Όψεις μιας αποτελεσματικής αριστερής προσέγγισης του μεταναστευτικού
Με εκστασιασμό και υπερηφάνεια για το ασύλληπτο ταλέντο και τις εξωπραγματικές επιδόσεις του στο γήπεδο, η Ελλάδα καμάρωσε στο φετινό Eurobasket τον «Greek Freak» Γιάννη Αντετοκούνμπο –με μόνη εξαίρεση όσους/ όσες ενστερνίζονται το δίκαιο του αίματος και συσπειρώθηκαν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης γύρω από το hashtag #notmynationalteam. Εντούτοις, το ρεύμα όσων εναπόθεσαν αυθόρμητα, απροσποίητα και φυσικά τις (αθλητικές) ελπίδες του έθνους στον αφροέλληνα «θεό» από τα Σεπόλια, ήταν σαφώς κυρίαρχο και εντυπωσιακά μεγάλο. Κομμάτι του ήταν όχι μόνο οι συνήθεις «ύποπτοι», αλλά και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και πολιτευτές του Κέντρου και της Δεξιάς.
Λίγες ημέρες αργότερα, στη συνέντευξη που έδωσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη ΔΕΘ, ανέφερε σχετικά με τη μετανάστευση τα ακόλουθα: «Αν βρεθείτε στην ύπαιθρο, αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα, που είναι τουριστικά κέντρα, υπάρχει τεράστιο έλλειμμα εργατικών χεριών. Και στους αγρότες γης και στον τουρισμό, παντού στην αγορά. Εργατικών χεριών, εργασιών που για λόγους που δεν είναι της παρούσης να συζητήσουμε, οι έλληνες συμπολίτες μας δεν επιθυμούν να εργαστούν σε δουλειές του ποδαριού, στο μάζεμα της ελιάς, στο μάζεμα των ροδάκινων», ενώ στη συνέχεια κωδικοποίησε τη λογική κοινωνικής ένταξης μεταναστών/τριών ως εξής: «[ε]άν έρθετε εδώ, θα ξέρετε ότι έχετε δύο επιλογές: ή να γυρίσετε πίσω, ή να ενταχθείτε με τους όρους που το ελληνικό κράτος προβλέπει να ενταχθείτε, που σημαίνει να μπείτε σε μία παραγωγική διαδικασία, που σημαίνει η ερειπωμένη ύπαιθρος να αποκτήσει εργάτες γης, που σημαίνει ότι δεν θα κάθεστε για να σας δίνουμε επιδόματα μέχρι να βρείτε τον τρόπο να φτάσετε στην Ευρώπη […]». Ολοκληρώνοντας σημείωσε: «Κάποια στιγμή πρέπει να [το] συζητήσουμε σοβαρά. Να σπάσουμε αυτό το ταμπού. Είναι κρίσιμο θέμα. Έχει να κάνει και με την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, έχει να κάνει και με τον καταμερισμό εργασίας, έχει να κάνει όμως και με το πώς συνολικά μπορείς να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα, όχι κρύβοντας το κάτω από το χαλί».
Σκοπός του ανά χείρας κειμένου είναι να συμβάλει στην εν λόγω συζήτηση, σκιαγραφώντας άξονες μιας αριστερής πολιτικής προσέγγισης του μεταναστευτικού ζητήματος. Ξεκινώντας από την πολιτική περιθωριοποίησης και εργασιακής ένταξης μεταναστών/ριών που εφαρμόστηκε στο παρελθόν, θα φωτίσουμε στη συνέχεια την ανάγκη αλλαγής στρατηγικής που οφείλει να ακολουθήσει σήμερα η Αριστερά.
Η πολιτεία ως εγγυήτρια μιας διαρκούς επισφάλειας
Με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού η Ελλάδα μετατράπηκε σε χώρα άφιξης μαζικών μεταναστευτικών ροών. Τη δεκαετία του 2000, ο μεταναστευτικός πληθυσμός της χώρας αντιστοιχούσε σε 12–14% του εργατικού δυναμικού. Η πλειοψηφία των μεταναστών/ριών εργαζόταν ανασφάλιστα με έως και 40% χαμηλότερες απολαβές από τις αμοιβές ημεδαπών εργαζόμενων και σε θέσεις που δεν αντιστοιχούσαν στην επαγγελματική κατάρτιση και το μορφωτικό τους επίπεδο. Το 75% όσων απασχολούνταν σε ελληνικά νοικοκυριά για τη φροντίδα παιδιών ή ηλικιωμένων και για οικιακές εργασίες ήταν μετανάστριες, το 27,5% των εργαζομένων σε οικοδομές ήταν μετανάστες. Εκτός από τον κατασκευαστικό κλάδο, μετανάστες/ριες εργάστηκαν και στους δύο άλλους εποχιακούς κλάδους της οικονομίας, τον τουρισμό και τη γεωργία. Αξίζει να σημειωθεί πως στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η γεωργία αντιστοιχούσε σε περίπου 10% του ΑΕΠ και σχεδόν το 1/3 των συνολικών εξαγωγών της χώρας.
Η συντριπτική πλειονότητα των μεταναστών/ριών της εποχής διέμεναν χωρίς νόμιμη άδεια στην ελληνική επικράτεια. Το 1997, η ελληνική πολιτεία προχώρησε στο πρώτο πρόγραμμα νομιμοποίησης παράτυπων μεταναστών/ριών. Ακολούθησαν πολλά ακόμα, τα οποία παρέμειναν προσκολλημένα στην ίδια πάντα λογική: απαιτείτο από τους αιτούντες να τεκμηριώσουν πως διαμένουν για τουλάχιστον ένα έτος στη χώρα, προσκομίζοντας λογαριασμούς ΔΕΚΟ, σφραγισμένα ταξιδιωτικά έγγραφα ή ένσημα ενός εργασιακού έτους. Με απολύτως προβλέψιμο αποτέλεσμα, ο μόνος τρόπος ικανοποίησης των εν λόγω διατάξεων ήταν οι μετανάστριες/τες να είναι αναγκασμένοι να αγοράζουν ένσημα ασφαλιστικών ταμείων, χωρίς την πλήρη κατοχύρωση ασφαλιστικών δικαιωμάτων και δαπανώντας χρηματικά ποσά που απέκτησαν ως αδήλωτοι εργαζόμενοι. Κοινός παρονομαστής όλων των νομοθετικών παρεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν από το 1990–2010 ήταν η διατήρηση του status quo, κεντρικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν: (1) η απουσία συντεταγμένων μέτρων για την ένταξη μεταναστών/ριών στον κοινωνικό ιστό και στην αγορά εργασίας (πχ. συστηματική εκμάθηση ελληνικής γλώσσας, διδασκαλία ιστορίας, πρωτοβουλίες διαπολιτισμικού διαλόγου και πάταξης της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, καμπάνιες ενημέρωσης μεταναστών/τριών για τα δικαιώματά τους, λήψη μέτρων πρωτοβουλιών για την πάταξη της ανασφάλιστης απασχόλησης), (2) το μονίμως επισφαλές καθεστώς παραμονής στη χώρα, επακόλουθο του μεγάλου χρόνου επεξεργασίας χορήγησης των αδειών παραμονής, τον περιορισμένο χρόνο ισχύος τους και το μεγάλο οικονομικό κόστος, καθώς και (3) η μαύρη και ανασφάλιστη εργασία μεταναστών/τριών.
Νεοφιλελεύθερη συναίνεση και εργασιακή υπερεκμετάλλευση
Η αύξηση του μορφωτικού επιπέδου του ελληνικού πληθυσμού είχε ως επακόλουθο να υπάρξουν αξιοσημείωτες δομικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Συγκεκριμένα, οι νεότερες γενιές επιχειρούσαν να εργαστούν σε τομείς με υψηλότερες απολαβές, εγκαταλείποντας χειρωνακτικές εργασίες στον αγροτικό τομέα, αλλά και μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς της οικονομίας.
Το 1971, μόνο το 29,1% των γυναικών στην Ελλάδα συμμετείχε στην αγορά εργασίας, ενώ το 59,7% εξ αυτών εργαζόταν αμισθί στην οικογενειακή επιχείρηση. Το 2006, το ποσοστό των Ελληνίδων που συμμετείχαν στην αγορά εργασίας είχε ανέλθει στο 55%, έναντι 79,1% των ανδρών. Από το 1991, οι Ελληνίδες ξεκίνησαν να εισέρχονται όλο και πιο μαζικά στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, η παραδοσιακή κατανομή των ρόλων στα ελληνικά νοικοκυριά δεν είχε αλλάξει. Η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας δεν αναπληρώθηκε από τη συμμετοχή των ανδρών στα καθήκοντα που προηγουμένως εκτελούσαν οι γυναίκες, αλλά είχε ως αποτέλεσμα οι μετανάστριες να αντικαταστήσουν σε μεγάλο βαθμό την εργασία των γυναικών της οικογένειας και τις υπηρεσίες ενός ανύπαρκτου κοινωνικού κράτους.
Επιπλέον, η απασχόληση μεταναστών/ριών σε μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις αύξησε την ανταγωνιστικότητά τους, τις κατέστησε πιο ανθεκτικές στις πιέσεις που υφίσταντο ως συνέπεια της παγκοσμιοποίησης και της ένταξης στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά. Η αντικατάσταση της οικογενειακής εργασίας σε αυτές τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από μετανάστες/ριες πρόσφερε τη δυνατότητα στις συζύγους και τα παιδιά του ιδιοκτήτη να ακολουθήσουν υψηλότερα αμειβόμενη και ασφαλισμένη εργασία, αυξάνοντας έτσι το διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα.
Η παντελής απουσία μέτρων αντιμετώπισης της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας μεταναστών/ριών από εργοδότες και κρατικής μέριμνας για την ένταξη μεταναστών/ριών, σε συνδυασμό με μια νομοθεσία στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν η ποινικοποίηση και αστυνομική καταστολή της μετανάστευσης, είχαν ως αποτέλεσμα η νόμιμη παραμονή μεταναστών/ριών για σταθερό χρονικό διάστημα να καθίσταται σχεδόν αδύνατη, καθηλώνοντας έτσι τον μεταναστευτικό πληθυσμό της χώρας σε συνθήκες μόνιμης κοινωνικής επισφάλειας και εργασιακής εκμετάλλευσης. Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία ρατσιστικών και εθνικιστικών αντιλήψεων και αφηγημάτων στον δημόσιο διάλογο περί μετανάστευσης ήταν καθοριστικής σημασίας για τον τρόπο ένταξης μεταναστών/ριών στην ελληνική αγορά εργασίας σε συνθήκες αυξημένου ανταγωνισμού στο νέο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό, ο αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση μεταναστών/ριών, παρήγαγαν κοινωνική συνοχή και ευρεία συναίνεση. Ως εκ τούτου, αποδείχθηκαν μια εξαιρετικά αποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης των προκλήσεων που έθεταν οι νέες συνθήκες, που αποτυπώθηκαν στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό μέσω:
της αύξησης των κερδών μεγάλων οικονομικών μονάδων που απασχολούσαν μετανάστες
της ενίσχυση της ανθεκτικότητας μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων
της ένταξης γυναικών και (άλλων μελών της οικογένειας που εκτελούσαν μη αμειβόμενες εργασίες) στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα την αύξηση του διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος
της παράτασης της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων χωρίς την καταπολέμηση της μαύρης εργασίας και την κατοχύρωση ασφαλιστικών δικαιωμάτων μεταναστών/τριών
της ανάληψης εργασιών φροντίδας, υποκαθιστώντας το ρόλο των Ελληνίδων, αλλά και του σχεδόν ανύπαρκτου κοινωνικού κράτους.
Ως εκ τούτου, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση μεταναστών/τριών αποτέλεσε κεντρικό συστατικό της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό κατά την περίοδο 1990–2010.
Από τον ανθρωπισμό στην ιδεολογική μάχη
Εδώ και τρεις δεκαετίες ο διάλογος για την πολιτική διαχείριση της μόνιμης εγκατάστασης μεγάλου αριθμού μεταναστών/ριών στην Ελλάδα εξελίσσεται μεταξύ ενός πόλου που ζητά την απέλαση τους και ενός άλλου πόλου που δέχεται την ύπαρξή τους στην ελληνική επικράτεια υπό την ρητά ή εμμέσως εκφρασμένη προϋπόθεση της απόλυτης αφομοίωσής τους, για την οποία –στο εν λόγω ερμηνευτικό σχήμα– δεν φέρει ευθύνη η οργανωμένη πολιτεία, αλλά γίνεται αντιληπτή ως ατομική υποχρέωση των μεταναστών/ριών.
Στο πλαίσιο αυτό, και παρά την αδιαμφισβήτητη σημασία πράξεων αλληλεγγύης και συμβολισμού (αντιρατσιστικά φεστιβάλ, παρουσία Καντίτσα Σάνκο στο προεδρικό μέγαρο με Α. Τσίπρα), το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, όπως και το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς, παραμένουν καθηλωμένοι στο επίπεδο των συμβολισμών, είναι εξαιρετικά προβληματικό. Η σχεδόν αποκλειστικά ανθρωπιστική επιχειρηματολογία της Αριστεράς κατά του ρατσισμού και η αδυναμία της να κατανοήσει και να καταπολεμήσει την περιθωριοποίηση μεταναστών/ριών ως σύνθετη μορφή καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, περιορίζει σημαντικά την δυνατότητα άρθρωσης μιας αποτελεσματικής στρατηγικής. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να αντιληφθούμε πως το ζήτημα της μετανάστευσης δεν είναι απλά ζήτημα προστασίας των αδύναμων άλλων, αλλά πεδίο ιδεολογικής μάχης για την επανανοηματοδότηση της ελληνικής –δηλαδή και της δικής μας– ταυτότητας.
Η εθνική ταυτότητα είναι πεδίο πάλης και ταξικών ανταγωνισμών. Ποια στοιχεία αναγνωρίζονται από την πλειοψηφία ως χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός πληθυσμού, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως έθνος, είναι αποτέλεσμα του συσχετισμού δύναμης. Τούτος εξαρτάται ουσιωδώς από την ορθή αποτίμηση των δυνατοτήτων, στη βάση των οποίων οι ανταγωνιζόμενοι αναπτύσσουν τη στρατηγική τους. Ένα ιδεολογικό αφήγημα –και ως αυτό οφείλουμε να κατανοήσουμε την εθνική ταυτότητα– δεν αντικαθίσταται με μία κίνηση από ένα ολοκληρωμένο άλλο, αλλά μέσω της νοηματοδότησης κοινών και διαιρετικών στοιχείων μιας βιωμένης πραγματικότητας. Κομμάτι αυτής είναι το Eurobasket, η επιτυχία καλλιτεχνών μεταναστευτικής καταγωγής (π.χ. Μαρίνα Σάττι, Νέγρος του Μοριά, Ελένη Φουρέιρα), ακόμα και η στεγαστική κρίση και η άδεια διαμονής επενδυτή (Golden Visa), η οποία αποδεικνύει ότι η ελληνική πολιτεία δεν απεχθάνεται τους ξένους, αλλά τους φτωχούς –ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής.
Ρεαλισμός και στρατηγική απεύθυνση
Είναι εμφανές ότι ο διακηρυγμένος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για δίκαιο κράτος, δίκαιη κοινωνία και δίκαιη οικονομία, είναι ασύμβατος με μια ένταξη στην παραγωγική διαδικασία, η οποία βασίζεται στην εθνική καταγωγή. Η εν λόγω προσέγγιση υπήρξε πάγια συντεταγμένη μιας νεοφιλελεύθερης, επίπλαστης ευμάρειας «μόνο για Έλληνες», την οποία οι δυνάμεις της Αριστεράς και της προόδου δεν πρέπει να επαναλάβουν εάν επιθυμούν να έχουν λόγο ύπαρξης και προοπτική νίκης. Η όποια προσπάθεια αξιοποίησης ενεργών ρατσιστικών ή ξενοφοβικών αντανακλαστικών για εκλογικούς σκοπούς είναι κοντόφθαλμη και αναποτελεσματική. Θέτει ως δεδομένο ότι οι εν λόγω αντιλήψεις είναι κυρίαρχες στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και στις κοινωνικές κατηγορίες, στις οποίες απευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, παραγνωρίζοντας ότι η τριακονταετής συμβίωση ελλήνων πολιτών και μεταναστευτικού πληθυσμού έχει επιφέρει αλλαγές στις αντιλήψεις του ακροατηρίου της Κεντροαριστεράς και του μεσαίου χώρου. Συγκεκριμένα, με την αντίληψη ότι «οι μετανάστες που διαμένουν αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου» συμφωνεί το 49% της κοινής γνώμης, διαφωνεί το 35%, ενώ το υπολειπόμενο 15% δεν έχει σαφή τοποθέτηση. Συμπληρωματικά, με την άποψη ότι «η παρουσία μεταναστών στη χώρα υποβαθμίζει τον ελληνικό πολιτισμό» συμφωνεί μόλις το 36%, το 48% διαφωνεί, ενώ το 16% δεν διατυπώνει συγκεκριμένη άποψη. Και η συντριπτική πλειονότητα (άνω του 85%) όσων διατηρούν τις παραπάνω αντιμεταναστευτικές στάσεις, βρίσκονται εκτός του ραντάρ της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, καθώς αποκλείουν κατηγορηματικά κάθε ενδεχόμενο να ψηφίσουν ποτέ το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αντίθετα, μόλις το 10%–15% όσων έχουν τις ίδιες αντιμεταναστευτικές αντιλήψεις δηλώνουν κάποια πιθανότητα να ψήφιζαν ποτέ το κόμμα της Αριστεράς1. Με άλλα λόγια, μια προσπάθεια απεύθυνσης στο 4% έως 5% του συνολικού εκλογικού σώματος –δηλαδή του όγκου εκείνου των ψηφοφόρων, οι οποίοι έχουν αντιμεταναστευτικές στάσεις και την ίδια στιγμή δεν αποκλείουν να ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ– θα έθετε σε κίνδυνο τη σχέση του κόμματος με το υπόλοιπο 49% του εκλογικού σώματος, το οποίο δεν ευθυγραμμίζεται με αντιμεταναστευτικές στάσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η Αριστερά οφείλει να αναπτύξει μια στρατηγική ανίχνευσης των πραγματικών και δυνητικών δυνατοτήτων της, η οποία αποσκοπεί στην συνεχή διεύρυνση του πολιτικά εφικτού. Αντιμέτωπη με την Alt-Right, οφείλει να εγκαταλείψει στρεβλές εκλογοκεντρικές τακτικές και να αρθρώσει μια μεταναστευτική πολιτική με σαφή ταξικό προσανατολισμό βασισμένη στις αξίες «της οικουμενικής ισότητας, γενικής ελευθερίας και καθολικής δικαιοσύνης»2.
Σημειώσεις:
1. Αρανίτου Βάλια/ Γεωργιάδου Βασιλική / Τσαστάνης Μάνος (επιμ.) (2022): Η εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων ανάμεσα στα μνημόνια και στην πανδημία. υπό έκδοση, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα.
2. Μπαλτάς Αριστείδης (2022): Το φάντασμα του κομμουνισμού: ένας αιώνας Αριστεράς. Υπό έκδοση από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και τις εκδόσεις Νήσος.
Η Χάρις Τριανταφυλλίδου είναι πολιτικός επιστήμονας