Macro

Ο αντιδημοκρατικός λόγος

Ο χειρισμός της δημοκρατίας από τους εχθρούς της

Η δημοκρατία είναι κερδισμένο έδαφος. Όχι τόσο με την έννοια της πολεμικής κατάκτησης ή ανάκτησης, όσο με εκείνη της καλλιέργειας. Μετατρέπει πεδία φυσικών σχέσεων και ανάλογης κοινωνικής αγριότητας σε πεδία πολιτικών σχέσεων και συντακτικής ρύθμισης, σε τόπους συλλογικής διαμόρφωσης και άσκησης ελέγχου επί της εξουσίας.
Το καλλιεργήσιμο έδαφος πρέπει μεν πάντα να διαφυλαχτεί από την εγκατάλειψη, από την επαναφορά του στις συνθήκες της αγριότητας, αλλά πρέπει και να εντοπιστεί και να χαρτογραφηθεί. Έτσι, αν και στις δύο μεταφορές ενυπάρχει η αναφορά σε ένα ανταγωνιστικά διεκδικούμενο έδαφος, εκείνη της καλλιέργειας δεν υποβάλλει τόσο άμεσα μια αντίληψη μηδενικού αθροίσματος, καθώς, τουλάχιστον υπαινικτικά, στρέφει το ενδιαφέρον μας και στην ανακάλυψη.
Και, πράγματι, η δημοκρατία μπορεί να οριστεί και μπορεί να υπάρχει μόνο στη βάση και των δύο αυτών κινήσεων, στη βάση της διαρκούς διεύρυνσης και της συγκρουσιακής εξασφάλισής της. Είναι επομένως έννοια και συνθήκη αφενός δυναμική και αφετέρου ανταγωνιστική ή μαχητική (παλιότερα έλεγα «αγωνιστική», αλλά αυτός ο χαρακτηρισμός έχει πλέον ταυτιστεί με μια θεωρητική προσέγγιση που δεν συμμερίζομαι).

Η δημοκρατία ως εκδημοκρατισμός

Εξηγούμαι. Καταρχάς είπα «έννοια και συνθήκη». Αντιλαμβάνομαι ακριβώς πως το δυναμικό πεδίο ορισμού της έννοιας της δημοκρατίας συμπροσδιορίζεται από την περιεχομενική διεκδίκηση και αξίωση εγκατάστασης ορισμένων συνθηκών. Συνθηκών κοινού βίου, συνθηκών κυριαρχίας και αποδοχής της, συνθηκών συλλογικού σχεδιασμού και απόφασης, συνθηκών άσκησης και ελέγχου εξουσιών, συνθηκών διαβούλευσης και διαμόρφωσης κρίσης, συνθηκών διακυβέρνησης και κυρίως συνθηκών επιλογής και εν τέλει άσκησης πολιτικής. Ο ανταγωνιστικός ορισμός τού τι αναγνωρίζεται και τι διεκδικείται ως αναφορά της έννοιας οργανώνει τον πραγματικό κοινωνικό χώρο των θεσμών και συγκρούσεων, που φέρουν ή ασκούνται στο όνομα της δημοκρατίας. Γι’ αυτό και η δυναμική της πλευρά, η διερεύνηση και διεκδίκηση νέων πεδίων εφαρμογής της, η επινόηση δυνατών τόπων άσκησής της, αλλά και ο εντοπισμός βαθύτερων στρωμάτων των υφιστάμενων εκφάνσεών της, είναι όρος ύπαρξής της. Από αυτή τη σκοπιά η δημοκρατία υφίσταται ως εκδημοκρατισμός.
Αν αυτή η γραμμή επιχειρηματολογίας είναι σχετικά εύκολο να υποστηριχθεί, η συμμετρική της με την αντίθετη φορά, δύσκολα βρίσκει αποδοχή. Η αντίθετη φορά μας οδηγεί από τη θεσμική υπόσταση στην εννοιολογική οροθέτηση. Κι αυτό όχι μόνο με την περισσότερο οικεία διάσταση του υλικού πλαισίου εντός του οποίου αναδύεται μια αξίωση και μια αντίστοιχη θεωρητική προβληματική.
Χρειάστηκαν, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, καπιταλιστικές σχέσεις για να θεμελιωθούν, να αποκτήσουν θεσμική στήριξη, αλλά και κοινωνική αναγκαιότητα οι αρχές της αστικής επανάστασης, ό,τι δηλαδή ακόμα και σήμερα προσδιορίζει το δημοκρατικό χαρακτήρα της νεοτερικότητας. Και για να πάμε στο άλλο, το σημερινό άκρο: οι πρόσφατες, εννοιολογικά αποτυπωμένες, αναζητήσεις προέκυψαν επί πραγματικών διεργασιών. Επί των πραγματικών διεργασιών τών χωρικά και πληθυσμιακά εκτεταμένων δημοκρατιών, της τεχνολογικά και οικονομικά αποδομημένης δημοσιότητας, των υπερεθνικών, αυταρχικά δομημένων θεσμών σαν την Ευρωπαϊκή Ένωση, της νεοβοναπαρτικής αυτονόμησης της εκτελεστικής αλλά και οικονομικής εξουσίας, της ριζικής, βαθειάς διχοτόμησης των κοινωνιών και του αποκλεισμού μεγάλων τμημάτων τους. Οι πρόσφατοι -συχνότερα διαμορφωτικοί, δηλαδή παρεμβατικοί- ορισμοί της δημοκρατίας ως συμμετοχικής, διαβουλευτικής ή λογοθετικής, άμεσης, αγωνιστικής ή και ρεπουμπλικανικής, όπως και οι κριτικές περί μεταδημοκρατίας και ανάγκης εξασφάλισης αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών, σε αυτές τις πραγματικές εξελίξεις οφείλονται, σε όψεις αναγνωρισμένων προβλημάτων έρχονται να προτείνουν λύσεις. Και όλες αυτές οι προτάσεις επανεπεξεργάζονται την ίδια την έννοια της δημοκρατίας, καθώς εκείνη, ως καθολικό νεοτερικό έμβλημα, δεν μπορεί παρά να αποτελεί το δεδομένο πλαίσιο της συζήτησης.

Η άρση

Συνολικά οι σκέψεις αυτές παραπέμπουν στην πιο οικεία πλευρά των εννοιολογικών συνεπειών τού θεσμικά ρευστού περιεχομένου τής δημοκρατίας. Η πλευρά που πάντα ξενίζει, είναι πως οι εκφάνσεις δημοκρατικής οργάνωσης μπορούν να λάβουν τόσο διαφορετικές όψεις, τόσο διαφορετικά και αντικρουόμενα περιεχόμενα, οι ορισμοί των οποίων εξακολουθούν να ανάγονται στο ενιαίο πλαίσιο και την κοινή έννοια. Καθώς ο ορισμός είναι εγγενώς σχεσιακός, αποτυπώνει συσχετισμούς δύναμης, χωράει πολλά. Χωράει τις δυναμικές αξιώσεις και τις ενεργές διεκδικήσεις εμβάθυνσης της δημοκρατίας στην κατεύθυνση της ριζικής εξίσωσης των δυνατοτήτων των πολιτών, του αυθεντικού πολυεπίπεδου ελέγχου και της ενεργού συλλογικής συμμετοχής στην άσκηση της εξουσίας. Χωράει όμως και όλα όσα προανέφερα ως πηγή ορισμού των προς επίλυση προβλημάτων που απευθύνονται στην κοινωνική θεωρία. Χωράει οτιδήποτε χωράνε οι καπιταλιστικές σχέσεις, επομένως, δυνάμει , και συνθήκες ευρύτατης άρσης διαδικασιών που συνδέθηκαν με δημοκρατικές αξιώσεις. Χωράει όπως πολύ καλά γνωρίζουμε΄, και ανελευθερία και ανισότητα και αναδελφότητα. Οι συνηθέστεροι μάλιστα ορισμοί της δημοκρατίας, άμεσα εξαρτημένοι από τις συνθήκες που ευνοούν τον ιδιοκτησιακό όρο της νεοτερικότητας, αποδέχονται πολύ περιορισμένες όψεις των τριών αυτών νεοτερικών αρχών. Το όριο της ισότητας, όριο θεμελιώδες και συντακτικό για την αστική κοινωνία, παραμένει πάντα και όριο των υλοποιήσιμων αξιώσεων. Η δημοκρατία, για να το διατυπώσω ως παράδοξο, ποτέ δεν μπορεί να αποβεί πλήρως δημοκρατική.
Για αυτό άλλωστε στρέφεται, όπως έχει διαπιστωθεί σχετικά με την κρατική της θέσμιση, κατά των δημοκρατών. Διαχειρίζεται επομένως πάντα, περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικά, την ενδογενή αυτή αντίφαση κινούμενη σε ένα ευρύτατο φάσμα συνθηκών μέχρι το όριο της πλήρους αυτοαναίρεσής της, το όριο του έκτακτου, της εξαίρεσης και της ανάγκης – όριο επί του οποίου έχουν και ιστορικά οικοδομηθεί ρητά αντιδημοκρατικά καθεστώτα.
Κι από την άλλη πλευρά, καθώς οι ενεργές διεκδικήσεις εκδημοκρατισμού εγείρονται ως αξιώσεις εκπλήρωσης των όρων που έθεσε στην επανασταστική στιγμή ανάδυσής της η νεοτερική κοινωνία, η έννοια της δημοκρατίας διατηρεί την κριτική της λειτουργία. Μας επιτρέπει να μετράμε τα πράγματα που φέρουν το όνομά της με το καταστατικό και δυνητικό της περιεχόμενο, όσο κι αν αυτή η μέτρηση υπόκειται σε ιστορικές συνθήκες.

Ο λόγος των αρνητών

Αν αυτή είναι μια στοιχειώδης σκιαγράφηση της δυναμικής διάστασης στη σχέση έννοιας και συνθήκης τής δημοκρατίας, ο ανταγωνιστικός προσδιορισμός τους εμπλέκει τον λόγο της άρνησής τους, τον λόγο της εναντίωσης προς τη δημοκρατία. Το δεύτερο αυτό παράδοξο δεν ξενίζει για δύο λόγους.
Αφενός γιατί είναι ευνόητο ότι οι έννοιες είναι πάντα οροθετήσεις, ότι επομένως θέτουν και διαχειρίζονται όρια που περικλείουν ή αποκλείουν περιπτώσεις. Η δημοκρατία ορίζεται επομένως και εκ του αντιθέτου της, πόσο μάλλον που το ρευστό της περιεχόμενο αναδεικνύεται στη διαρκή αντιπαράθεση με τους πρακτικούς λόγους που επιδιώκουν να την ανατρέψουν.
Αφετέρου δε, εξαιτίας της διαπιστωμένης συμβολικής γενίκευσης της αναφοράς της. Και οι (εξαιρετικά ισχυρές και πάλι στη σημερινή επικαιρότητα) δυνάμεις που επιδιώκουν τη ριζική συρρίκνωση ή και πλήρη απάλειψη των δημοκρατικών διαδικασιών, αρθρώνουν τον αντιδημοκρατικό λόγο τους υπό το έμβλημα της δημοκρατίας. Χειρίζονται δηλαδή το ανταγωνιστικό καθεστώς τών δημοκρατικών αξιώσεων ενάντια στην κοινωνική δυναμική εξασφάλισης του περιεχομένου τους.
Έτσι, παραπέμποντας στην αναγωγή της δημοκρατίας σε κέλυφος, εμφανίζονται να μάχονται για τον επαναπροσδιορισμό τής δήθεν «ουσίας» της. Να μάχονται κατά των δύο, κατ’ αυτές, καίριων στρεβλώσεών της: της υποκατάστασης της καθαρής βούλησης από περίπλοκες και θεσμικά ελεγχόμενες διαδικασίες (ό,τι δηλαδή, όπως θα πω και στη συνέχεια, αποτελεί σήμερα την πολιτική) και της ανεξέλεγκτης διεύρυνσης του δήμου με τη συμμετοχή αδαών και σε τελική ανάλυση ξένων.
Κι αυτό το κάνουν αξιοποιώντας προπαγανδιστικά δυνατότητες που προσφέρει το δημοκρατικό καθεστώς, και μάλιστα ρητά επικαλούμενες τα δικαιώματα κοινοβουλευτικής παρουσίας, δημόσιας προβολής, ισονομίας και ελευθερίας τής έκφρασης. Ο αντιδημοκρατικός τους λόγος αναφέρεται δε στις πιο εμπεδωμένες διαστάσεις των δημοκρατικών θεσμών, την αρχή της πλειοψηφίας, την αντιπροσωπευτικότητα, τη συμμετοχή, τη δημοσιότητα, τον έλεγχο της εξουσίας, τη λαϊκή βούληση και, εν τέλει, την αυθεντικότητα του υποκειμένου «δήμος».

Η δημοκρατία δεν είναι ιδεολογία

Κεντρικό άξονα αυτής της ρητορικής αποτελεί η αναγόρευση της δημοκρατίας σε ιδεολογία, σε πλάνη και κατ’ επέκταση σε εξαπάτηση. Η δημοκρατία παρουσιάζεται σαν μια μορφή κρατικής οργάνωσης που αποσκοπεί στην απόκρυψη των πραγματικών πολιτικών συνθηκών και στη νομιμοποίησή τους, εμφανίζοντάς τις ως το ακριβώς αντίθετο: την ανελευθερία ως ελευθερία, τον αποκλεισμό ως συμμετοχή, το μερικό ως καθολικό. Σε αυτόν τον μηχανισμό αντιστροφής εστιάζει ο αποκαλυπτικός λόγος των αρνητών της δημοκρατίας, εκμεταλλευόμενος έτσι τις δυνατότητες που του προσφέρει η κατ’ επίφαση κριτική. «Αποκαλύπτει».
Έτσι, για να περιοριστώ στα δύο πιο καίρια σημεία επίθεσης, η πλειοψηφία «αποκαλύπτεται» ως πλαστή. Είτε, όπως στη ναζιστική εκδοχή, ως μη συμβατή με τη βωβή οργή της αυθεντικής βούλησης ενός λαού-έθνους που ομονοεί επί πρωταρχικών αξιών. Είτε, όπως στην νεοαριστοκρατική εκδοχή, ως προϊόν άγνοιας, λαϊκιστικών σχημάτων και ποταπών κινήτρων. Για τον αντιδημοκρατικό λόγο, η πλειοψηφία δεν αποτελεί απλώς μια τυραννική συνθήκη, αλλά μια συνθήκη προς εξουδετέρωση, την επικαλείται για να την ακυρώσει. Γι’ αυτό βάλλει κατά των διαδικασιών συλλογικής λήψης αποφάσεων. Επ’ αυτών η ρητορική του ανασύρει τα τετριμμένα σχήματα της καθοδηγητικής στιβαρότητας και της επιχειρηματικής αποτελεσματικότητας. Οι συνθηματικές αναφορές παραπέμπουν αδιαφοροποίητα στην εξοικονόμηση πόρων και διαδικασιών (πού τώρα να συζητάμε και να ψηφίζουμε), στον προνεοτερικό ηρωισμό της απόφασης του διακεκριμένου κυρίαρχου (ας θυμηθούμε τη διαχείριση του μεταξικού «όχι»), στην εμπειρονωμοσύνη και τη δήθεν ουδετερότητα των ειδικών, στην πολιτισμική αν όχι και βιολογική επιμειξία της ανεξέλεγκτης διεύρυνσης της πληθυσμιακής βάσης του εκλογικού σώματος.

Στο στόχαστρο η αρχή της αντιπροσωπευτικότητας

Κεντρικός αποδέκτης της αντιδημοκρατικής αποκάλυψης είναι, όμως,η αρχή της αντιπροσωπευτικότητας. Κι αυτό όχι μόνο με την αντιπαράθεση μιας δήθεν γνήσιας, εθνικής έκφρασης που συγκροτεί το αληθινό «εμείς», αλλά κυρίως με την απροκάλυπτη επίθεση στον πυρήνα της δημοκρατίας, στην πολιτική. Αντιπροσώπευση σημαίνει εγκατάσταση εκείνου του δημόσιου χώρου, που ορίζει τους πολίτες ως ασκούντες πολιτική δια των πολιτικών, σημαίνει συγκρότηση ολόκληρου εκείνου του μηχανισμού, που φέρει εμφατικά το όνομα της πολιτικής. Κατά αυτού στρέφεται πρωτίστως ο αντιδημοκρατικός λόγος, αποκαλύπτοντ,ας τον ως το αυθεντικό πεδίο σήψης και παρακμής με όρους επιδημιολογίας και λαϊκής οργής. Η πολιτική και οι πολιτικοί αποτελούν τον επιλεγμένο ως πρωταρχικό στόχο των εχθρών της δημοκρατίας και ο λόγος τους κυρίως αυτή την απάτη επιδιώκει δήθεν να αποκαλύψει.
Στην ψευδοκριτική του ο αντιδημοκρατικός λόγος δεν χρειάζεται να έχει λογική συνοχή. Αξιοποιεί κάτι σαν «λαϊκή ψυχολογία», για να εγκαταστήσει, μέσω οικείων και λειτουργικών ρητορικών ερεθισμάτων, μια διαδρομή συνειρμικής ολίσθησης, που εντέλει τροφοδοτεί μια στάση, μια απώθηση κατά της δημοκρατίας. Και η δημοκρατία εδώ ταυτίζεται αποκλειστικά με τις μεγεθυμένες αντινομίες και θεσμικές της αδυναμίες. Προς αυτό ο αντιδημοκρατικός λόγος παραμένει πάντα ακραία αντιθεωρητικός, αντιαφαιρετικός, προσγειωμένος στα καθημερινά και αξιοποιεί κοινοτοπίες στερεοτυπικά αναγνωρίσιμες από τον αποδέκτη του. Αποδεικνύεται έτσι εμφατικά πρακτικός, υποβάλλει ένα «κάνουμε», αντί να «σκεφτόμαστε», «άντε να κάνουμε».
Η προτροπή αυτή επενδύεται με μια -αντιφατική βεβαίως- επάνοδο στο αυτονόητο της νεοτερικής υπόστασης ως δημοκρατίας. Ο αντιδημοκρατικός λόγος, όπως τον βιώσαμε και στην περίπτωση των φασιστικών δυνάμεων και στο δικτατορικό καθεστώς, επικαλείται μια επαναφορά της ουσίας των δημοκρατικών διακηρύξεων μέσω καθεστώτων πολιτειακής οργάνωσης που δεν έχουν ανάγκη το απατηλό περίβλημα. Τα ρητά αντιδημοκρατικά καθεστώτα παρουσιάζονται ως η αυθεντική πραγμάτωση όσων υπόσχεται η δημοκρατία.
Ένα δείγμα:
«Σε αυτόν εκεί […] τον κόσμο υπάρχει η αποκαλούμενη δημοκρατία. Όπως βέβαια ξέρετε αυτή η δημοκρατία χαρακτηρίζεται από τούτο: υποτίθεται πως είναι η κυριαρχία του λαού. Αλλά ο λαός πρέπει να έχει κάποια δυνατότητα να εκφράσει τις σκέψεις και τις επιθυμίες του. Αν κοιτάξουμε από πιο κοντά αυτό το ζήτημα, θα διαπιστώσουμε πως ο λαός δεν έχει καμιά πεποίθηση, η πεποίθηση τού σερβίρεται. Και επομένως το κρίσιμο είναι ποιος προσδιορίζει αυτή τη λαϊκή πεποίθηση, ποιος διαφωτίζει, ποιος μορφώνει το λαό. Σε αυτά τα κράτη κυβερνά στην πραγματικότητα το κεφάλαιο, σε τελική ανάλυση μια χούφτα άνθρωποι. […] Μας λένε «έχουμε ελευθερία» και εννοούν ελεύθερη οικονομία. Και με την ελεύθερη οικονομία εννοούν […] ελεύθερη και ενεξέλεγκτη από το λαό χρήση του κεφαλαίου. […] Μας λένε για την ελευθερία του τύπου. Στην πραγαματικότητα κάθε εφημερίδα έχει το αφεντικό της, που είναι και ο χρηματοδότης, ο ιδιοκτήτης. Κι είναι αυτός που υπαγορεύει την εσωτερική εικόνα της εφημερίδας, όχι ο συντάκτης. […] Η υποκινούμενη από τον τύπο κοινή γνώμη χωρίζεται πάλι σε κόμματα. Αυτά τα κόμματα ελάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους, ελάχιστα διέφεραν και παλιότερα. Τα ξέρετε αυτά τα παλιά κόμματα. Ήταν πάντα το ίδιο πράγμα. […] Μας λένε για την ευημερία στις δημοκρατίες της ελευθερίας και του πλούτου. Κι όμως η εξαθλίωση είναι εκεί μεγαλύτερη. […] Σε τελική ανάλυση, κάτω από τον μανδύα της δημοκρατίας βασιλεύει ο εγωισμός μιας μικρής ομάδας. Κι αυτή κανείς δεν τη διορθώνει, κανείς δεν την ελέγχει.»
Το απόσπασμα, στη μεταξική παράφρασή του, προσφιλέστατη αναφορά και των δικών μας ναζιστικών κύκλων, προέρχεται από το λόγο του Χίτλερ στους εργαζόμενους βιομηχανίας αμαξοστοιχιών, στις 10 Δεκεμβρίου του 1940.

Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στο συνέδριο «Κοινωνική και Πολιτική Εκπροσώπηση: Προκλήσεις και Προοπτικές στη Δημοκρατία τον 21ο αιώνα», του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, που πραγματοποιήθηκε από 15 έως 17 Δεκεμβρίου 2016.

Γεράσιμος Κουζέλης

Πηγή: Η Εποχή