Ο εκδημοκρατισμός της οικονομίας πρέπει να αποτελέσει κεντρικό στοιχείο της οποιασδήποτε πολιτικής για τον παραγωγικό μετασχηματισμό.
Ο επαναπατρισμός των παραγωγικών δραστηριοτήτων είναι καίριας σημασίας σε μια προοδευτική ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική. Το σημαντικότερο όλων είναι να εγκαταλείψουμε τη λογική που οδηγεί τους εργαζόμενους και ολόκληρες περιοχές σε κατάσταση γενικευμένου ανταγωνισμού. Αυτή η σχέση μεταξύ των εταιρειών / περιοχών δεν είναι βιώσιμη. Εμποδίζει την εφαρμογή ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου, γιατί ακολουθεί τη λογική των αγορών και της χρηματιστικής οικονομίας. Με αποτέλεσμα η εξωτερική ανάθεση (outsourcing) και η υπεργολαβία να εκτοξευτούν στα ύψη τις τρεις τελευταίες δεκαετίες.
Η χρηματιστική οικονομία πρέπει να ξαναρυθμιστεί για να χαλαρώσει ο βρόχος που επικρέμαται επάνω από την πραγματική οικονομία. Οι δεκαετίες του θριαμβεύοντος νεοφιλελευθερισμού που πέρασαν επέτρεψαν στους κατόχους τίτλων να αποκτήσουν σημαντική επιρροή εις βάρος των μισθωτών και των παραγωγικών επενδύσεων. Η ακραία μεταβλητότητα των κεφαλαιακών ροών καθιστά την επιστροφή των παραγωγικών επενδύσεων πολύ λιγότερο επικερδή, στρώνοντας έτσι τον δρόμο για την εξαφάνιση πολυάριθμων βιομηχανικών τομέων και τη συγκέντρωση των πιο ανταγωνιστικών βιομηχανιών στις δυναμικότερες χώρες του πυρήνα της Ε.Ε. Επομένως, είναι εξαιρετικά σημαντικό να θεσπίσουμε ένα συνεκτικό σύνολο αποτελεσματικών μηχανισμών προκειμένου να αναχαιτίσουμε το κεφάλαιο, στο οποίο θα πρέπει να συμπεριλάβουμε έναν φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, την κατάργηση των υψηλών ρυθμών στις εμπορικές συναλλαγές και την αυστηρή αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι τράπεζες καταθέσεων από τις εμπορικές τραπεζικές δραστηριότητες.
Το σχέδιο για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της Ευρώπης δεν μπορεί να είναι προοδευτικό αν δεν επιδιώκει να μειώσει τις ασυμμετρίες μεταξύ του πυρήνα και της περιφέρειας. Όπως έχει, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση έχει ενισχύσει τις ανισορροπίες στο εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και έχει οξύνει τις εντάσεις ανάμεσα στις εθνικές βιομηχανίες. Από το 2008, το παραγόμενο βιομηχανικό προϊόν μειώθηκε μαζικά και με άνισο τρόπο στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη πόλωση. Εκτός από την Πολωνία, η βιομηχανική παραγωγή της οποίας αυξήθηκε κατά 18% μεταξύ του 2008 και του 2013, οι χώρες στον πυρήνα της Ε.Ε. κατάφεραν, στην καλύτερη περίπτωση, να ανακτήσουν το παραγωγικό επίπεδο που είχαν προ κρίσης. Επωφελήθηκαν από ένα ειδικό σύστημα βιομηχανικών σχέσεων (του οποίου ηγείτο η Γερμανία), το οποίο στηρίζεται στη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και των κερδών μέσω της εξωτερικής ανάθεσης της παραγωγής. Όμως, η συντριπτική πλειονότητα των κρατών – μελών της Ε.Ε. δεν κατάφερε να αναστρέψει τη βαθιά τάση αποβιομηχάνισης. Τα περιφερειακά και διαρθρωτικά ταμεία δεν κατάφεραν να εκπληρώσουν τον αρχικό τους στόχο: να μειώσουν τις διαφορές του επιπέδου ζωής μεταξύ των κρατών και να βοηθήσουν τις οικονομικά αδύναμες χώρες να δημιουργήσουν βιώσιμες οικονομικές δομές. Έπειτα από οκτώ χρόνια κρίσης, η Ε.Ε. είναι πιο πολωμένη και διασπασμένη από ποτέ άλλοτε. Οι οικονομικές δραστηριότητες και η πολιτική δύναμη τείνουν να συγκεντρώνονται όλο και πιο πολύ στο κέντρο, που περιορίζει τη ζημιά της βιομηχανίας του, ενώ η περιφέρεια είναι πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά αποδυναμωμένη από την τρόικα.
Το σχέδιο ανάκαμψης για την Ευρώπη δεν μπορεί να αγνοήσει αυτές τις εντεινόμενες ασυμμετρίες. Πρέπει να υπερβούμε την τρέχουσα διχοτομία «κέντρο εξαγωγέας /περιφέρεια εισαγωγέας». Οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας χρειάζονται ένα μείζον επενδυτικό πακέτο για να αναβιώσουν τον βιομηχανικό και παραγωγικό τους ιστό, ενώ ο ευρωπαϊκός πυρήνας πρέπει να τονώσει ενεργά την εσωτερική του ζήτηση. Η ανοικοδόμηση των αλυσίδων αξιών απαιτεί άλλες ρυθμίσεις για τις ανταλλαγές με τον υπόλοιπο κόσμο και άλλες για τα κράτη της Ευρωζώνης προκειμένου να μετριαστεί η πίεση που ασκείται στους πιο αδύναμους. Ωστόσο, μια τόσο ριζική αλλαγή λογικής δεν πρόκειται να γίνει ποτέ αν δεν αντικαταστήσουμε τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό με τη συνεργασία.
Ο Μαξίμ Μπενατούιλ είναι κοινωνιολόγος – πολιτικός επιστήμων.
Μετάφραση, Καλλιόπη Αλεξοπούλου
Πηγή: Η Αυγή από άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Τransform!