Macro

Οι αυτοοργανωμένες πλατφόρμες πολιτών αναλαμβάνουν τη διοίκηση των πόλεων

Το κίνημα της νέας αυτοδιοίκησης ή, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, new municipalism αποτελεί το νέο αγαπημένο όρο όταν γίνεται κουβέντα για τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής, τα κοινά αγαθά ή τα κινήματα πόλης. Οι σχετικές συζητήσεις, τα εφαρμοσμένα παραδείγματα και οι εκλογικές νίκες, ενώ πληθαίνουν ταχύτατα σε αριθμό, συνεχίζουν να αφορούν μικρές κλίμακες. Στις ΗΠΑ το κίνημα είναι περισσότερο συνδεδεμένο με τον M. Bookchin, θεωρητικό της κοινωνικής οικολογίας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που εισήγαγε τον όρο municipalism, ενώ στην Ευρώπη οι αναφορές του έχουν να κάνουν περισσότερο με τα Κοινά, την κοινωνική οικονομία, τις πρακτικές P2P. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την πολιτική παράδοση του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και τα κινήματα των πλατειών, συνιστούν κοινό τόπο για το κίνημα της νέας αυτοδιοίκησης, από τη Βαρκελώνη και τη Νάπολη έως το Μόντρεαλ και τη Νέα Υόρκη, όπου τον Αύγουστο έγινε και η τελευταία συνάντηση των fearless cities, όπως ονομάζεται η διεθνής “ομπρέλα συντονισμού” τους.

Κινούμενοι μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, άνθρωποι ενεργοί στα κινήματα των πλατειών πριν από μερικά χρόνια, μοιράστηκαν ως κοινή αφετηρία την παραδοχή ότι η κεντρική πολιτική σκηνή ήταν εξαιρετικά διαπλεκόμενη και περίπλοκη, εγκλωβισμένη στους όρους εξυπηρέτησης της κερδοσκοπίας των διεθνών χρηματοπιστωτικών κολοσσών, αλυσοδεμένη με συμβάσεις και μνημόνια. Η προσπάθεια που απαιτούνταν για να εμπλακούν σε αυτό το παιχνίδι ήταν τεράστια, τα αποτελέσματα αμφίβολα και, κυρίως, οι συμβιβασμοί που συνιστούσαν προϋπόθεση ήταν τέτοιοι και τόσοι που εξαρχής κατέστη σαφές ότι οι εθνικές εκλογές δεν ήταν μία μάχη που επέλεγαν να δώσουν. Αντίθετα, η αυτοδιοίκηση γινόταν αντιληπτή ως περισσότερο οικεία, λιγότερο εγκλωβισμένη σε “μεγάλα κόλπα” που τους υπερέβαιναν και καταλληλότερη προκειμένου να εφαρμοστούν πειραματικά οι πολιτικές και οι αρχές που πρέσβευαν μέσα από θεσμικά κανάλια. Ακόμα και η εκλογική αναμέτρηση σε αυτό το επίπεδο φαινόταν ως μία μάχη που μπορούσε να κερδηθεί, όταν π.χ. στον τομέα της ενημέρωσης μπορούσαν να δουλέψουν τις πόλεις τους γειτονία – γειτονιά, ενώ δεν μπορούσαν να επηρεάσουν ούτε κατ’ ελάχιστο τα ΜΜΕ εθνικής εμβέλειας.

Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά και σε εκλογικό επίπεδο. Από το 2015 μεγάλες πόλεις πέρασαν στα χέρια των κινημάτων που πλέον έπρεπε να γειωθούν και να αναμετρηθούν με τους όρους της διοίκησης και των θεσμικών εργαλείων. Τον Ιούνιο του 2017, το διεθνές κίνημα της νέας αυτοδιοίκησης συναντήθηκε για πρώτη φορά υπό την ομπρέλα του Fearless Cities σε ένα μεγάλο συνέδριο στη Βαρκελώνη, που οργανώθηκε από την πλατφόρμα πολιτών Barcelona En Comú. Σε αυτό συμμετείχαν περισσότεροι από 700 δήμαρχοι, αιρετοί στην αυτοδιοίκηση και ακτιβιστές από όλες τις ηπείρους με σκοπό τη συγκρότηση ενός παγκόσμιου δικτύου. Από την πρώτη στιγμή αποτέλεσε κοινό τόπο ότι το ζητούμενο δεν ήταν η εμπλοκή στην πολιτική εκπροσώπηση, αλλά ένα πείραμα για την αλλαγή των αυτοδιοικητικών θεσμών. Στόχος είναι η αξιοποίησή τους όχι στη θέση των οργανωτικών δομών των κινημάτων, αλλά προκειμένου να υποστηρίξουν, διευρύνουν και μαζικοποιήσουν το κίνημα.

Μετρώντας ήδη κάποια χρόνια στη διοίκηση, οι πλατφόρμες πολιτών μπορούν πλέον να αποτιμηθούν όχι μόνο ως ιδέα, αλλά και ως προς τα αποτελέσματα που φέρουν. Παρόλο που τα ονόματα και η σύνθεσή τους διαφέρουν από πόλη σε πόλη, έχουν όλες μία κοινή φιλοσοφία και τρόπο εργασίας. Χρησιμοποιούν ως βασικό εργαλείο τις λαϊκές συνελεύσεις και τα ψηφιακά εργαλεία συμμετοχής, προκειμένου να λάβουν αποφάσεις από την πολιτική τους ατζέντα έως την οργανωτική τους δομή.

Στην Ευρώπη το εν λόγω κίνημα έχει κυρίως συνδεθεί με τις πόλεις της Ισπανίας που ήταν και οι πρώτες που πέρασαν υπό τον έλεγχό του, όπως η Βαρκελώνη και η Μαδρίτη, ως συνέχεια του κινήματος 15Μ των πλατειών. Μέσα σε λίγους μήνες πολλοί εκ των υποψηφίων βρέθηκαν μέσω της θεσμικής οδού στα γραφεία των δημαρχείων να κοιτάζουν τις πλατείες στις οποίες διαδήλωναν και καταλάμβαναν τα προηγούμενα χρόνια. Σήμερα εργάζονται για το συστηματικό άνοιγμα της πολιτικής σφαίρας στα κοινωνικά κινήματα και τις συνελεύσεις γειτονιάς που στην πόλη είναι ενεργές και παίζουν μεγάλο ρόλο τόσο στη λήψη αποφάσεων όσο και στην υλοποίησή τους. Μετράνε ήδη πολλές νίκες ενάντια στις εξώσεις και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, ενώ ταυτόχρονα έχουν αυξήσει σημαντικά τις δημόσιες επενδύσεις στην κοινωνική πρόνοια.

Στη Βαρκελώνη ξεκίνησαν δημιουργώντας έναν “ηθικό κανονισμό” σχεδιασμένο με τρόπο που να θέτει τις κινήσεις των αιρετών υπό διαρκή λαϊκό έλεγχο με στόχο την αποφυγή της “θεσμοποίησής τους”, όπως αναφέρουν. Το πρόγραμμα συνδιοίκησής τους περιλαμβάνει δράσεις έκτακτης ανάγκης, όπως μέτρα για την παύση των εξώσεων, πρόστιμα στις τράπεζες που αφήνουν άδεια ακίνητα διαφορετικών χρήσεων, και επιδότηση για το κόστος σε ενέργεια και μετακινήσεις των ανέργων και όσων έχουν απολαβές χαμηλότερες του κατώτατου μισθού. Παράλληλα, πειραματίζονται με νέες μορφές συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, όπως στην περίπτωση επαναχάραξης της στρατηγικής της πόλης για τον τουρισμό, μέσα από ένα συμμετοχικό σχέδιο που έχει ως βάση τις λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές. Στη Μαδρίτη δημιούργησαν τη “θέση του πολίτη” στα δημοτικά συμβούλια, όπου για πρώτη φορά μπορούν να συμμετέχουν ισότιμα οι δημότες και να λαμβάνουν το λόγο.

Προφανώς πολλοί από τους στόχους του κινήματος της νέας αυτοδιοίκησης, από την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών έως την συντεταγμένη υποστήριξη στην κοινωνική οικονομία ως εναλλακτική στον εκ χρηματισμένο καπιταλισμό, περιορίζονται σε πλαίσια που στην πραγματικότητα τίθενται σε εθνικό, ευρωπαϊκό ή και παγκόσμιο επίπεδο. Προσπαθώντας να απαντήσουν σε αυτούς τους περιορισμούς οι πλατφόρμες πολιτών ενώνουν τις δυνάμεις τους και δημιουργούν δίκτυα όπως το “refuge cities” στην Ισπανία ή το δίκτυο των καταλανικών πόλεων που προωθεί την κοινωνική οικονομία με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Αυτού του τύπου τα δίκτυα επιτρέπουν την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και πόρων σε οριζόντιο επίπεδο και τη δημιουργία εναλλακτικών κοινωνικό-οικονομικών μοντέλων από τα κάτω. Την ίδια στιγμή η δημιουργία δικτύων τους επιτρέπει να υπερβούν τις πεπερασμένες δυνατότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης και να μπορέσουν να εισάγουν ζητήματα στην πολιτική ατζέντα που σκοπίμως παραμένουν στην αφάνεια, όπως έγινε στην περίπτωση της πρωτοβουλίας των TTIP free zones, στην οποία συμμετέχουν περισσότεροι από 2000 δήμοι και περιφέρειες.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και πόλεις της Ιταλίας, όπως η Νάπολη όπου η πλατφόρμα πολιτών Mass Critica έλαβε το 65% των ψήφων. Μία από τις πρώτες της κινήσεις ήταν η δημιουργία του θεσμικού πλαισίου και νομικού πλαισίου προκειμένου “σημαντικοί αστικοί τομείς και λειτουργίες να ενταχθούν στην κατηγορία των κοινών”. Στη συνέχεια, δημιούργησαν την πρώτη υπηρεσία του δήμου αποκλειστικά υπεύθυνη για τα κοινά.

Δύο καίρια σημεία διαφοροποιούν το κίνημα της νέας αυτοδιοίκησης από παλαιότερες ριζοσπαστικές προσεγγίσεις αστικής διαχείρισης. Το τοπικό κράτος γίνεται αντιληπτό ως το θεσμικό εργαλείο για την ενδυνάμωση, το συντονισμό και την ανάπτυξη της κοινωνικής καινοτομίας από τις πρωτοβουλίες πολιτών, τις οργανώσεις και τις επιχειρήσεις της ίδιας της κοινότητας. Αυτή η αντίληψη – που πολλοί σήμερα αποδίδουν και με τον όρο partner state – εδράζεται στην παραδοχή ότι οι κοινότητες μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικές στην κάλυψη με ίδιους πόρους και εργασία μεγάλου μέρους των αναγκών τους. Το κίνημα της νέας αυτοδιοίκησης δεν αντιλαμβάνεται το ρόλο του τοπικού κράτους αποκλειστικά ως πάροχου υπηρεσιών. Επιδιώκει τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέψουν στις πρωτοβουλίες πολιτών της κοινότητας να λειτουργήσουν και αναπτυχθούν ενδυναμώνοντας τις δυνατότητες αυτοοργάνωσης της κοινότητας.

Ωστόσο, δεν πρόκειται για μία διαδικασία που έχει ως στόχο να αποψιλώσει τις αρμοδιότητες της αυτοδιοίκησης. Συνιστά εμπεδωμένη παραδοχή ότι θεμελιακά αγαθά και υπηρεσίες όπως η ενέργεια, η παροχή νερού και αποχέτευσης, οι δημοτικές συγκοινωνίες και οι σχολικές μονάδες, ξεπερνούν τις τοπικές πρωτοβουλίες πολιτών εξαιτίας της κλίμακάς τους. Είναι η αυτοδιοίκηση με την θεσμική της ιδιότητα που εγγυάται ότι αυτού του τύπου τα αγαθά και οι υπηρεσίες τιμολογούνται δίκαια και είναι προσβάσιμα από όλους τους πολίτες.

Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με μία ριζοσπαστική προσέγγιση σχετικά με το τί συνιστά τοπική οικονομική ανάπτυξη. Σε αυτό το νέο όραμα για τα δημοτικά πράγματα στόχο αποτελεί η δημιουργία μίας τοπικής οικονομίας που θα είναι αποκεντρωμένη, δίκαιη και δημοκρατική. Έρχεται σε ρήξη στην πράξη με την εμπεδωμένη αντίληψη που αντιλαμβάνεται την οικονομική πολιτική των δήμων ως κάτι που συνίσταται σε αναζήτηση επενδύσεων από μεγάλες εταιρείες και ανάθεση προμηθειών πάλι σε αυτές, αναπτυξιακά σχέδια real estate μεγάλης κλίμακας και μεγάλες πανάκριβες εκδηλώσεις εντυπωσιασμού. Αντίθετα, εστιάζει στη διεύρυνση του δημοσίου και κοινωνικού τομέα της οικονομίας, σε οικονομικές δραστηριότητες με δικαιότερους μισθούς, με μεγαλύτερο εργατικό έλεγχο και αυξημένη περιβαλλοντική και κοινωνική μέριμνα. Στόχος είναι η δημιουργία πλούτου στην κοινότητα κατά τη διάρκεια της πραγματικής λειτουργίας της οικονομίας και όχι μίας εκ των υστέρων ανακατανομής με αμφίβολους όρους. Ορισμένα από τα εργαλεία που εφαρμόζουν προκειμένου να πετύχουν τα παραπάνω έχουν να κάνουν με:

– Τη δημιουργία “συμφώνων συνεργασίας” και θερμοκοιτίδων συνεργατικής οικονομίας, όπως στη Μπολόνια και τη Γάνδη.

– Την ανάπτυξη συνεταιρισμών, κοινωνικών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων ενταγμένων στο οικονομικό σχέδιο εξυπηρέτησης των τοπικών αναγκών, όπως στη Βαρκελώνη και στο Πρίνστον, στο Κλίβλαντ και στο Τζάκσον (ΗΠΑ).

– Το μαζικό κύμα επαναδημοτικοποίησης των δημοσίων υπηρεσιών κυρίως στους τομείς της ενέργειας, του νερού και των κοινωνικών υπηρεσιών, στο οποίο έχει προχωρήσει πολύ μεγάλος αριθμός δήμων και περιφερειών κυρίως σε Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία και Νορβηγία.

– Την προώθηση και ενίσχυση των αυτοδιαχειριζόμενων κοινωνικών κέντρων, όπως στη Νάπολη.

– Τη θέσμιση κοινοτικών κοινοπραξιών γης με σκοπό την προστασία από το gentrification, όπως συμβαίνει στο Λιντζ και το Όκλαντ (ΗΠΑ).

Δώρα Κοτσακά

Πηγή: Η Αυγή