Αλμπέρ Καμύ «Τα θεατρικά: Καλιγούλας, Η παρεξήγηση, Οι δίκαιοι, Κατάσταση πολιορκίας», μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Καστανιώτη, 2021
Ο Αλμπέρ Καμύ αγαπούσε πολύ το θέατρο. Όπως έλεγε και ο ίδιος, και διαβάζουμε στον πρόλογο του βιβλίου, ο νομπελίστας συγγραφέας θεωρούσε το θέατρο «το ύψιστο λογοτεχνικό είδος και, εν πάση περιπτώσει, το πλέον οικουμενικό». Τα θεατρικά του έργα, ωστόσο, είναι το κομμάτι του έργου που έχει δεχθεί εκτός από εγκώμια και έντονη κριτική αμφισβήτηση, τουλάχιστον κάποια από αυτά, και ειδικά την εποχή που εμφανίστηκαν.
Ο συγκεκριμένος τόμος περιέχει τα τέσσερα πρωτότυπα θεατρικά του Καμύ (καθώς έχει κάνει και διασκευές λογοτεχνικών έργων): τον Καλιγούλα, την Παρεξήγηση, τους Δίκαιους και την Κατάσταση πολιορκίας, γραμμένα όλα τη δεκαετία του 1940, πλην του Καλιγούλα, για τον οποίο η πρώτη εγγραφή/σημείωση εντοπίζεται στα Σημειωματάρια του Καμύ τον Ιανουάριο του 1937. Ο Καλιγούλας, ωστόσο, είναι ένα έργο που ο Καμύ τροποποίησε πολλές φορές μέσα στα χρόνια, έως και το 1958, παράλληλα με την επεξεργασία του υπόλοιπου έργου του, καθώς «οι διορθώσεις που επέφερε διαρκώς στο έργο του υπακούουν στην εξέλιξη της σκέψης του».
Στο βιβλίο, εκτός από τα τέσσερα θεατρικά του Καμύ, περιέχεται και εκτενές συνοδευτικό υλικό, με αναλύσεις για τα έργα και για την πορεία της συγγραφής τους, με ιστορικό των παραστάσεων και άλλα πολλά. Όσον αφορά τον Καλιγούλα υπάρχουν και αποσπάσματα από παλιότερες εκδοχές που αφαιρέθηκαν κατά τη διαδικασία συνεχούς επεξεργασίας του κειμένου από τον Καμύ.
Το έργο του Καμύ δεν έχει πάψει να προκαλεί συζητήσεις και νέες αναγνώσεις μέσα στα χρόνια, αναγνώσεις πολύπλευρες που κι αυτές στη συνέχεια μπορεί να γίνονται συχνά αντικείμενο νέας ανάλυσης και συζήτησης, με αποκλίσεις και συγκλίσεις. Αυτό αντανακλάται και στις αναλύσεις που συνοδεύουν τα θεατρικά έργα του σε αυτόν τον τόμο αλλά και στις αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές, που προκάλεσαν αυτά τα έργα τόσο στην εποχή τους όσο και αργότερα, και οι οποίες επίσης αποτυπώνονται σε αυτή την πλούσια έκδοση.
Κώστας Αθανασίου
Πηγή:Η Εποχή