Macro

Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου

Στις προθήκες των βιβλιοπωλείων θα βρίσκεται τις επόμενες μέρες το νέο βιβλίο της Τασούλας Βερβενιώτη «Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης» (Εκδόσεις Κουκκίδα 2021).
Το βιβλίο στηρίζεται σε μακροχρόνια έρευνα της συγγραφέως και συνδυάζει πλήθος αρχειακών τεκμηρίων και προφορικών μαρτυριών. Αφορά δε ένα θέμα που ελάχιστα έως και καθόλου έχει απασχολήσει την ελληνική ιστοριογραφία, παρά το γεγονός ότι οι άμαχοι έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στον ελληνικό εμφύλιο και ήταν πάντοτε αντικείμενο προσοχής και των δύο πλευρών της σύγκρουσης.
Το βιβλίο χωρίζεται σε οκτώ μέρη και σε όλα το επίκεντρο είναι οι άμαχοι. Το πρώτο μέρος αφορά τη μνήμη. Το δεύτερο, τις ιδεολογίες που διαπερνούν την εποχή. Το τρίτο, τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας που διεξήγε τον Εμφύλιο. Το τέταρτο αναφέρεται στο ξεκίνημα του Εμφυλίου 1946-47. Το πέμπτο επικεντρώνεται στο 1948. Το έκτο στις μετακινήσεις των αμάχων, το έβδομο παρακολουθεί την πορεία της ένοπλης σύγκρουσης και το όγδοο καταγράφει την τελευταία χρονιά του Εμφυλίου.
Η «Εφ.Συν.» προδημοσιεύει κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο ώστε ο αναγνώστης να σχηματίσει ιδία αντίληψη για το περιεχόμενό του.
Το Καταφύγι μετακομίζει στον Αϊ-Γιώργη
Οι μετακινήσεις από τα ορεινά χωριά δεν έγιναν όλες κατευθείαν προς τις πόλεις-Κέντρα Ασφαλείας. Οι κάτοικοι από το Καταφύγι στάλθηκαν αρχικά στον Αϊ-Γιώργη, ένα διπλανό χωριό. Την απόφαση αυτή μπορούμε να την αποδώσουμε στην πίεση που ασκούσαν οι Αμερικάνοι για τον περιορισμό του κόστους των προσφύγων, το οποίο επιβάρυνε το κράτος. Προφανώς το κράτος δεν ήταν υποχρεωμένο να ξοδεύει χρήματα για να συντηρεί τους Καταφυγιώτες, αφού μπορούσαν να μένουν στον Αϊ-Γιώργη και να καλλιεργούν τα χωράφια τους, ζητώντας άδεια από τον Στρατό.
Τον Ιούνιο του 1947, ένας αξιωματικός του Στρατού με μια διμοιρία πήγαν στο Καταφύγι και είπαν στον πρόεδρο: «Σε 48 ώρες πρέπει να… να μην υπάρχει ψυχή εδώ μέσα» (Προκόπης). «Κι επειδή… οι αντάρτες έβρισκαν να τρώνε και λοιπά» (Θωμάς). Χτύπησε η καμπάνα και οι κάτοικοι ειδοποιήθηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό σε 48 ώρες (Κώστας).
Χτυπάν τις καμπάνες… Τις καμπάνες τις θυμάμαι πολύ καλά και θυμάμαι μάλιστα που έπλενε η μάνα μου, μαζί με μια ανιψιά της. Ητανε 20 χρόνων κοπέλα η ξαδέλφη μου και λέει: Τι θα κάνω τα πράγματά μου, τι θα κάνω τα προικιά μου; (Σταματία).
Τα προικιά, όπως και τα χωράφια, τα ζώα και τα εργαλεία, αποτελούσαν συστατικά στοιχεία της περιουσίας μιας αγροτικής οικογένειας. Και έπρεπε, όσα από αυτά μπορούσαν, να τα μεταφέρουν. Η εγκατάλειψη του τόπου διαμονής και η μετακίνηση μιας οικογένειας δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Τα παιδιά όμως που έπαιζαν «αμέριμνα κάτω στα ισώματα», όταν άκουσαν την καμπάνα, που πάντα «χτύπαγε ή για καλό ή για κακό», και έμαθαν ότι θα πάνε στον Αϊ-Γιώργη, χάρηκαν: «Χαρές μεγάλες εμείς… τραγούδια, φωνές…» (Βασιλική). «Ου, χαρές! […] Νόμιζαμ’ ότι θα φύγουμε απ’ εδώ και θ’ αλλάξει η ζωή μας» (Αννούλα). Ηθελαν να αλλάξει η ζωή τους, γιατί στο Καταφύγι η ζωή δεν ήταν πια καθόλου ωραία, ούτε ήρεμη. Στις αρχές του 1947 είχαν παρακολουθήσει –εξ αποστάσεως– τη μάχη στη Ραχούλα, στη συνέχεια έγινε η επιστράτευση των Επονιτών από τους αντάρτες, μετά ο Στρατός εγκαταστάθηκε στο Παλιόκαστρο, κύκλωσε το χωριό, ζήτησε να πάνε τα πιο δραστήρια κορίτσια της ΕΠΟΝ στην Τσούκα, όπου βρισκόταν η στρατιωτική διοίκηση, και τέλος η πολιτική ηγεσία του ΕΑΜ/ΚΚΕ του χωριού συνελήφθη ή και παραδόθηκε. Στα παιδιά άρεσε, επίσης, που θα γνώριζαν ένα άλλο χωριό. Στο Καταφύγι έμειναν μόνο κάτι «γερόντια» που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν. «Φορτώσαμε στα γαϊδουράκια εκεί πέρα ό,τι μπορούσανε να σηκώσουν, λίγα τρόφιμα, και πήγαμε στον Αϊ-Γιώργη» (Βασιλική).
«Εκείνο που θυμάμαι εγώ από την ημέρα της αναχώρησης ήταν ένα καραβάνι, ένα καραβάνι με ζώα φορτωμένα, και πίσω όλες οι οικογένειες. Σε κάθε ζώο μια οικογένεια πίσω, να κρατάνε στα χέρια ό,τι μπορούσε ο καθένας. Τι να κρατήσεις και τι μπορούσες να πάρεις; Τα πιο σπουδαία από τα αντικείμενα που χρειαζόμαστε. Κυρίως γύρω από την τροφή και το ντύσιμο». (Αγαθοκλής)
Επρεπε να πάρουν τροφές και κατσαρολικά για να μαγειρεύουν, ρούχα και κουβέρτες για να μην κρυώσουν, και να εξασφαλίσουν τις προίκες· δουλειά χρόνων στα νυχτέρια. Η Αννούλα πήρε μαζί της και την εικόνα. Δεν είχε και πολλές το χωριό και ο παπάς συχνά τη χρησιμοποιούσε σε διάφορες τελετές· τελικά χάθηκε. Πήραν μαζί τους και τα ζώα: «Και θυμάμαι που φεύγαμε και δώσαν τα γελάδια σε μας τα παιδιά, και τα άλλα ζώα τα φορτώνανε με πράγματα». Ηταν ένας γενικός ξεσηκωμός.
Οταν έφτασαν στον Αϊ-Γιώργη, δεν φαίνεται να υπήρχε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το πού θα μείνουν. Οι οικογένειες προσπάθησαν να βολευτούν. Κάποιοι είχαν συγγενείς. Ο Φίλιππος, που είχε παντρέψει εκεί την αδελφή του την άνοιξη του 1945, έμεινε στους συμπέθερους. Η οικογένεια του Προκόπη πήγαν στον «πεθερό του αδελφού του πατέρα» του. Η μητέρα του Θωμά καταγόταν από τον Αϊ-Γιώργη και έμειναν στο σπίτι του θείου του. Η οικογένεια της Ευτυχίας έμειναν στο σπίτι των κουμπάρων τους. Οι Καταφυγιώτες είχαν μετατραπεί σε πρόσφυγες και οι κάτοικοι του Αϊ-Γιώργη δεν είχαν δικαίωμα να αρνηθούν τη χρήση των σπιτιών τους. Τέσσερις οικογένειες τις έστειλαν να μείνουν σε ένα σπίτι δύο δωματίων, με χολ και κουζίνα· και η νοικοκυρά ήταν λεχώνα. Με τα σημερινά δεδομένα, είναι αδιανόητο ακόμα και να το φανταστούμε πώς έζησαν τόσοι άνθρωποι σε ένα σπίτι.
«Χωράγαμε; Με το πλευρό. Είχανε όλοι από 5-6 παιδιά. Εμείς και αυτοί δέκα παιδιά και δυο αυτοί δώδεκα και ήμασταν όλοι σε αυτό το σπίτι. Και το δωμάτιο ήταν με χώμα κάτω. Παλαμισμένο. Και είχε μια ψάθα κάτω. Και από τη μια μεριά η μία οικογένεια και από την άλλη η γυναίκα που ήταν λεχώνα. Και η μεγαλύτερή της κόρη, ήταν 15 χρόνων, και τρύπωνε μαζί με τα άλλα. […] Και όλες αυτές οι οικογένειες είχαν όλες ζώα. Ο χαμός! Και πώς παίζαμε παρ’ όλα αυτά… Δεν ξέρω! Πώς τρώγαμε, πώς μαγειρεύαμε, δεν ξέρω!» (Αννούλα)

Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος