Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει λάθος θέση για τις καταλήψεις
Του Βασίλη Ρόγγα και του Δημήτρη Παπανικολόπουλου
To καταληψιακό κίνημα δεν ξεκίνησε στην Ελλάδα το 2015, όπως θα ήθελαν οι Δεξιοί και τα ΜΜΕ τους να πιστέψει ο κόσμος. Πρόκειται για μια διεθνή πρακτική, ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Δυτική Ευρώπη, από τη δεκαετία του 1960 τουλάχιστον. Άλλωστε, τα μαζικά κινήματα χρησιμοποιούν ένα ρεπερτόριο δράσης που βασικά δεν είναι παράνομο, αλλά ούτε εξαντλείται στο πλαίσιο της νομιμότητας. Σκοπός τους είναι να παρεμποδίσουν την κανονικότητα, ώστε να πιέσουν για αλλαγές, και να μετατοπίσουν το όριο του νόμου προς την κατεύθυνση που θέλουν. Μάλιστα, τις καταλήψεις ως εργαλείο δεν τις μεταχειρίζονται μόνο αντιεξουσιαστές, αλλά και το σπουδαστικό κίνημα (π.χ. καταλήψεις σχολών, σχολείων), το συνδικαλιστικό κίνημα (καταλήψεις Υπουργείων), καλλιτεχνικές και μορφωτικές ομάδες, κ.ο.κ. Κάποιες φορές περιοχές ολόκληρες έχουν καταληφθεί για δεκαετίες.
Οι «ετεροτοπίες» αυτές, είτε μιλάμε για Στέκια, δηλαδή κτίρια που νοικιάζουν πολιτικές και καλλιτεχνικές συλλογικότητες, είτε για καταλήψεις, συχνά αλλάζουν τα ισοζύγια πολιτισμού και πολιτικής σε βάρος των κυρίαρχων θεσμίσεων. Το «δικαίωμα στην πόλη», όπως αποτυπώθηκε από τον Γάλλο μαρξιστή Ανρί Λεφέβρ, είναι στον πυρήνα τέτοιων πρακτικών. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα από την ελληνική περίπτωση. Η «Φαβέλα» στον Πειραιά και το στέκι «Αντίπνοια» στα Πετράλωνα δέχτηκαν επιθέσεις από την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, ακριβώς διότι οι αντιφασιστικές τους πρακτικές ενόχλησαν πολύ. Η δράση τους, όμως, δεν σταματά στην αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό και την Ακροδεξιά. Υγειονομικές, αντιφασιστικές, πολιτισμικές, μορφωτικές, και φυσικά πολιτικές λειτουργίες, εντάσσονται συχνά στο ρεπερτόριο δράσης τους.
Βέβαια, δεν ισχυριζόμαστε πως κάθε κατάληψη είναι νομιμοποιημένη ηθικά ή πολιτικά. Είναι η έμπρακτη, αλληλέγγυα δράση της που τη νομιμοποιεί στο χώρο αναφορά της, στη γειτονιά που ανήκει. Από την άλλη, όμως, δεν ισχύει ότι κάθε κατάληψη είναι εστία ανομίας και πρέπει να κλείσει. Αν ήταν έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν η Νέα Δημοκρατία, και μάλλον κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Ιστορικά, οι κυβερνήσεις που αντιτάχθηκαν στις καταλήψεις αναγκάστηκαν να προβούν είτε σε εκτεταμένη καταστολή, με μεγάλο πολιτικό κόστος, είτε σε συμβιβασμό, είτε σε νομιμοποίηση της λειτουργίας τους. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να έχει διαμορφώσει ένα νομοθετικό πλαίσιο που να ρυθμίζει τα ζητήματα που αφορούν στο συγκεκριμένο θέμα, και μάλιστα δεν θα ήταν η πρώτη, όπως η Δεξιά θα έσπευδε να κινδυνολογήσει. Ο χαρακτηρισμός αυτών των χώρων ως κοινωνικών πειραματισμών, όπως έκανε η Δανία με την Κριστιάνια δεκαετίες πριν, ή η αναγνώρισή τους ως πολιτιστικών, κοινωνικών και πολιτικών κέντρων, που στόχο έχουν την αλληλεγγύη, την αλληλοβοήθεια και την από-εμπορευματοποίηση των δημοσίων αγαθών, θα αντέκρουε τις έξαλλες αιτιάσεις των υπερσυντηρητικών, προσδίδοντας τους μια άτυπη θεσμοποίηση. Η ατολμία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το ζήτημα στοίχισε πολιτικά, τη στιγμή που μέρος της διαχείρισης του προσφυγικού διαχειρίστηκε με μεγάλη επιτυχία και με μέτρο την ανθρωπιά το κίνημα των καταλήψεων στέγης για πρόσφυγες και μετανάστες (π.χ. City Plaza).
Η εκκένωση των καταλήψεων στο Κουκάκι και οι σχετικές δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα στην εκπομπή του Παπαδάκη (23/12/2019) μας προβλημάτισαν σχετικά με τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις καταλήψεις. Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιμετώπισε τις καταλήψεις όπως τις αντιμετώπιζε παραδοσιακά ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά κέντρα της ακομμάτιστης νεολαίας, αλλά συμμερίστηκε τη δεξιά ρητορική περί ανομίας. Είχε μάλιστα λόγια κατανόησης για τα παιδιά που υπηρετούν στην αστυνομία, όχι όμως και για τα παιδιά των καταλήψεων που εδάρησαν ανηλεώς. Με άλλη ευκαιρία, διατύπωσε την άποψη ότι «οτιδήποτε είναι έκνομο είναι καταδικαστέο», θυμίζοντας μας την αντίστροφη -αλλά όχι αντίθετη- θρυλική ρήση «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Αυτή η άποψη πόρρω απέχει από το να είναι αριστερή και ελάχιστα απέχει από το να είναι δεξιά. Και εξηγούμαστε.
Η κατάληψη, όπως αναφέραμε, είναι μια διεθνής κινηματική πρακτική που σκοπό έχει να ασκήσει τη μέγιστη δυνατή πίεση στον αντίπαλο, όταν είναι βραχυπρόθεσμη, και να στεγάσει διαφορετικές πολιτιστικές πρακτικές ή να ικανοποιήσει στεγαστικές ανάγκες, όταν είναι μεσομακροπρόθεσμη. Καθώς η Αριστερά έχει χρησιμοποιήσει κατά κόρον την κατάληψη ως μέσο πίεσης, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει ευλόγως προβεί σε καταλήψεις στο παρελθόν, δεν μπορεί να θεωρεί την πρακτική της κατάληψης έκνομη, καθώς ακυρώνει ένα όπλο των προοδευτικών κινημάτων. Όσον αφορά τις μεσομακροπρόθεσμες καταλήψεις που καταπατούν ιδιοκτησίες, δεν είναι δυνατόν να μην αναγνωρίζει πρώτα απ’ όλα το κοινωνικό έργο που επιτελούν οι καταλήψεις, είτε όταν φιλοξενούν συναυλίες, εκθέσεις και εκδηλώσεις, είτε όταν στεγάζουν άστεγους πρόσφυγες ή νέους αντιεξουσιαστές. Και στις δύο περιπτώσεις λύνεται ένα πρόβλημα. Γιατί πρόβλημα είναι η μη ύπαρξη αντι-εμπορευματικών χώρων που επιτρέπουν τον πειραματισμό και τη δωρεάν συνεύρεση, πρόβλημα είναι και η έλλειψη στέγης για ανθρώπους που δεν έχουν. Συνήθως δεν δημιουργούν κανένα ζητήμα στη γειτονιά, αντιθέτως της δίνουν ζωή.
Στις περιπτώσεις που δημιουργούν προβλήματα στη γειτονιά ή καθίστανται εστίες διακίνησης ναρκωτικών και μικροεγκληματικότητας (όπως η περίπτωση της Αραχώβης στα Εξάρχεια την οποία έκλεισε ο ΣΥΡΙΖΑ), το κράτος φυσικά και πρέπει να παρεμβαίνει. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν πρέπει να ενδίδει η Αριστερά στο κλίμα ηθικού πανικού που η σύγχρονη ΕΡΕ προσπαθεί να δημιουργήσει μέσω των καναλιών που τη στηρίζουν. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών δεν έχουν επαφή με καταλήψεις (όπως ούτε με πρόσφυγες ή άλλα υποκείμενα δαιμονοποιημένα από τη Δεξιά) και, ως εκ τούτου, δεν τραβάνε ζόρι για το τι γίνεται εκεί. Η ασφάλεια ή η ησυχία των πολιτών δεν έχει καμία σχέση με τις καταλήψεις. Γι αυτό δεν πρέπει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετεί τη ρητορική περί ανομίας. Γιατί στην πραγματικότητα οι καταλήψεις δεν νοιάζουν το ευρύ κοινό. Είναι απλώς ένας αντιπερισπασμός της Δεξιάς που δημιουργεί ανασφάλεια στους πολίτες για να τους πουλήσει μετά προστασία, όπως σημείωνε και ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Είναι πολύ εύκολο, ακόμα και στο τελευταίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ (εκτός αν δεν είναι και τότε υπάρχει άλλο πρόβλημα) να αντιπαρέλθει τις γελοιότητες των Δεξιών περί ασφάλειας, απαριθμώντας απλώς τα κατορθώματα των κομμάτων της μίζας και της διαφθοράς, της καταπάτησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, των καταπατήσεων κάθε ράχης και αιγιαλού, και φυσικά των αντιλαϊκών πολιτικών που δημιουργούν γενικευμένη ανασφάλεια στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Το ξαναλέμε: οι καταλήψεις δεν είναι εστίες ανομίες, τέτοιες εστίες είναι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, οι επιχειρήσεις που καταπατούν κάθε εργασιακό δικαίωμα, τα κανάλια που δεν τηρούν καμία δεοντολογία, και η αστυνομία που καταπατά συνεχώς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή είναι η γενικευμένη ανομία! Γι αυτό, κάθε φορά που πολιτικοί ή δημοσιογράφοι ρωτούν για τα Εξάρχεια και τις καταλήψεις είναι χρυσή ευκαιρία για γενικευμένη επίθεση εναντίον της γενικευμένης ανομίας της οποίας προΐσταται η κυβέρνηση της Δεξιάς.
Θα ρωτήσετε: και με το ζήτημα της καταπάτησης της ιδιοκτησίας από τους καταληψίες; Να ποιήσουμε την νήσσαν; Όχι, βέβαια. Θα είμαστε ευθείς και σε αυτό. Οι καταληψίες μπαίνουν σε άδεια κτίρια. Αυτό εν πρώτοις δεν είναι προβληματικό. Ίσα ίσα, αξιοποιούνται αυτά τα κτίρια για τις κοινωνικές ανάγκες. Το πρόβλημα προκύπτει, όταν ο ιδιοκτήτης θέλει να το αξιοποιήσει. Αν αυτός είναι το κράτος, τότε μπορεί να υπάρξει συμφωνημένη ή μονόπλευρη νομιμοποίηση, όπως έχει γίνει κατά κόρον σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Αν ο ιδιοκτήτης είναι κάποιος άλλος Οργανισμός, όπως η Εκκλησία, ή κάποιος ιδιώτης, τότε μπορεί να γίνει διαπραγμάτευση μεταξύ ιδιοκτήτη, κράτους, και καταληψιών, ώστε να βρεθεί μια κοινώς αποδεκτή λύση. Αν κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό, τότε να τους προτείνεται να πάνε σε άλλο άδειο κτίριο του δημοσίου. Αν πάλι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο διαθέσιμο, να μπορούν να μείνουν οι καταληψίες μέχρι να ξεκινήσει η αξιοποίηση από τον ιδιώτη (γιατί πολλές φορές η δήλωση πρόθεσης αξιοποίησης είναι προσχηματική). Αν, στην περίπτωση που η στάση του ιδιοκτήτη δεν είναι προσχηματική, οι καταληψίες δεν δέχονται να αποχωρήσουν, να γίνεται εκκένωση. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται σαφές ότι 1) οι καταλήψεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα της ανομίας, 2) ότι πρέπει να αναγνωρίζεται ο κοινωνικός και πολιτιστικός ρόλος όσων καταλήψεων έχουν να επιδείξουν τέτοιο, 3) να γίνεται προσπάθεια να αξιοποιηθούν αδειανά κτίρια του δημοσίου σε περίπτωση που κληθούν οι καταληψίες να αποχωρήσουν για λόγους αξιοποίησης της κατάληψης, 4) να εκκενώνονται οι καταλήψεις ύστερα από συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες και μόνο στην περίπτωση που ξεκινήσει όντως η αξιοποίηση του κτιρίου, και 5) η χρήση βίας να αποτελεί τη λύση μόνο όταν εξαντληθούν όλα τα προηγούμενα μέσα.
Επομένως, δεν υπάρχει λόγος η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετεί αστικό, καθεστωτικό και αντικινηματικό λόγο. Η χώρα δεν απειλείται από τις καταλήψεις, αλλά από την ανασφάλεια που προκαλεί η γενικευμένη ανομία του λευκού κολάρου και η φτώχεια που προκαλούν οι δεξιές πολιτικές. Τα ζητήματα των καταλήψεων μπορούν να λυθούν στο πλαίσιο συνεννόησης και όχι στο πλαίσιο ενός υποκριτικού ηθικού πανικού όσων δεν ενοχλούνται από τα ιδιόκτητα κουφάρια με τα οποία έχουν γεμίσει οι πόλεις μας.