Στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής» (18/06) δημοσιεύθηκε απάντηση («Ηλικιακός ρατσισμός; Ή μήπως όχι;») στο άρθρο που είχαμε δημοσιεύσει στις 05/06 («Για την τοποθέτηση νέας γυναίκας από τη μειοψηφία ως γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ»). Μας προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση ότι ο συγγραφέας, αποδεχόμενος ως κάτι φυσιολογικό το βασικό θέμα που έθετε το άρθρο μας, δηλαδή την ανάγκη για ηλικιακή ανανέωση, πρωτίστως ως αναγκαία συνθήκη επιβίωσης κάθε πολιτικού φορέα, αναφέρθηκε σε άλλα θέματα, διαστρεβλώνοντας τα λεγόμενά μας.
Αναφέρει χαρακτηριστικά: «κατηγορούν όχι μόνο τις παλιές γενιές, αλλά και την ίδια την ιστορία του κινήματος και […] αγνοούν την πάλη που έδωσαν χιλιάδες αγωνιστές…» και «υποστηρίζουν ότι οι γενιές του 20ού αιώνα είχαν ως ταυτοτικό τους στοιχείο τον περιβόητο “σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας”». Φυσικά, πρόκειται για ανοίκειους, αντισυντροφικούς και ανυπόστατους αντιπερισπασμούς. Το κείμενό μας αμφισβητεί, ακολουθώντας όλα τα κινήματα του 21ου αιώνα, την «ιεραρχική οργάνωση» ως αντιδημοκρατική και αναποτελεσματική. Οι ιεραρχικές οργανώσεις της Αριστεράς αμφισβητούνται παντού και μόνο όσοι/ες πέρασαν τη ζωή τους μέσα σε αυτές, και τις θεωρούν ταυτοτικό στοιχείο της ύπαρξής τους, τις υπερασπίζονται. Δεν αμφισβητούμε –πώς θα μπορούσαμε άλλωστε;– τους αγώνες των προηγούμενων γενεών, όσο και αν εκπρόσωποί τους θέλουν να αμφισβητήσουν τους αγώνες των νεότερων, αλλά και να αποκρούουν κάθε αμφισβήτηση, επειδή κάποτε αγωνίστηκαν, διεκδικώντας το αλάθητο των αλήστου μνήμης γεροντικών ισόβιων ηγεσιών.
Μεγαλωμένοι μέσα στην επισφάλεια
Η «πιο προσοντούχα γενιά από καταβολής ελληνικού κράτους», ειρωνεύεται, έχει ελάχιστη σχέση με το εργατικό κίνημα, σε αντίθεση με τους παλιότερους. Αυτό είναι αλήθεια, μόνο που σχετίζεται με τη μονιμότητα των παλιότερων και την επισφάλεια των νεότερων και όχι με την ανυπαρξία συνείδησης των δεύτερων. Οι boomers δεν αντιμετωπίζουν, ούτε αντιμετώπισαν, τα προβλήματα των millennials. Τότε έκαναν συνδικαλισμό με πολύ μικρότερο κόστος. Εργασιακή ασφάλεια και μεγαλύτεροι μισθοί, με ελάχιστα προσόντα και βεβαιότητα κοινωνικής κινητικότητας. Θυμόμαστε, επίσης, ότι οι boomers συνδικαλιστές αποδέχθηκαν να γίνουν οι νέοι δοκιμαστικός σωλήνας για τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, ώστε να μη θιγούν όσοι/ες βρίσκονταν κοντά στη σύνταξη, με αναμενόμενο αποτέλεσμα οι νέοι να ζουν χειρότερα από τους γονείς τους. Δυσκολεύονται να πληρώσουν το νοίκι, αδυνατούν να πάρουν σπίτι, δουλεύουν ανασφάλιστοι, ζουν μέσα στο άγχος της εργασιακής επισφάλειας αλλάζοντας δουλειές συνεχώς, υποαμοιβόμενοι, σε ένα υπό κατάρρευση περιβαλλοντικό οικοσύστημα, εντός συνεχών πολλαπλών κρίσεων. Μια πραγματικότητα αδιανόητη για τη νεολαία του ’80, που όμως πλέον φτιάχνει μια γενιά υποβαθμισμένη ταξικά. Και είναι αντιφατικό να εγκαλείται η νεολαία που προτιμά τη μη θεσμική δράση, όταν η θεσμική πολιτική (κόμματα, συνδικάτα) ενσωματώθηκε σε τέτοιο βαθμό από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Τέλος, ο ΤΜ αναφέρεται διεξοδικά και στο «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» του Μίχελς, ο οποίος αποτελεί την πιο διεισδυτική ανάλυση των μαζικών οργανώσεων τα τελευταία εκατό χρόνια, γεγονός που αναγνωρίζεται από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας. Για τον συγγραφέα όμως, πρόκειται για «ανιστόρητες θεωρήσεις». Μάλλον δεν είδε ποτέ στελέχη κομμάτων και συνδικάτων να προσπαθούν να αναπαραχθούν στη θέση τους, να προσαρμόζουν την άποψή τους, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η αναπαραγωγή τους σε μια θέση που τους εξασφαλίζει πολιτική μικροεξουσία, κύρος, υλικά οφέλη. Να προσπαθούν να αποφύγουν κάθε πολιτική διαδικασία που πιθανά θα οδηγούσε στην αντικατάστασή τους. Οι θεωρητικοί, όμως, κρίνονται από το έργο τους, ενώ ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας» δεν αντιμετωπίζεται με αφορισμούς και επετηρίδες, αλλά με συνεχή εναλλαγή στα όργανα. Στο κλείσιμο, ο συγγραφέας –κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα– κινείται προσβλητικά, κάτι που υποκρύπτει αδυναμία παράθεσης επιχειρημάτων και ανυπαρξία ορθολογισμού.
Αναπάντητα ερωτήματα
Το ερώτημα, όμως, παραμένει αναπάντητο… Πώς θα αναπαραχθεί το κόμμα μας και η δική μας Αριστερά, χωρίς τις νέες γενιές πολιτικοποίησης; Και πότε είναι επιτέλους η κατάλληλη στιγμή για την ανανέωση; Η κριτική μας είναι πολιτική και δεν απηχεί κάποια ματαιοδοξία ή κάποιο αίσθημα ανωτερότητας, ενώ πατά σε μία αντικειμενική ανάγκη και πραγματικότητα, την οποία βιώνουμε καθημερινά.
Θα θέλαμε να πούμε και κάποια πράγματα για τις κριτικές που δέχτηκε το κείμενό μας και από άλλες πλευρές. Ο ηλικιακός ρατσισμός μπορεί να είναι διπλής κατεύθυνσης. Γιατί, για παράδειγμα, η συστηματική υποαντιπροσώπευση των νέων σε όλες τις πολιτικές οργανώσεις δεν λογίζεται ως ηλικιακός ρατσισμός; Γιατί η αγωνιστική βιογραφία των παλιότερων πάντα πρέπει να υποσκελίζει την αντίστοιχη των νεότερων, που λόγω ηλικίας πάντα θα είναι μικρότερη (αν και μπορεί να είναι σημαντικότερη δεδομένης της αντινεοφιλελεύθερης κινηματικής εποποιίας από το αντιπαγκοσμιοποιητικό μέχρι σήμερα); Γιατί το βιογραφικό των παλιότερων εξαίρεται, αλλά των νεότερων λοιδορείται; Τι εκφράζουν γραφικές δηλώσεις περί ανωτερότητας των αγράμματων γονέων και παππούδων από τους μορφωμένους νέους; Ή οι κατηγορίες περί «ελίτ» και «αρίστων»; Γιατί τα στοιχεία για τις μεταπτυχιακές σπουδές και τη γλωσσομάθεια, που είναι συντριπτικά υπέρ των νέων γενεών, υποτιμούνται στο όνομα ποιοτικών στοιχείων, που είναι τελείως υποκειμενικά και εξαρτημένα από εντυπώσεις και περιπτωσιολογία; Γιατί είναι μετρήσιμη μόνο η εμπειρία, ενώ η μόρφωση όχι; Αν τα πτυχία δεν οδηγούν στην καλλιέργεια, τη μόρφωση, την παιδεία, τη χειραφέτηση ή την πρωτοπόρα δράση, γιατί η έλλειψή τους το κάνει ή, τέλος πάντων, σηματοδοτεί κάτι το ηρωικό;