Macro

Ο Καμμένος, ο Κοτζιάς και το δάσος

Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει στην πολιτική να μην έχουμε εποπτεία τού «δάσους», την ώρα που εξετάζουμε με μεγάλη προσοχή το «δέντρο». Παρασυρμένοι από την ασύμμετρη δημοσιότητα που παίρνουν πότε οι κινήσεις και οι δηλώσεις του Π. Καμμένου, που πιστεύει ότι έτσι διασώζει το κόμμα του και τον εαυτό του, και πότε οι κινήσεις και οι δηλώσεις του Ν. Κοτζιά, που αποφάσισε, όπως φαίνεται, να «κάνει παιχνίδι» μόνος του, χάνουμε το κύριο και σημαντικό: οι προϋποθέσεις για να αποδόσει η λογική τών συνεργασιών σε προγραμματική βάση, δηλαδή η πρακτική εφαρμογή τής καθιέρωσης της απλής αναλογικής, δεν είναι δεδομένες, χρειάζεται να κατακτηθούν.
Ένα εύκολο συμπέρασμα μετά από αυτή τη διαπίστωση θα μπορούσε να είναι η εκτίμηση πως ήταν άκαιρη η νομοθέτηση της απλής αναλογικής. Πρόκειται για εκτίμηση άστοχη και επικίνδυνη. Άστοχη, γιατί χωρίς την καθιέρωσή της δεν πρόκειται ποτέ να διαμορφωθούν οποιεσδήποτε συνθήκες εφαρμογής της. Επικίνδυνη, γιατί το ισχύον σύστημα ή οποιαδήποτε παραλλαγή τής υπερενισχυμένης τείνει να ενισχύει πότε τον ένα και πότε τον άλλο πόλο ενός συστήματος, και κατά προτίμηση τη συσπείρωση στο συντηρητικό πόλο συντηρητικοποιημένων δυνάμεων του κέντρου.

Αμφίπλευρη η ευθύνη

Η ευθύνη για τη μη διαμόρφωση των κατάλληλων προϋποθέσεων είναι αμφίπλευρη. Η τάση για συσπείρωση και συνεργασίες ή συμμαχίες –ή για την αποφυγή τους– βασίζεται τις πιο πολλές φορές είτε σε συγκυριακές ανάγκες είτε σε επιφανειακές αναλύσεις των δεδομένων. Δεν προέρχεται από εκτιμήσεις με προγραμματικό βάθος και αντίστοιχη πολιτική προοπτική. Και για να μη μιλάμε μόνο για τους άλλους, ο ΣΥΡΙΖΑ βολεύτηκε επί τέσσερα χρόνια με την εξασφάλιση της κυβερνητικής πλειοψηφίας χάρη στη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ —η οποία ουδέποτε συζητήθηκε ή αναλύθηκε σοβαρά, όπως θα έπρεπε να γίνει ακόμη και αφότου θεωρήθηκε αναγκαίο κακό. Δεν έκανε τον κόπο, ως κόμμα και σε απόσταση ασφαλείας από την κυβέρνηση, να την κρίνει, να την αποτιμήσει, να κάνει τον απολογισμό της, να αναρωτηθεί γι΄ αυτήν, παρά αρκέστηκε μόνο να αναζητά όπως-όπως λύσεις, όταν άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στην κυβέρνηση. Τότε μόνο άρχισε η αναζήτηση άλλων διεξόδων. Πιθανότατα με την ίδια λογική, την ίδια αβαθή προοπτική και, προφανώς, με τις ίδιες αδυναμίες.
Με τη στάση τής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ —γιατί περί αυτού πρόκειται— δύσκολα μπορεί να ασχοληθεί σοβαρά κανείς. Αυτή καθορίζεται από παράγοντες που δεν έχουν πολιτικό βάθος και διαμορφώνεται πότε υπό την πίεση βαρόνων και πότε τυχοδιωτικά. Το ότι πάντοτε έχει την τάση να κλίνει επί δεξιά, ίσως είναι το μικρότερο κακό.
Όταν ρωτούν, για παράδειγμα, την κ. Γεννηματά με ποιον θα πάει και ποιον θ΄ αφήσει, εφόσον τεθεί το ζήτημα σχηματισμού κυβέρνησης, άλλοτε λέει ότι θέλει «κυβέρνηση των τριών» και άλλοτε, δηλαδή μόλις πει ο ΣΥΡΙΖΑ το αυτονόητο «όχι», απευθύνεται στο λαό ζητώντας τη δύναμη να καθορίσει εκείνη τις εξελίξεις. Ας πούμε ότι της τη δίνει και αναδεικνύει το ΚΙΝΑΛ δεύτερο ή και πρώτο κόμμα: πάλι δεν υπάρχει το ερώτημα «με ποιον θα πάει και ποιον θ΄ αφήσει»; Η απουσία απάντησης στο ερώτημα σημαίνει απουσία πολιτικής συμμαχιών —και ό,τι ήθελε προκύψει.

Το κόμμα που χρειάζεται

Αν, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ σκέφτεται σοβαρά να διανοηθεί και να ασκήσει πολιτική προγραμματικών συνεργασιών, όπως επιβάλλει η επιλογή του υπέρ της απλής αναλογικής, είναι υποχρεωμένος να κάνει δύο πράγματα.
Πρώτον, να επεξεργαστεί, να συζητήσει επαρκώς και να διακηρύξει δημόσια και προκλητικά την αποφασισμένη πολιτική συνεργασιών, όποια κι αν είναι. Να μην αρκεστεί στο μεροδούλι-μεροφάι της επ΄ ευκαιρία αναζήτησης μιας νέας πρόσκαιρης πλειοψηφίας. Δεν λέμε να την απορρίψει, ώστε να κάνει το χατίρι της ΝΔ, αλλά να έχει συνείδηση ότι δεν αρκεί. Όπως απλά δεν αρκούσε η επιλογή συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ.
Δεύτερον, να ενισχύσει τη θέση του, ώστε να βελτιώσει τους συσχετισμούς και οι συνεργασίες να κλίνουν στην πράξη, και εξ αυτού, επ΄ αριστερά. Ενίσχυση δεν σημαίνει, προφανώς, απλή εκλογική κατίσχυση, πολύ περισσότερο με αποκλειστικό στόχο την «αυτοδυναμία». Σημαίνει πολύπλευρη ενίσχυση του ρόλου του κόμματος στην πολιτική σκηνή, στην κοινωνία και, επίσης, στο πεδίο διεκδίκησης της ιδεολογικής ηγεμονίας.
Πρόσφατα ένας φίλος και σύντροφος μάς υπενθύμισε ότι ο Μπερλιγκουέρ έλεγε για το Ιταλικό ΚΚ και την Ιταλία: δεν μας φτάνει ούτε το 51% στις εκλογές. Ναι, γιατί δεν είναι θέμα μόνο ποσοστών. Και το έλεγε τις μέρες της μεγάλης δόξας. Κι ας είχε συνδικάτα, συνεταιρισμούς, δήμους, περιφέρειες, οργανωτική δύναμη, πολιτική και ιδεολογική επιρροή τεράστια. Δεν πρόκειται για άστοχες συγκρίσεις, αλλά για εξαιρετικά διδακτικές παρατηρήσεις.

Εργαστήριο ιδεών και παρεμβάσεων

Ενίσχυση για ένα κόμμα, ιδίως τής αριστεράς, σημαίνει δυνατότητα παραγωγής ιδεών, επεξεργασίας πολιτικών προτάσεων-θέσεων, μετατροπής τους σε στόχους πρακτικούς· σημαίνει δυνατότητα διάδοσης και υποστήριξής τους μέσα στον κόσμο, δηλαδή οργανικής σύνδεσής τους με τις ανάγκες της καθημερινής ζωής· σημαίνει δυνατότητα καλλιέργειας και διάδοσης ενός οράματος για το σήμερα και το αύριο, όχι «άπιαστα πουλιά πέντε-δέκα στον παρά», αλλά χειροπιαστό και διεκδικίσιμο.
Ισχυρό κόμμα σημαίνει κόμμα ικανό να κινητοποιεί την κοινωνία, ώστε να μην καθυστερεί ή περικόπτεται το πρόγραμμα μιας συμμαχικής κυβέρνησης υπό την επιρροή των πιο συντηρητικών εταίρων ή των πιο ασθενών στις πιέσεις τών αντιπάλων της.
Σημαίνει, δηλαδή, ένα κόμμα που μπορεί να αξιοποιήσει κριτικά και δημιουργικά την πείρα μιας συμμαχικής κυβέρνησης, θετική και αρνητική, χωρίς να περιορίζεται απλά στη δικαιολόγησή της. Ένα κόμμα ικανό να αντιπαρατεθεί όχι με τις ανακοινώσεις του Μαξίμου, αλλά με τις δικές τους υλικές και πνευματικές δυνάμεις στην πολυπλόκαμη προπαγάνδα της πολιτικο-οικονομικής διαπλοκής, χωρίς να προσπαθήσει να μιμηθεί τις μεθόδους της. Ο κόσμος καταλαβαίνει πολλά από την προσωρινή κράτηση του Γ. Παπαντωνίου, ακόμα και χωρίς τα τουίτ του συντρόφου Πολάκη. Θα καταλάβει, όμως, πολύ περισσότερα, αν του δείξεις με πειστικό τρόπο πώς αυτά που μπόρεσες να διασώσεις μέσα στα μνημόνια, μπορούν να γίνουν πολλαπλάσια μετά τη λήξη τους, ακολουθώντας το δικό σου ρεαλιστικό σχέδιο —και όχι το αντίπαλο, της ΝΔ.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή