Στη συζήτηση για το προσφυγικό ζήτημα διαχωρίζονται οι κατηγορίες των «προσφύγων» και των «μεταναστών». Ο διαχωρισμός αυτός είναι σκόπιμος όσον αφορά το προσφυγικό κύμα από τους πολέμους στην γειτονιά μας και από την Αφρική, επειδή ακριβώς οι πόλεμοι και οι καταστροφές αναγκάζουν ανθρώπους να φεύγουν και να έρχονται μαζικά στην Ευρώπη και επειδή οι άνθρωποι αυτοί έχουν δικαιώματα τα οποία, στην καλύτερη περίπτωση, αμφισβητούνται. Δεν έχει όμως νόημα όσον αφορά την ανάγκη ένταξης αυτών των ανθρώπων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες (και στην ελληνική). Βλέπεις, δεν πρόκειται για την κλασική περίπτωση πολιτικών προσφύγων που μένουν για σχετικά μικρό διάστημα στις χώρες υποδοχής, όπως ήταν οι πρόσφυγες από ευρωπαϊκές δικτατορίες στο παρελθόν. Οι συνθήκες που αναγκάζουν αυτούς τους ανθρώπους να ξεσπιτωθούν θα διαρκέσουν και μετά τους πολέμους, γιατί οι πατρίδες τους θα έχουν καταστραφεί. Επομένως, σημαντικό μέρος τους θα μείνει εδώ για πάντα: θα γίνουν δηλαδή μετανάστες.
Χρειάζεται λοιπόν να συζητηθεί το ζήτημα της ένταξής τους στις κοινωνίες μας, δηλαδή της πολιτικής που χρειάζεται να ασκήσουν τα ευρωπαϊκά κράτη και η Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε τριβές και συγκρούσεις, που πάντα υπάρχουν όταν σε μια χώρα εισρέουν μαζικά άνθρωποι από αλλού, να περιοριστούν, αλλά και ώστε τόσο οι ξένοι όσο και οι ντόπιοι να έχουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από αυτήν τη συνάντηση.
Όσα ακολουθούν, ασφαλώς δεν είναι πρόταση πολιτικής για την άμεση αντιμετώπιση προβλημάτων. Είναι, σε μορφή θέσεων, διάγραμμα της αφετηρίας μιας συζήτησης για τη μετανάστευση στην Ευρώπη, για την «πολιτική οικονομία της μετανάστευσης». Αυτή η συζήτηση είναι αναγκαία επειδή διαφορετικά η επιχειρηματολογία θα παραμείνει εκατέρωθεν «ιδεολογική», θα περιορίζεται δηλαδή σε ηθικολογικά, δικαιωματολογικά, φυλετικά και θρησκευτικά επιχειρήματα χωρίς βάθος και υλικό υπόβαθρο.
1. Να αυξηθούν οι ρυθμίσεις και οι πρόνοιες
Ο ισχυρισμός ότι οι επιπτώσεις της κρίσης περιορίζουν τις δυνατότητες κρατικής πολιτικής, κοινωνικής μέριμνας, ειδικών μέτρων και δομών στην Παιδεία και την Υγεία, που χρειάζονται οι μετανάστες και οι μετανάστριες, δεν στέκει. Για την Αριστερά, το ζητούμενο είναι συμπεριλάβει η πολιτική για την ανόρθωση μέτρα και ρυθμίσεις υπέρ των λαϊκών τάξεων και των καταπιεσμένων, όχι μόνο επειδή αυτοί είναι οι άνθρωποί της, αλλά επειδή αυτού του είδους η πολιτική υπηρετεί όλη την κοινωνία. Ακριβώς επειδή η πολιτική της συρρίκνωσης του κράτους και της μείωσης των δαπανών του παράγει κρίση (και επομένως αυτή η πολιτική πρέπει να αντιστραφεί), γι’ αυτό είναι δυνατό και αναγκαίο, στο πλαίσιο μιας πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική ανόρθωση, να αυξηθούν οι ρυθμίσεις και οι πρόνοιες υπέρ των μεταναστών και μεταναστριών. Είναι μέτρα και ρυθμίσεις που δημιουργούν θέσεις εργασίας και συμβάλλουν στην ανάπτυξη αμέσως (δια του πολλαπλασιαστή των δημόσιων δαπανών), αλλά και εμμέσως, γιατί οδηγούν στην κοινωνική ένταξη πολλών, νέων κυρίως, ανθρώπων και στη βελτίωση του μορφωτικού τους επιπέδου και των επαγγελματικών τους δεξιοτήτων – είναι αναπαραγωγικές δαπάνες. Οι ενστάσεις εναντίον αυτής της προοπτικής δεν είναι καλοπροαίρετες: αποσκοπούν να υπερασπίσουν τα μεγάλα εισοδήματα και τις μεγάλες περιουσίες, από τη φορολόγηση των οποίων και μόνο μπορούν να προέλθουν τα αναγκαία έσοδα. Η ένσταση ότι, εάν υπάρξουν ρυθμίσεις υπέρ των μεταναστών και μεταναστριών, τότε αναγκαστικά θα περιοριστούν οι κοινωνικές δαπάνες υπέρ των ντόπιων υποβάλλει την ανοησία ότι υπάρχει ένα δεδομένο ύψος κοινωνικών δαπανών, ένα ορισμένο ποσοστό του ΑΕΠ, μια οροφή, και ότι αυτή η κοινωνία μας την έχει ήδη φτάσει.
2. Πεδίο συνεργασίας για την υποδοχή και ένταξη
Το μεταναστευτικό και κυρίως το προσφυγικό ρεύμα δημιουργεί σε χώρες όπως η Ελλάδα, που αποτελούν την πύλη εισόδου στην Ευρώπη, δυσεπίλυτα προβλήματα, κυρίως λόγω των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων (Δουβλίνο) και της άρνησης των κοινοτικών οργάνων να αναλάβουν το βάρος και τη δαπάνη μιας αξιοπρεπούς και λυσιτελούς μεταναστευτικής πολιτικής για όλη την Ένωση. Ειδικά για την Ελλάδα, το μεταναστευτικό αποτελεί πηγή έντασης των σχέσεων κυρίως με την Τουρκία, ενώ θα μπορούσε να αποτελεί πεδίο συνεργασίας: όχι για την απώθηση, αλλά για την υποδοχή και ένταξη αυτών των ανθρώπων στις δύο κοινωνίες. Και γι’ αυτό χρειάζεται ανάλογη ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά βέβαια και ανάλογη πολιτική βούληση κι από τις δύο ακτές του Αιγαίου και τις δύο όχθες του Έβρου.
3. Νομιμοποίηση
Συχνά αναφέρονται το «κύμα», η «πλημμύρα», η «κατάληψη των χωρών μας» κ.λπ., σαν να υπάρχει αριθμητικό πρόβλημα και οι κοινωνίες μας να έχουν περιορισμένη δυνατότητα υποδοχής από στενότητα χώρου. Στην πραγματικότητα, είναι ζήτημα δαπανών και υποδομών και, βέβαια, ζήτημα παιδευτικό: η έλλειψη υποδομών υποδοχής και ένταξης και η αποδοχή της εξαθλίωσης των μεταναστών και μεταναστριών, η εξ αρχής τοποθέτηση πολλών μεταναστών και μεταναστριών εκτός νόμου καλλιεργούν και αναπαράγουν τον ρατσισμό, αλλά αναπαράγουν κιόλας, και μάλιστα σε διευρυμένη κλίμακα, την εγκληματικότητα. Αυτά, με τη σειρά τους, εκτρέφουν πιέσεις για «σκληρή αντιμετώπιση», «περισσότερη αστυνόμευση», «ερμητικό κλείσιμο των συνόρων» και αρδεύουν την καλλιέργεια νεοναζιστικών απειλών για τις δημοκρατίες μας.
4. Υποδοχή και δομές ένταξης
Παρά την κρίση, την ανεργία και τη φτώχεια που δεν λένε να μειωθούν στην Ευρώπη, η ήπειρός μας θα συνεχίσει να είναι τόπος υποδοχής μεταναστών και μεταναστριών, πρώτον γιατί η φτώχεια, οι πόλεμοι και η καταπίεση σε γειτονικές περιοχές είναι φαινόμενα απείρως εντονότερα από όσα προβλήματα έχουμε στην Ευρώπη, αλλά και, δεύτερον, γιατί η Ευρώπη χρειάζεται μετανάστες και μετανάστριες. Η γήρανση των ευρωπαϊκών κοινωνιών –κι αυτή αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό της συρρίκνωσης των κοινωνικών δαπανών που κάνει τη γέννηση παιδιών ρίσκο– αλλά και η κατάπτωση της Παιδείας στον όψιμο καπιταλισμό θέτουν όρια στη δυνατότητα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην Ευρώπη και δυσεπίλυτα προβλήματα στην κοινωνική πολιτική και στους Οργανισμούς Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Αυτό είναι κοινός τόπος πια και κατά διαστήματα μάς το υπενθυμίζουν και οι ίδιοι οι καπιταλιστές, που βλέπουν τη μάζα της εργασιακής δύναμης που μπορούν να εκμεταλλευτούν να μειώνεται. Ήδη μέτρα σαν την «μπλε κάρτα», την πρόσκληση δηλαδή ειδικευμένων ανθρώπων από τρίτες χώρες να εγκατασταθούν στις χώρες της Ένωσης αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Αυτή η πρόσκληση αποσκοπεί βέβαια επίσης στη μείωση των μισθών, αφού οι μετανάστες και οι μετανάστριες με τη «μπλε κάρτα» υποχρεούνται έμμεσα ή άμεσα να δεχτούν μικρότερη αμοιβή από τους ντόπιους και τις ντόπιες με ανάλογη ειδίκευση. Επίσης, είναι μέτρο μετάθεσης του κόστους της εκπαίδευσης σε φτωχές χώρες, που κατόπιν γίνονται προμηθευτές φτηνής εκπαιδευμένης εργασιακής δύναμης – δηλαδή μέτρα αναπαραγωγής της φτώχειας και της υπανάπτυξης, οι οποίες γεννούν τα μεταναστευτικά ρεύματα. Ταυτόχρονα, τα παιδιά των μεταναστών και μεταναστριών στις χώρες υποδοχής καταδικάζονται να αποτελούν φορείς ανειδίκευτης και φτηνής εργασιακής δύναμης, καθώς οι κυβερνήσεις αρνούνται να αναλάβουν το κόστος μέτρων για την ισότιμη ένταξή τους στην εκπαίδευση και στην εργασία. Αντί λοιπόν για τα μέτρα καταστολής που προτείνονται, χρειάζονται περισσότερα μέτρα υποδοχής και περισσότερες και ισχυρότερες δομές ένταξης.
5. Οικονομικά επωφελής
Το δημογραφικό ζήτημα, που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δεν αφορά μόνο την κοινωνική ασφάλιση, δηλαδή τη σχέση εργαζόμενων και συνταξιούχων, υγιών και ασθενών, αφορά και την ίδια την οικονομική ανάπτυξη. Πάντα το απόλυτο όριο της οικονομικής ανάπτυξης –παρά την αλματώδη αύξηση της παραγωγικότητας με τις νέες τεχνολογίες– είναι η διαθέσιμη εργασιακή δύναμη. Από καιρό, οι επιχειρήσεις στις πιο αναπτυγμένες χώρες προειδοποιούν για έλλειψη ειδικευμένης εργασιακής δύναμης. Ακόμα και με την καλύτερη πολιτική για την οικογένεια και τις γεννήσεις, η αύξηση του ντόπιου πληθυσμού δεν θα επαρκεί για τις ανάγκες της παραγωγής. Η απόρριψη, στην πλειονότητα νέων, ανθρώπων που έρχονται με σκοπό να δουλέψουν και να δημιουργήσουν είναι από οικονομική άποψη ανοησία.
6. Το ερώτημα για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά
Επομένως, το ερώτημα δεν είναι πώς τα ευρωπαϊκά κράτη θα συνεργαστούν για την παρεμπόδιση των μεταναστευτικών ροών, την «επαναπροώθηση», «επανεισδοχή» στις χώρες προέλευσης ή όπως αλλιώς εξωραΐζεται λεκτικά η προσπάθεια να ελέγχει το καπιταλιστικό κράτος τη ροή εργασιακής δύναμης. Το ερώτημα για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά είναι πώς θα ενταχθούν στις πλούσιες κοινωνίες οι άνθρωποι που θα συνεχίσουν να έρχονται.
7. Αναγκαία η πολυπολιτισμικότητα
Ο σεβασμός των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, της θρησκείας και της γλώσσας των ανθρώπων από άλλες χώρες και ηπείρους, δηλαδή η πολυπολιτισμικότητα, είναι αναγκαίος όχι μόνο για τις γενικές αρχές της Αριστεράς και του πολιτισμού. Εάν δεν υπάρχει αυτός ο σεβασμός και δεν υποστηρίζεται από την κρατική πολιτική, δημιουργείται και αναπαράγεται μια κάστα πολιτισμικά ανισότιμων ανθρώπων στις εργαζόμενες τάξεις των κοινωνιών μας και καλλιεργούνται σε ένα τμήμα της εργατικής τάξης, στους μετανάστες και τις μετανάστριες, συμπλέγματα κατωτερότητας για τη γλώσσα, την καταγωγή, τον πολιτισμό και τις πολιτισμικές τους συνήθειες, με αποτέλεσμα να παράγεται εξ αντιδράσεως εγκληματικότητα, αλλά και να κατακερματίζονται και να υποβαθμίζονται συνολικά οι εργαζόμενες τάξεις και να διευκολύνεται η αστική κυριαρχία. Αυτό δεν μπορεί να αντικρουστεί με παραδείγματα απεχθών συνηθειών και πεποιθήσεων (όπως είναι η υποδεέστερη θέση της γυναίκας στο Ισλάμ ή ο θρησκευτικός φανατισμός), γιατί και αυτά – δηλαδή η καταπολέμησή τους – χρειάζεται να γίνουν αντικείμενο πολιτικής. Στο κάτω κάτω και στον Χριστιανισμό έτσι ήταν και σε σημαντικό βαθμό εξακολουθεί να είναι.
Επομένως, η πολιτική του σεβασμού και της καλλιέργειας των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, της θρησκείας και της γλώσσας των ανθρώπων από άλλες χώρες και ηπείρους δεν είναι «κοινοτισμός», αλλά προϋπόθεση για την ανθρώπινη συμβίωση.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Πηγή: Η Εποχή