί που θα ήθελαν να απαντήσουν «ναι», θα δίσταζαν να το πουν, γιατί υπονοείται σιωπηρά ότι ο επηρεασμός τής ψήφου έχει εξ ορισμού αρνητικό πρόσημο, καθώς εξαρτάται από συμφεροντολογικούς παράγοντες, ανάξιους για τον ψηφοφόρο που θέλει να σχηματίσει ανεπηρέαστος (;) γνώμη. Αν μια «στοχευμένη παροχή» είναι δικαιολογημένα επωφελής για μια κοινωνική κατηγορία, γιατί θα ήταν, άραγε, κακό να επηρεάσει θετικά τον ψηφοφόρο; Και τι θα πει «στοχευμένη»; Πώς το αντιλαμβάνεται αυτός που ερωτάται; Δεν αισθάνεται ο ίδιος στοχοποημένος;
Αυτά, όμως, και άλλα πολλά είναι ερωτήματα που θα τα απαντήσει η δημοσκοπική επιστήμη, άμποτε ενδιαφερθεί να τα θέσει. Εκείνο που, οπωσδήποτε, δεν μπορεί να μας πει, γιατί εμπίπτει στα χωράφια άλλης επιστήμης, είναι για ποιο λόγο χρειάστηκε να τεθεί αυτό το ερώτημα σήμερα.
Υπάρχει λόγος σοβαρός
Ας το επιχειρήσουμε εμείς. Η χώρα και η οικονομία της, κατά συνέπεια και η κοινωνία, βγαίνουν από μια οκταετή και πλέον περίοδο αυστηρής λιτότητας επιβεβλημένης με τη σπάθη, η οποία στέρησε ακόμη και τα στοιχειώδη από ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, με όπλο όχι μόνο την τρέχουσα οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, αλλά και την πολιτική τής φαλκίδευσης δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Ακόμα και τα τέσσερα τελευταία χρόνια, που στην κυβέρνηση υπήρχαν πολιτικές δυνάμεις κατ΄ αρχήν αντίθετες μ΄ αυτή την πολιτική, η παραμικρή προσπάθεια ανάκτησης του χαμένου εδάφους απαιτούσε μακρόχρονες σκληρές διαπραγματεύσεις, χωρίς να είναι ποτέ βέβαιο ότι θα επιτραπεί. Μόλις τον περασμένο Αύγουστο απόκτησε η κυβέρνηση μια σχετική δυνατότητα να ορίζει με κάποια μεγαλύτερη ευχέρεια την οικονομική, δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική. Διεκδικώντας την αξιοποίηση αυτού του περιορισμένου χώρου εξήγγειλε ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο ένα πρόγραμμα για τη νέα περίοδο. Ένα χρόνο πριν τις βουλευτικές εκλογές, με πολύ μεγάλο συγκρατημό και με πανταχού παρούσα τη φροντίδα να μην προκληθούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που προορίζονταν να λυθούν. Τόσο απλά και τόσο λίγα.
Ο αφορισμός των «παροχών»
Γιατί αυτά πρέπει να χαρακτηριστούν «παροχές» και, μάλιστα, να στιγματιστούν ως τέτοιες; Για δύο, τουλάχιστον, λόγους. Ο πρώτος είναι ότι πρέπει να χάσουν τον χαρακτήρα που έχουν στην πραγματικότητα, δηλαδή ως απόπειρες σταδιακής αποκατάστασης απωλειών, που επιβάρυναν ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Αν δεν επιτευχθεί αυτός ο στόχος, τότε η κυβέρνηση θα μπορεί να ισχυριστεί ότι πράγματι έφερε την οικονομία και την κοινωνία στο κατώφλι μιας νέας περιόδου. Στιγματιζόμενα όλα αυτά σαν «παροχές», επιχειρείται να χάσουν το χαρακτήρα τους ως οφειλόμενα στους πολλούς που κατέβαλαν τίμημα και να εξομοιωθούν με μέσα πολιτικής εξαπάτησής τους.
Ο δεύτερος λόγος είναι περισσότερο ιδεολογικός. Για τους πολιτικούς που υποστήριξαν ότι τα μνημόνια –δηλαδή τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα– θα έπρεπε να τα είχαμε επιλέξει εμείς εάν δεν μας τα είχαν επιβάλει, η ροπή προς τη νεοφιλελεύθερη συνταγή δεν είναι κάτι που επιβάλλεται απ΄ έξω είναι ενδογενής. Όσο λιγότερα παρέχονται στους πολλούς, είτε με τη μορφή αμοιβής είτε με τη μορφή κοινωνικών μέτρων ή δικαιωμάτων, τόσο καλύτερα και αποδοτικότερα λειτουργεί η παραγωγική μηχανή και τόσο μικρότερη είναι η ανάγκη στήριξης των ατόμων στον δημιουργικό (μεταξύ τους και όχι με κάποιους άλλους) ανταγωνισμό. Κάθε «παροχή» είναι ένα εμπόδιο στην εδραίωση της θεολογίας του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και στην πρακτική επαναφορά του κανόνα του ελεύθερου ανταγωνισμού στο επίπεδο του κοινωνικού δαρβινισμού, όπου δικαιοσύνη είναι η διαφύλαξη της «φυσικής» ανισότητας υπό το ψευδώνυμο των «ίσων ευκαιριών» (επικρίνοντας ειλικρινά και δικαιολογημένα τον Π. Πολάκη, δεν πρέπει να μας διαφύγει η τραγικότητα του αποτελέσματος που έχει η νεοφιλελεύθερη σκέψη στη στάση ενός ανθρώπου, όπως ο Στ. Κυμπουρόπουλος, που έχει απόλυτο δικαίωμα στη θετική διάκριση, στις «παροχές», προκειμένου να εξασφαλίσει τις κάπως πιο ίσες ευκαιρίες, που επικαλείται στην αρχική ανάρτησή του).
Η πραγματική ανησυχία
Όλα αυτά, όμως, μάλλον είναι ψιλά γράμματα για όσους εξακολουθούν να μιλούν για «παροχές» σε μια κοινωνία που μόλις άρχισε να βγαίνει από το βάραθρο της ανεργίας 30% και της μείωσης του ΑΕΠ άλλο τόσο περίπου μέσα σε πέντε χρόνια. Εκείνο που τους ανησυχεί, είναι μήπως αυτή η αποκτημένη με αίμα μικρή ευχέρεια ανάκτησης ενός μέρους του χαμένου εδάφους επηρεάσει θετικά την προδιάθεση όσων διακρίνουν ένα όφελος από τα προγραμματισμένα κυβερνητικά μέτρα.
Η ίδια η εταιρία που επινόησε το συγκεκριμένο ερώτημα, η οποία ενεργεί κατά παραγγελία του «Σκάι», διαπιστώνει στις κατά μήνα μετρήσεις της διαδοχική μείωση της διαφοράς ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ κατά μία ποσοστιαία μονάδα (τον Φεβρουάριο 11, τον Μάρτιο 10 τον Απρίλιο 9). Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, παρά τις άοκνες προσπάθειες των αντιπάλων και τις κρίσιμες αστοχίες των ημετέρων δυνάμεων, τότε ο κίνδυνος να εξανεμιστούν οι ελπίδες τής ΝΔ μεγαλώνει. Όχι τόσο γιατί αυτό μπορεί να σημαίνει ότι εκμαυλίζεται με τις «παροχές» η «αδαής πλειονότητα», όσο γιατί η ΝΔ θα αναγκαστεί να μιλήσει για το δικό της πρόγραμμα πιο αναλυτικά, προκειμένου να τονίσει τις διαφορές της από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και ξέρει ότι, όταν θα το κάνει, δεν θα μπορεί να κρύψει τον αντιλαϊκό νεοφιλελευθερισμό της: δηλαδή το φόβο της για τις συλλογικές συμβάσεις, την κινδυνολογία της για την αύξηση της κατώτατης αμοιβής, την άρνησή της για τον 13ο μισθό, το θαυμασμό της για το ασφαλιστικό Πινοσέτ, την ταύτιση της κοινωνικής πολιτικής με την προνοιακή πολιτική, την απέχθειά της για την αναδιανομή που επιτυγχάνεται με τη διάθεση του πλεονάσματος, την αποστροφή της απέναντι σε κάθε περιορισμό που στοχεύει στην προστασία του περιβάλλοντος, την εμμονή της με τα ιδιωτικά ΑΕΙ…
Εκείνο που την ανησυχεί, επίσης, είναι η δυνατότητα που θα έχει η κυβέρνηση τους επόμενους μήνες να θεσμοθετήσει μέτρα που και η ΝΔ έχει αναγγείλει, όπως οι μειώσεις φόρων. Γιατί η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να πει «θα»· έχει ήδη την πλειοψηφία στη Βουλή, δεν περιμένει τις εκλογές για να την αποκτήσει.
Ένα τέτοιο περιβάλλον είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η ΝΔ να επικρατήσει στο επόμενο εξάμηνο. Γι΄ αυτό ξορκίζει τις «παροχές». Το κακό γι΄ αυτήν είναι ότι προσπαθώντας να τις αποτρέψει, ο λόγος της γίνεται πιο αποθετικός. Από τη μη εκπληρούμενη κινδυνολογία τής τετραετίας που πέρασε, μεταπίπτει στην εξίσου απωθητική σωτηριολογία, ότι μόνον εκείνη μπορεί να μας σώσει, αρκεί να την ψηφίσουμε. Κι αυτή, εκτός του ότι δεν συνιστά ελπιδοφόρο λόγο, αλλά νέα εκδοχή τής παλιάς καταστροφολογίας, αποτελεί ετεροκαθοριζόμενο προσδιορισμό: είναι κατά βάση αντι-ΣΥΡΙΖΑ λόγος. Έτσι, όμως, μπορεί μεν να ευνοείται η συσπείρωση του «πιστού» ποσοστού, που δεν εγκατέλειψε τη ΝΔ και στις πιο δύσκολες ώρες, αλλά δεν εξασφαλίζεται ευρύτερη κινητοποίηση δυνάμεων στηριγμένη σε μια βάσιμη αισιοδοξία και όχι στον εκφοβισμό. Αυτή, ωστόσο, είναι που θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
πηγή: Η Εποχή