Σήμερα συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση ενός από τους σημαντικότερους μαρξιστές θεωρητικούς του εικοστού αιώνα – για πολλούς του πιο σημαντικού: του Λουί Αλτουσέρ (1918-1990).
Οπως κάθε σπουδαίος, ο Αλτουσέρ ενοχλούσε. Ενοχλούσε όσους αξίωναν την αποκλειστικότητα της μαρξιστικής ορθοδοξίας εμμένοντας σε δόγματα, διότι κομβικός στόχος του έργου του ήταν να καταδεικνύει διαρκώς και εμπράκτως πως η επιστροφή στην ανάγνωση του ίδιου του Μαρξ συνέπιπτε με την αέναη ανανέωση και επανίδρυση του μαρξισμού ως επιστημονικής και φιλοσοφικής θεωρίας.
Ενοχλούσε ακόμη εκείνους για τους οποίους η θεωρία ισοδυναμεί με τη «σεβάσμια» πολιτική απραγία τής από καθέδρας ακαδημαϊκής διδασκαλίας, δεδομένου ότι η περιβόητη αυστηρότητα που διέκρινε τη δική του θεωρητική παραγωγή συνυπήρχε οργανικότατα με καίριες και άμεσες πολιτικές στοχεύσεις και παρεμβάσεις αυτής ακριβώς της συστηματικής του θεωρητικής δραστηριότητας. Τέλος, ενοχλούσε άμεσα τον ταξικό αντίπαλο και τους εκπροσώπους του στη σφαίρα της διανόησης – οι οποίοι άρχισαν να διαβλέπουν μια νέα απειλή στην προσπάθεια του Αλτουσέρ να αποκαθάρει τον μαρξισμό από τις πολλαπλές επιρροές του εγελιανού ιδεαλισμού.
Στα κείμενά του «Αντίφαση και επικαθορισμός» (1962) και «Για την υλιστική διαλεκτική» (1963), ο Αλτουσέρ αναπτύσσει την έννοια του «επικαθορισμού». Επρόκειτο για εννοιολογικό εργαλείο που συνέβαλε κατά κρίσιμο τρόπο στην υπέρβαση του οικονομικού αναγωγισμού της «κλασικής» μαρξιστικής θεωρίας. Εως τότε, στην τελευταία, ίσχυε ο σταθερός στόχος να ανάγονται όλα τα φαινόμενα της ιδεολογικής ή πολιτικής σφαίρας σε οικονομικές αιτίες.
Ηταν μια τάση που συχνά, εκτός από θεωρητικά αδιέξοδη, είχε και ολέθρια πολιτικά αποτελέσματα. Πολύ σχηματικά, η έννοια του επικαθορισμού παρείχε τη δυνατότητα μιας σύλληψης του συνόλου των κοινωνικών πρακτικών με τέτοιον τρόπο ώστε οι περίπλοκες σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων να αναδεικνύονται στην πραγματική τους διάσταση – που σημαίνει χωρίς να υποβαθμίζεται εκ των προτέρων η σπουδαιότητα ενός επιπέδου προς όφελος κάποιου άλλου. Ανάλογα με τη συγκυρία, μπορεί, για παράδειγμα, το επίπεδο της ιδεολογίας ή της πολιτικής να κρίνεται πιο σημαντικό από εκείνο της οικονομίας.
Τούτη την αναλυτική αρχή ο Αλτουσέρ δεν την περιορίζει στη μαρξιστική θεωρητική ανάλυση. Την εντοπίζει και στην αριστερή πολιτική πρακτική – από την ιστορία της οποίας αντλεί και τα παραδείγματά του. Συνάψεις κοινωνικο-πολιτικών συμμαχιών, αποφάσεις που αφορούσαν την επαναστατική πρακτική κρίθηκαν, σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, από πολιτικές ηγεσίες που είχαν ήδη ενσωματώσει στην πράξη την αρχή του «επικαθορισμού», προτού αυτή διατυπωθεί στη θεωρία. Και προφανώς αυτό ισχύει και για άλλες αριστερές ηγεσίες έκτοτε – ενσωματώνουν στην πρακτική τους την αρχή του «επικαθορισμού» χωρίς κατ’ ανάγκην να έχουν διαβάσει Αλτουσέρ.
Ο Τάσος Παππάς, στο άρθρο του «Κυβερνήσεις συνεργασίας ναι, αλλά πώς;» στην «Εφ.Συν.» του περασμένου Σαββάτου (13-14/10/2018), διατυπώνει το εξής αυτονόητο: «…η συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. ήταν μονόδρομος». Είναι όμως από τις περιπτώσεις όπου η θεωρία βοηθάει να αναλύσουμε το «αυτονόητο» – ούτως ώστε να κατανοήσουμε και τα όριά του.
Θα μπορούσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου ή του Σεπτεμβρίου του 2015, να είχε πει, δίνοντας προτεραιότητα στο οικονομικό επίπεδο: «Δεν μας ενδιαφέρει να συγκυβερνήσουμε με τους ΑΝ.ΕΛΛ., διότι μπορεί να τάσσονται εναντίον των μνημονίων αλλά είναι ένα αστικό κόμμα, με κοινωνικο-οικονομικές αναφορές που καμία σχέση δεν έχουν με σοσιαλισμό».
Ή να είχε δηλώσει, αξιολογώντας ως σημαντικότερο το ιδεολογικό στοιχείο: «Πώς είναι δυνατόν να συμμαχήσουμε με τους ΑΝ.ΕΛΛ., με τους οποίους έχουμε αβυσσαλέες διαφορές σε ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων και σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας;». Εκρινε όμως πως η συγκυρία επέβαλλε να δοθεί προτεραιότητα στο πολιτικό επίπεδο – στο επίπεδο της διακυβέρνησης της χώρας.
Τούτη την «αλτουσεριανή» της επιλογή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την πλήρωσε ακριβά – στο επίπεδο ακριβώς όπου οι διαφορές εκδηλώθηκαν πιο έντονα, ήτοι στο ιδεολογικό. Το ‘χουν αυτό οι πολιτικές αποφάσεις όμως – «αλτουσεριανές» ή μη. Αν είχε αρνηθεί τη συγκυβέρνηση με τους ΑΝ.ΕΛΛ. δίνοντας προτεραιότητα στο οικονομικό ή στο ιδεολογικό επίπεδο, πιθανότατα η χώρα εκείνη την απόφαση θα την είχε πληρώσει πολύ χειρότερα.
Το ζήτημα όμως είναι πως, με την απόφαση του αρχηγού των ΑΝ.ΕΛΛ. να αρχίσει να χαράσσει τη δική του εξωτερική πολιτική, έχουμε ένα νέο δεδομένο. Η συγκυρία ακόμη επιβάλλει την πρωτοκαθεδρία του πολιτικού επιπέδου, σε αυτό όμως το επίπεδο αμφισβητείται στην πράξη η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. Δεδομένου ότι εκλογές θα έχουμε ούτως ή άλλως σε μερικούς μήνες, μήπως ήρθε η ώρα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει πρωτοβουλίες προς μια αναδιάρθρωση των συμμαχιών της ακόμα και στο καθαρά πολιτικό επίπεδο;
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών