Ο χωρισμός εκκλησίας και κράτους είναι μια θέση που δεν προσιδιάζει αποκλειστικά στην αριστερά. Υπό ορισμένες συνθήκες, ο χωρισμός αυτός έχει απαιτηθεί και έχει πραγματοποιηθεί, με απόλυτο και συχνά βίαιο τρόπο, από πολιτικές δυνάμεις που ελάχιστη σχέση είχαν με την εργατική τάξη και το σοσιαλισμό. Αυτό σημαίνει ότι η απαίτηση για έναν τέτοιο χωρισμό δεν προκύπτει μόνο από τη γενική ιδεολογική αντιπαλότητα με τις θρησκευτικές ιδεολογίες και την αντίθεση με τους μηχανισμούς που αυτές οικοδομούν. Προκύπτει, και παίρνει τη συγκεκριμένη κάθε φορά μορφή, από τους συγκεκριμένους πολιτικούς όρους με τους οποίους τίθεται σε κάθε περίπτωση, σε κάθε κοινωνία το ζήτημα του χωρισμού. Γι’ αυτό και δεν θα έπρεπε να μας ξενίζει το γεγονός ότι ο χωρισμός έχει πραγματοποιηθεί με διαφορετικό τρόπο σε κάθε, ευρωπαικό τουλάχιστον, κράτος.
Χωρισμός με πολιτικά χρώματα
Ακόμα και μέσα στο ίδιο κράτος, για παράδειγμα το νεοελληνικό, από τη σύστασή του ως σήμερα το αίτημα αυτό δεν εμφανίζεται με τον ίδιο τρόπο διαχρονικά. Διότι ακόμα και τα ζητήματα αρχής δεν τίθενται με αμετάβλητο ανά τους αιώνες τρόπο. Μπορεί κανείς να φανταστεί ότι στην υπό συγκρότηση νεοελληνική πολιτεία, που πραγματοποιήθηκε σε ένοπλη σύγκρουση με την οθωμανική αυτοκρατορία και όπου ακόμα και η ιδιότητα του πολίτη τού υπό σύσταση κράτους συνδεόταν με το θρήσκευμα αναγκαστικά, ως διακριτικό στοιχείο, θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα των σχέσεων εκκλησίας και κράτους με τον τρόπο που μπορεί να τεθεί – και να λυθεί – σήμερα;
Αν θέλουμε, λοιπόν, να είμαστε επίκαιροι, να θέτουμε δηλαδή ζητήματα που λύνονται, οφείλουμε να τα θέσουμε και να προτείνουμε λύσεις που υποστηρίζονται πολιτικά. Μετατρέπονται, δηλαδή, σε επίκαιρα πολιτικά επίδικα με ισχυρές πιθανότητες επίλυσης ομότροπης με την ιδεολογική αφετηρία, την απεμπλοκή της εκκλησίας από τα πόδια του κράτους. Από την άποψη αυτή, πρέπει να τονίσουμε ότι σήμερα δεν βρισκόμαστε πια κοντά στο σημείο μηδέν. Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μικρότερα και μεγαλύτερα βήματα προς την κατεύθυνση αυτή. Χάρη σ’ αυτά έχουν αφαιρεθεί από τα όργανα της εκκλησίας αρμοδιότητες που μπορούν να έχουν μόνο όργανα της διοίκησης, της πολιτείας. Ή δίνεται η δυνατότητα επιλογής στους πολίτες, όπως στην περίπτωση του γάμου για παράδειγμα. Τα βήματα αυτά, χωρίς να έχουν λύσει αποφασιστικά το πρόβλημα, αφενός διευκολύνουν τα επόμενα που χρειάζεται να πραγματοποιηθούν, αφετέρου έχουν φέρει την εξέλιξη του ζητήματος του χωρισμού πολύ πιο κοντά στη στιγμή που η συσσώρευση της ποσότητας μπορεί να επιφέρει αλλαγή της ποιότητας στις σχέσεις εκκλησίας και κράτους.
Από τη σύγκρουση στο συμβιβασμό
Αν έχουν ένα νόημα όλες αυτές οι αναφορές, είναι για να υποστηρίξουν τη θέση ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την ελληνική, η λύση δεν θα προέλθει από μια μετωπική σύγκρουση. Και γιατί οι σχέσεις εκκλησίας και κράτους δεν είναι αντικειμενικά οξυμένες, αλλά και γιατί φαίνεται πως μεγάλο μέρος της ιεραρχίας αντιλαμβάνεται ότι από αυτή την εμπλοκή στα του καίσαρος δεν είναι τα συμφέροντα της εκκλησίας που υπηρετούνται κυρίως. Μπορεί να ωφελήθηκε και να ωφελείται ακόμα σε ένα βαθμό και η ίδια από αυτή τη διαπλοκή, αλλά η μερίδα του λέοντος ανήκει στη συντηρητική πολιτική παράταξη (τη «δεξιά του Κυρίου», όχι την εκκλησία του) και γενικότερα στις πολιτικές δυνάμεις, που επωφελήθηκαν και θέλουν να επωφελούνται και στο μέλλον από τη διατήρηση αυτής της αναχρονιστικής σχέσης. Γιατί μέσα από αυτή μπορούν να διεκπεραιώνουν μια πολιτική συναλλαγή – do ut des, δίνω για να δώσεις – μέσα από την οποία η μεν εκκλησία διέσωζε θεσμικά και οικονομικά προνόμια, οι δε πολιτικές δυνάμεις εισέπρατταν, στις εκλογές ιδίως, την εύνοια του ποιμνίου, στο βαθμό που η γνώμη του μπορούσε να επηρεαστεί από την πρώτη. Ταυτόχρονα, η εκκλησία, μ’ αυτή την πολιτική συνάφεια, επιτελούσε το κατά τη δική της διατύπωση πνευματικό έργο της με ένα τρόπο και με μέσα που αναφέρονται σε μια εθνικιστικής απόκλισης αντίληψη περί ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, πολύ μακριά από το οικουμενικό κήρυγμα αλληλεγγύης και ειρηνικής συνύπαρξης, ιδιαίτερα της ανατολικής ορθόδοξης εκδοχής της.
Το σύστημα αυτό λειτούργησε σε πολύ μεγάλο βαθμό στη μετεμφυλιακή περίοδο και την περίοδο της κυριαρχίας της δεξιάς, αλλά και την περίοδο της δικτατορίας. Ήδη, όμως, από τις αρχές της δεκαετίας 1960 και πολύ περισσότερο στη μεταπολίτευση το σύστημα αυτό άρχισε να μπάζει για δύο λόγους: ούτε η δεξιά μπορούσε να διεκδικεί πια αποκλειστικότητα στη σχέση με την εκκλησία μέσω τής συνύπαρξης εντός του κράτους, αλλά και η εκκλησία διαπίστωνε ότι δεν μπορούσε να παίζει πια το ρόλο τού αποτελεσματικού διαμεσολαβητή, τόσο γιατί η επιρροή της έπρεπε καλού-κακού να μην ασκείται μονομερώς, όσο και γιατί μειωνόταν αισθητά.
Ο πραγματικός συσχετισμός
Αυτό το τελευταίο φάνηκε καθαρά την περίοδο που στον αρχιερατικό θρόνο ανέβηκε ο Χριστόδουλος. Η περίοδος αυτή θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως αναλαμπή σε μια προσπάθεια ανάκτησης του χαμένου εδάφους από την πλευρά της ιεραρχίας τής εκκλησίας, η οποία κατέληξε σε αρνητικό γι’ αυτήν αποτέλεσμα. Η τότε κυβέρνηση δεν υποχώρησε στα «ιερά συλλαλητήρια» και η ήττα τού Χριστόδουλου σήμανε την αρχή τής αλλαγής τής στάσης τής ιεραρχίας, που οφειλόταν και στη διαπίστωση ότι η πραγματική επιρροή της, δηλαδή ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης μέσα στην κοινωνία, έχει αλλάξει. Οι διεκδικήσεις της έκτοτε (διδασκαλία θρησκευτικών, καύση νεκρών κλπ.) δεν μπόρεσαν – και δεν μπορούν μάλλον – να πάρουν τη μορφή τής επί ίσοις όροις διεκδίκησης του τελευταίου λόγου, παρά τα επιφαινόμενα και παρά τις υποχωρήσεις και της σημερινής κυβέρνησης.
Αν όλα αυτά έχουν κάποια βάση, τότε μπορεί να εξηγηθεί σήμερα τόσο η στάση τού αρχιεπισκόπου όσο και η στάση του πρωθυπουργού. Ο δεύτερος επιλέγει την οδό τού προωθητικού συμβιβασμού και όχι της μετωπικής σύγκρουσης, γιατί εκτιμά ότι ούτε τους πολιτικούς όρους για μια ριζική λύση διαθέτει (βλέπε συσχετισμούς στη Βουλή για τρέχουσα νομοθέτηση και κυρίως για συνταγματική αναθεώρηση), αλλά ούτε και τη δικαιολογητική βάση. Ελπίζει δε ότι με το προσύμφωνο και τη συγκρατημένη τροποποίηση του άρθρου 3 του συντάγματος και των περί όρκου διατάξεων ανοίγει ο δρόμος για σημαντικές αλλαγές, που μπορούν να γίνουν πια με την τρέχουσα νομοθετική διαδικασία.
Ο αρχιεπίσκοπος, από την άλλη, φαίνεται πως εκτιμά ότι είναι σημαντικότερο για την εκκλησία να εξασφαλίσει τη χρηματοδοτική αυτοτέλεια με την κρατική επιδότηση και το ταμείο αξιοποίησης της περιουσίας της, παρά να διατηρήσει την ιδιότητα του, ιδιόμορφου, δημόσιου λειτουργού για τους κληρικούς και τους λαϊκούς εργαζόμενους της εκκλησίας, με κίνδυνο η εμπλοκή με το κράτος να γίνει πνιγηρός εναγκαλισμός μέσα στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στη σύγχρονη κοινωνία. Δεν πρόκειται για οικονομικό παζάρι, όπως το λοιδόρησαν ορισμένοι. Είναι ένα σημαντικό βήμα και από τις δύο πλευρές στην κατεύθυνση της μη συγκρουσιακής απεμπλοκής της εκκλησίας από τα της πολιτείας. Με τη λύση αυτή, αν τελικά επισφραγιστεί, διαμορφώνεται η οικονομική βάση τής διάκρισης των ρόλων εκκλησίας και κράτους όχι στο πεδίο της παράλληλης άσκησης κρατικής λειτουργίας, αλλά μέσα στην κοινωνία. Αν η εκκλησία δέχεται ότι όσοι εργάζονται για την επίτευξη των στόχων της δεν είναι κρατικοί λειτουργοί, πώς μπορεί να ζητήσει την άσκηση από αυτούς έργου που είναι έργο διοίκησης;
Τα συνθετότερα έπονται
Το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται τώρα και ήδη έχει αρχίσει να γίνεται αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, είναι κατά πόσο η κυβερνητική πλειοψηφία και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο και τον απαιτούμενο χρόνο για τα επόμενα βήματα. Για το περιεχόμενο αυτών των αναγκαίων βημάτων μπορούμε να πάρουμε μια πρώτη ιδέα από τη σχετική ανακοίνωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αλλά και από τις τοποθετήσεις έγκριτων νομικών, οι οποίοι ήδη στάθηκαν θετικά, αλλά και κριτικά ταυτόχρονα, απέναντι στις πρόσφατες εξελίξεις σ’ αυτό το κρίσιμο πεδίο των σχέσεων εκκλησίας και κράτους. Εάν αυτά συγκροτήθηκαν ή συγκροτούνται σε ένα σύνολο μέτρων εκσυγχρονισμού, που θα προωθούνται μεθοδικά και συστηματικά, τότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι αυτό το βήμα έχει ανοίξει ένα δρόμο. Ένα δρόμο με εμπόδια και αντιδράσεις, και από την πλευρά της εκκλησίας, αλλά που μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα εποχή.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή